Την Clare Pooley τη γνωρίσαμε μέσα από το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο έγινε best seller. Το «Πράσινο σημειωματάριο» κυκλοφόρησε το 2021 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στη χώρα μας και αγαπήθηκε αμέσως από το αναγνωστικό κοινό.
Η ίδια γεννημένη και μεγαλωμένη στη Βρετανία, αποφοίτησε από το Newnham College και δούλεψε είκοσι χρόνια στη διαφήμιση την οποία εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην ανατροφή των παιδιών της. Το 2017 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό “The sober diaries” το οποίο έλαβε διθυραμβικές κριτικές και στην ουσία περιγράφει τη δική της μάχη με τον αλκοολισμό. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Το πράσινο σημειωματάριο» κυκλοφορεί σε τουλάχιστον 29 χώρες. Η ιστορία μιας ομάδας αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων που «συνδέονται» μέσω ενός μικρού σημειωματάριου συγκίνησε το κοινό παγκοσμίως και έφερε στο συγγραφικό προσκήνιο τη Βρετανίδα Clare Pooley, η οποία πλέον θεωρείται μία από τις πιο επιτυχημένες συγγραφείς.
Το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Οι επιβάτες της αποβάθρας 5», κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες και με αφορμή την παρουσιάσή του στον πολυχώρο των εκδόσεων Μεταίχμιο στο κέντρο της Αθήνας, συναντηθήκαμε και μιλήσαμε μαζί της τόσο για τη χαρά που της δίνει το γράψιμο, όσο και για τη μάχη της με τον αλκοολισμό αλλά και τις προσδοκίες για το νέο της βιβλίο.
Πώς νιώθετε για την επιτυχία του πρώτου σας μυθιστορήματος;
«Να είμαι ειλικρινής ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω την επιτυχία του. Κυκλοφόρησε στη διάρκεια του lockdown. Για την ακρίβεια στο Ηνωμένο Βασίλειο κυκλοφόρησε δύο εβδομάδες μετά το κλείσιμο των πάντων. Εκδηλώσεις είχαν ακυρωθεί, τα βιβλιοπωλεία ήταν κλειστά και σκεφτόμουν πως κανένας δεν θα ανακάλυπτε το βιβλίο μου. Όλα τα χρόνια της δουλειάς μου θα πήγαιναν χαμένα. “Κανείς δεν θα μάθει την ιστορία μου” σκεφτόμουν και ήμουν αρκετά λυπημένη. Το ευχάριστο είναι πως οι αναγνώστες το ανακάλυψαν και το είπαν σε φίλους τους και εκείνοι με τη σειρά τους σε άλλους φίλους και νομίζω ότι αυτό που συνέβη ήταν ότι εκείνη την περίοδο όλα ήταν τόσο δυσάρεστα, που ο καθένας μας έψαχνε τη σύνδεση με την κοινότητα. Όλοι μας θέλαμε να θυμηθούμε τη δύναμη της ευγένειας και της κοινωνίας. Γι’ αυτό και πιστεύω είχε τόσο μεγάλη επιτυχία αυτό το βιβλίο. Αυτό τουλάχιστον μου λένε, πως το βιβλίο τους έκανε να νιώσουν καλύτερα σε μια περίοδο που τίποτα δεν ήταν ευχάριστο».
Τι σημαίνει για εσάς αυτό το βιβλίο και πώς σκεφτήκατε την ιδέα πίσω από αυτό;
«Περίπου πριν από 7 χρόνια η ζωή μου στα social media έμοιαζε τέλεια. Είχα ένα πολύ όμορφο σπίτι, μια δεμένη οικογένεια, έκανα τις διακοπές μου και όλα φαίνονταν φανταστικά. Μα η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Τότε συνειδητοποίησα πως κανενός η ζωή δεν είναι τέλεια. Όλοι κρύβουμε κάτι και τα social media δεν είναι η πραγματική μας ζωή. Ήταν η περίοδος που σταμάτησα να πίνω αλκοόλ – κατάλαβα το 2015 πως ήμουν εθισμένη σε αυτό, έπινα 10 μπουκάλια κρασί την εβδομάδα. Ντρεπόμουν πάρα πολύ να μιλήσω για την εμπειρία μου αυτή. Ντρεπόμουν να πω την ιστορία μου και τα όσα περνούσα. Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω στο blog “Mommy was a secret drinker” για τη ζωή μου, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Julian (πρωταγωνιστής του Authenticity Project) γράφει στο σημειωματάριό του. Αυτό ακριβώς ήταν το σημείο που άλλαξε τη ζωή μου. Είδα πως επηρεάστηκαν εκατοντάδες άνθρωποι από το blog μου και σκέφτηκα τι θα συνέβαινε αν κι άλλοι άνθρωποι μιλούσαν για την ιστορία τους.
