Η Χίλντα Παπαδηµητρίου, που γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1957, μεγάλωσε στη Νέα Σµύρνη, ακούγοντας Neil Young και Bob Dylan και σπούδασε νοµικά, έχει γράψει δύο µονογραφίες για τους Beatles και τους Clash και τρία αστυνοµικά µυθιστορήµατα µε πρωταγωνιστή τον αστυνόµο Χάρη Νικολόπουλο: Για µια χούφτα βινύλια (2011), Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς (2013), Η συχνότητα του θανάτου (2016), τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχµιο. Επαγγελματίας μεταφράστρια εδώ και σχεδόν 30 χρόνια, έχει µεταφράσει, μεταξύ άλλων, John Barth, Percival Everett, Jonathan Coe, Bob Dylan, Leonard Cohen και Raymond Chandler. Ωστόσο, για μένα και για δύο τουλάχιστον γενιές μουσικόφιλων, η Χίλντα θα είναι πάντα μία από τις κορυφαίες rock μορφές της Αθήνας, ιδιοκτήτρια του δισκάδικου στην πλατεία της Νέας Σµύρνης. Όχι τυχαία, έχει συνεργαστεί µε µουσικά έντυπα (ZOO, Pop & Rock, Sonic) και το διαδικτυακό µουσικό περιοδικό MiC.
Πώς θα σύστηνες τον ήρωά σου σε κάποιον που δεν έχει ξαναδιαβάσει γι’ αυτόν;
Οι περιπέτειες του Χαρίδημου Νικολόπουλου [Χάρη για τους φίλους του], ξεκίνησαν το 2005, όταν ανέλαβε το Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Εκείνη την εποχή πλησίαζε τα 40, ήταν μοναχικός και εσωστρεφής, και ζούσε ακόμα με τη μαμά του. Ψηλός, γύρω στο 1.90, γεμάτος [ή χαμηλοστήθης, όπως θα έλεγε ο Οβελίξ], με ξανθά σγουρά μαλλιά και μεγάλα γαλάζια μάτια. Ήταν και παραμένει λάτρης της μουσικής [με εμμονή στους Beatles], των κλασικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, των ασπρόμαυρων film noir και του Χίτσκοκ. Σταδιακά, ανεξαρτοποιείται από την καταπιεστική μητέρα του, νοικιάζει διαμέρισμα στον λόφο του Στρέφη, αποκτάει φίλους εντός κι εκτός του Σώματος και εξελίσσεται σε έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό αστυνομικό. Αυτή την πορεία θα διακόψουν τα εμπόδια που του βάζει η συνείδησή του και η πίστη του στη σωστή εφαρμογή του νόμου και την απονομή δικαιοσύνης, το 2009. Τότε, θα αποφασίσει να παραιτηθεί από το Σώμα κι αφού ζήσει για δύο χρόνια στη Ναύπακτο, θα επανέρθει οριστικά στην Αθήνα το 2012.
Και στους φανατικούς του φίλους τι μπορείς να αποκαλύψεις για το μέλλον του;
Ο Χάρης θα συνεχίσει να παλεύει για την υπεράσπιση όσων δεν έχουν φωνή για να διεκδικήσουν το δίκιο τους, των άστεγων και παράνομων προσφύγων, των περιθωριοποιημένων και περιθωριακών ατόμων, των κακοποιημένων γυναικών και των βασανισμένων ζώων. Εκτός του Σώματος πια, αλλά με τη βοήθεια της πιο παράξενης αστυνομικού που πέρασε ποτέ απ’ αυτό• της Αΐντας Μητροπούλου, με την οποία τους συνδέει το πείσμα για την εφαρμογή των κανόνων δικαίου χωρίς παρεμβάσεις από ανώτερους, και η λατρεία για τον Bruce Springsteen.
Έβαλες τον Χάρη να ακούει εξαιρετική μουσική για να τον κάνεις πιο αληθινό, να τον κάνεις πιο δικό σου; (Και μοιραία να τον συνδέσεις με πιο δικούς σου ανθρώπους;)
Τα τρία πρώτα βιβλία μου αποτέλεσαν μια μουσική-αστυνομική τριλογία («Για μια χούφτα βινύλια», «Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς» και η «Συχνότητα του θανάτου»), οι ιστορίες διαδραματίζονταν σε δισκάδικα, συναυλιακούς χώρους και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ο δικός μου τρόπος να περιγράψω με ακρίβεια τους ήρωες ήταν να αναφερθώ στη μουσική που άκουγαν. Επειδή έχω περάσει απ’ όλους αυτούς τους χώρους, πιστεύω ότι η μουσική που επιλέγουμε μάς περιγράφει ως χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασία. Αλλά έχεις δίκιο, το σάουντρακ κάθε βιβλίου ήταν ένα κλείσιμο του ματιού στους μουσικόφιλους αναγνώστες. Με τις αλλαγές που έκανα στις μουσικές επιλογές του Χάρη, περιέγραψα κατά κάποιο τρόπο και την πορεία της προσωπικής αλλαγής του. Ή αλλιώς: πώς από τους Beatles φτάνεις στον Springsteen και στον Morrissey σε τέσσερα βήματα-βιβλία.
Σου αρέσουν οι χαρακτήρες που είναι ξεκάθαρα καλοί ή κακοί ή βρίσκεις πιο εύφορο έδαφος όταν οι ήρωές σου μπαινοβγαίνουν στο σκοτάδι;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ξεκάθαρα καλοί ή κακοί άνθρωποι, όλοι είμαστε ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Κι επειδή θέλω οι ήρωές μου να είναι χειροπιαστοί κι αληθοφανείς, τους βάζω να μπαινοβγαίνουν στο σκοτάδι, όπως σωστά έγραψες