Αυτή ήταν η ιδέα πίσω από το Authenticity project και γι’ αυτό σημαίνει και τόσα πολλά για εμένα. Είναι η ιστορία μου. Βέβαια, μεγάλο κομμάτι πίσω από την έμπνευση για το βιβλίο ήταν και το μέρος που ο Julian ζει. Λέγεται “Chelsea Studios”. Είναι ένα πραγματικό μέρος, στο οποίο υπάρχουν πολλά στούντιο καλλιτεχνών. Το έβλεπα από μακριά κάθε πρωί που έπαιρνα το λεωφορείο για τη δουλειά. Βρίσκεται πίσω από το γήπεδο της Chelsea και δεν μοιάζει με κάποιο άλλο στην περιοχή. Ψάχνοντας βρήκα ότι χτίστηκε το 1920 από έναν Ιταλό γλύπτη, ο οποίος για να το φτιάξει βασίστηκε στις εικόνες που είχε από τη Φλωρεντία, ώστε να μοιάζει με την πατρίδα του. Αυτό το μέρος ήταν η έμπνευσή μου για τον Julian».
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ήρωας στο βιβλίο;
«Το να επιλέγεις έναν χαρακτήρα είναι σαν να επιλέγεις ένα από τα παιδιά σου (γελάει). Νομίζω πως κάθε χαρακτήρας έχει ένα δικό μου κομμάτι. Αγαπώ τον Hazard επειδή έχει περάσει πολλά και τελικά καταφέρνει να αλλάξει. Η Alice ως νέα μητέρα περνά πολλές δυσκολίες. Έχω βρεθεί σε αυτή τη θέση. Μπορεί να γίνει αρκετά μοναχική. Η Monica μου θυμίζει τον πιο νεαρό εαυτό μου, γύρω στα 30. Έχει αυτό το τεράστιο δίλημμα: να θέλεις να είσαι ανεξάρτητη και να κερδίζεις τη ζωή σου, αλλά ταυτόχρονα να θέλεις να κάνεις και οικογένεια».
Ποια θεωρείται τη μεγαλύτερη επιτυχία σας, αφού σταματήσατε να πίνετε αλκοόλ;
«Όταν τελειώνεις με κάποιον εθισμό ξαφνικά υπάρχει στη ζωή σου ένα μεγάλο κενό. Ανακαλύπτεις ότι έχεις πάρα πολύ χρόνο να γεμίσεις. Όταν είσαι εθισμένος τον χρόνο σου τον “τρώει” μόνο η συνήθεια αυτή. Στο κεφάλι σου συνέχεια υπάρχει μόνο αυτό. Όταν, λοιπόν, σταματάς έχει πάρα πολύ χώρο στο μυαλό σου για σκέψεις. Η νέα μου εμμονή η συγγραφή. Αυτή γέμισε το κενό που άφησε το αλκοόλ. Με βοηθά να βγάλω την έντασή μου. Είναι θεραπευτικό. Και να σας πω και κάτι; Θεωρώ πως οι άνθρωποι καταλήγουν εκεί από όπου ξεκίνησαν. Ξέρετε, όταν ήμουν έφηβη έγραφα πολύ και έλεγα σε όλους πως αυτό που θέλω να κάνω είναι να γράφω διηγήματα και νουβέλες. Βέβαια, το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε όταν έγινα 50, οπότε πέρασε αρκετός καιρός από τότε. Αυτό θεωρώ είναι το μεγαλύτερο μου επίτευγμα».
Υπάρχει περίπτωση να διαβάσουμε τη συνέχεια του «Πράσινου σημειωματάριου;»
«Ποτέ δεν λέω ποτέ, αλλά δεν νιώθω σίγουρη για τα sequels. Έχω διαβάσει αρκετές συνέχειες ιστοριών που με απογοήτευσαν και δεν θα ήθελα αυτό να γίνει στο Authenticity Project. Νομίζω πως ο κάθε αναγνώστης έχει στο μυαλό του τη δική του συνέχεια για την ιστορία κι νομίζω πως αν γράψω κάτι δεν θα ευχαριστήσω κανέναν 100%. Αλλά μπορώ να σας πω (επειδή με ρωτούν συχνά) ότι ο Keith, ο σκύλος του Julian, υιοθετείται από την Monica και περνά πολύ όμορφα στο καφέ».
Γιατί να διαβάσουμε το νέο σας βιβλίο «Οι επιβάτες της αποβάθρας 5;»
«Στη βάση του αναφέρεται και αυτό σε μια ομάδα εντελώς διαφορετικών και άγνωστων ανθρώπων. Ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι, που παίρνουν κάθε μέρα το ίδιο τρένο, έρχονται κοντά κάτω από τις πιο παράξενες συνθήκες, που τους βγάζουν από τη συνήθειά τους. Ένας άγραφος κανόνας στην Αγγλία είναι πως στα μέσα μεταφοράς δεν μιλάς στους άλλους επιβάτες, εκτός αν τους γνωρίζεις καλά. Οι ήρωες του βιβλίου αναγκάζονται να παραβούν αυτόν τον κανόνα και να χαλάσουν τη ρουτίνα τους. Το βιβλίο στοχεύει σε αυτό: στο να μας βγάλει από την ζώνη της σιγουριάς μας».
Ποιο θεωρείτε το πιο δυνατό του δίδαγμα;
«Όπως σας είπα το πάθος μου από την εφηβεία ήταν η συγγραφή. Ωστόσο, πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να καταφέρω να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο. Και μέσα από το “Οι επιβάτες της αποβάθρας 5” ήθελα να περάσω ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα: “ποτέ δεν είναι αργά”. Ο κεντρικός χαρακτήρας, η Αϊόνα, μία γυναίκα που έχει χτίσει την καριέρα της ίσως έχει τη δεύτερη ευκαιρία της. Να βρει κάτι νέο στα 50 της. Νομίζω πως όλοι το δικαιούμαστε αυτό».
Αντιπροσωπεύουν οι χαρακτήρες δικές σας σκέψεις ή δικά σας βιώματα;
«Σε έναν βαθμό ναι. Για παράδειγμα, η Αϊόνα, η κεντρική ηρωίδα, δεν είναι εγώ, αλλά είναι η γυναίκα που θα επιθυμούσα να είμαι κατά κάποιον τρόπο. Είναι πολύ δυναμική, εκκεντρική, ανεξάρτητη και μοναδική. Παράλληλα, είναι ευγενική και πιστεύει πως κανείς δεν μπορεί να την αγνοήσει. Και είναι αλήθεια πως δεν περνά απαρατήρητη. Οπότε είμαι λιγάκι ερωτευμένη μαζί της».
Ποια ήταν η αφορμή για τους «Επιβάτες της αποβάθρας 5»;
«Ξεκίνησα να το γράφω στη διάρκεια της πανδημίας. Τότε που δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά. Μου έλειπαν οι φίλοι, οι συγγενείς, αλλά ταυτόχρονα μου έλειπε και το να είμαι περιτριγυρισμένη από αγνώστους. Και δεν περίμενα αυτό να συμβεί. Θυμάμαι να κάνω βόλτες με το ποδήλατο στο Λονδίνο και η πόλη θύμιζε σκηνή αποκάλυψης. Ήταν τόσο παράξενο. Σκεφτόμουν, λοιπόν, συχνά πώς ήμασταν στα μεταφορικά μέσα, όταν παντού υπήρχε κόσμος και μου έλειπε τόσο πολύ. Θυμόμουν ότι καθημερινά συναντούσα τους ίδιους ανθρώπους στη διαδρομή και στο μυαλό μου έφτιαχνα ιστορίες για το ποιοι μπορεί να ήταν και τι να έκαναν στη ζωή τους. Ποτέ, όμως, δεν μίλησα σε κανέναν. Αυτή η σκέψη, το τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν μιλούσα ή αν συνέβαινε κάτι και άλλαζε τη ρουτίνα μας, με έκανε να ξεκινήσω το βιβλίο».
Στο βιβλίο οι πρωταγωνιστές έρχονται πιο κοντά έπειτα από μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία. Κατά πόσο τα χρόνια του Covid έκαναν τις ανθρώπινες σχέσεις καλύτερες;
«Πιστεύω πως στη διάρκεια της πανδημίας οι σχέσεις βελτιώθηκαν. Όταν κάτι πολύ άσχημο συμβαίνει στη ζωή σου σε κάνει να εκτιμήσεις τα σημαντικά σε αυτή. Την οικογένεια, τους φίλους, τις εμπειρίες. Σε κάνει να κατανοήσεις πως δεν είναι τα αντικείμενα και τα χρήματα που σε κάνουν ευτυχισμένο. Θα δείτε πως ειδικά ένας ήρωάς του μέχρι το τέλος της ιστορίας το αντιλαμβάνεται Αυτό είναι ένα ακόμη σημαντικό μήνυμα που προσπαθώ να περάσω μέσα από το βιβλίο».
Ποιες είναι οι προσδοκίες σας για το νέο βιβλίο;
«Θα ήθελα ο κόσμος να νιώσει όπως ακριβώς με το προηγούμενο. Να αισθανθεί καλύτερα για τον κόσμο. Να γίνει πιο ευτυχισμένος. Λαμβάνω πολύ συχνά μηνύματα που μου λένε πόσο αγαπούν το βιβλίο και από Έλληνες αναγνώστες. Γι’ αυτό γράφω. Γι’ αυτό το συναίσθημα. Αν γίνει και best seller, ακόμα καλύτερα».
Σκέφτεστε ποτέ ότι τα νέα σας βιβλία δεν θα έχουν την ίδια επιτυχία με το προηγούμενο; Φοβάστε την αποτυχία;
«Ναι. Νομίζω με διακατέχει το σύνδρομο του απατεώνα. Δεν θέλω, δηλαδή, να με δουν να αποτυγχάνω σε τίποτα. Σκέφτομαι συνέχεια πως οι άλλοι θα ανακαλύψουν το ότι δεν είμαι τόσο καλή σε όλα. Όταν είσαι συγγραφέας σε κρίνουν και οι κριτικές δεν είναι πάντα θετικές. Το παράξενο είναι πως πρέπει να μπορείς να κατανοήσεις τα συναισθήματα των ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα να είσαι και πολύ δυνατή ώστε να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Πρέπει να σκέφτεσαι πως όλα θα πάνε καλά και να μην ασχολείσαι συνέχεια με το τι θα πει ο κόσμος. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσεις είναι να έχεις πίστη».
Για χρόνια εργαστήκατε στον κλάδο της διαφήμισης και των social media. Ποια η σχέση σας μαζί τους πλέον;
«Έχω μία σχέση αγάπης και μίσους με τα social media. Από τη μία μπορούν να γίνουν απίστευτα εθιστικά και να καταναλώνουν πάρα πολύ από τον χρόνο σου. Από την άλλη σου δίνουν μια άμεση σχέση με τον αναγνώστη σου. Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις τον αντίκτυπο που έχουν τα βιβλία σου στον κόσμο. Γι’ αυτό τα αγαπώ. Μου δίνουν επαφή με κόσμο που διαβάζει τα βιβλία μου. Μάλιστα, με έφεραν σε επαφή με κόσμο που ζούσε τα ίδια με εμένα, όταν άρχισα να μιλάω για τον αλκοολισμό και μέσα από το blog μου. Το γράψιμο με έκανε να καταλάβω τι ζούσα, το blog με έκανε να γράψω ξανά και τα social συνέβαλαν στο να συνεχίσω».
Γράφετε, ταξιδεύετε, κάνετε ομιλίες και παρουσιάσεις: Η δουλειά σας φαίνεται να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ενέργειάς σας. Τι γνώμη έχει η οικογένειά σας γι’ αυτό; (σ.σ. η συγγραφέας είναι μητέρα τριών παιδιών)
«Κάθε φορά που λέω στα παιδιά μου πως δεν μπορώ να κάνω κάτι που θέλουν, επειδή δουλεύω εκείνα απαντούν πως το να φτιάχνω ιστορίες από το μυαλό μου δεν είναι κανονική δουλειά (γελάει). Και να σας πως κάτι; Δεν είναι. Είναι μια ευχαρίστηση. Το καλό με το γράψιμο είναι ότι μπορείς να το κάνεις όποτε θέλεις. Εγώ ξεκινάω το γράψιμο στις 5 το πρωί, όταν στο σπίτι επικρατεί απόλυτη ησυχία και νομίζω τότε ο εγκέφαλός μου λειτουργεί καλύτερα. Οπότε τα παιδιά μου δεν με βλέπουν συχνά να γράφω. Με βλέπουν μόνο να κάνω διορθώσεις. Δεν γράφω ποτέ απογεύματα και περνάω χρόνο μαζί τους».
Η ίδια σε video στο οποίο απευθύνεται αποκλειστικά στο ελληνικό κοινό λέει πως επισκέπτεται την Ελλάδα συχνά. Ποιο είναι το αγαπημένο της μέρος;
«Έχω περάσει μερικές από τις πιο όμορφες οικογενειακές διακοπές στην Ελλάδα. Το μέρος στο οποίο επιστρέφουμε πάντα είναι η Κέρκυρα. Εκεί έκανα τις πρώτες μου διακοπές ως έφηβη, αλλά και τις πρώτες διακοπές μετά το τέλος της καραντίνας. Έχω πολλές και όμορφες αναμνήσεις από το νησί. Στην Αθήνα έρχομαι πρώτη φορά και ήδη την αγαπώ. Η αύρα, η ιστορία, ο ήλιος. Σίγουρα θα ξαναέρθω για να την γνωρίσω καλύτερα».
Πείτε μας κάτι για εσάς που δεν γνωρίζει πολύς κόσμος.
«Θα σας πως κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν για εμένα. Όταν ήμουν 11 ετών έκανα φωνητικά στους ABBA. Στο τραγούδι “I have a dream” ακούγεται μία παιδική χορωδία, ανάμεσα στα παιδιά ήμουν και εγώ. Τραγούδησα μαζί τους σε συναυλία με κοινό 80,000 άτομων. Μου αρέσει η μουσική, αλλά δεν μπορώ να ακούσω τίποτα όταν γράφω. Αν και το δωμάτιο στο οποίο εμπνέομαι για να γράφω είναι η κουζίνα! Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκεί έχω συνηθίσει να γράφω – μόνο που θέλω απόλυτη ησυχία!».
Κάνετε σχέδια για το μέλλον και ποια είναι αυτά;
«Είμαι πολύ ευγνώμων σε όλους όσοι διάβασαν τα βιβλία μου, μοιράστηκαν τη γνώμη τους με άλλους, μου έστειλαν μηνύματα γι’ αυτά. Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις πως κάτι που έγραψες στη μέση της νύχτας το αγκάλιασε τόσος κόσμος. Ελπίζω και εύχομαι να μπορώ να γράφω για πολλά χρόνια ακόμα».
Λίγα λόγια το βιβλίο «Οι επιβάτες της αποβάθρας 5»
Ποτέ δεν μιλάμε σε αγνώστους στο τρένο. Αυτός είναι ο κανόνας. Τι θα γινόταν όμως αν τον παραβαίναμε; Κάθε πρωί στις 8:05, η Iona Iverson παίρνει το τρένο για να πάει στη δουλειά. Κάθε μέρα, βλέπει τους ίδιους ανθρώπους και κάνει εικασίες γι’ αυτούς – τους δίνει ακόμα και παρατσούκλια. Ποτέ όμως δεν μιλάνε. Προφανώς. Έπειτα, ένα πρωί, ο Έξυπνος-μα-σεξιστής Surbiton στραβοκαταπίνει μια ρώγα σταφυλιού μπροστά στα μάτια της Iona και πνίγεται. Όταν ένας άλλος επιβάτης επεμβαίνει και του σώζει τη ζωή, προκαλείται μια αλυσιδωτή αντίδραση. Μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων με μόνο κοινό το ότι παίρνουν το ίδιο τρένο μαθαίνουν ότι οι εικασίες που κάνουμε για τους άλλους δεν συνάδουν με την πραγματικότητα. Όταν όμως η ζωή της Iona αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα, θα τη συντρέξουν αυτοί οι καινούργιοι φίλοι;
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Βρείτε το εδώ.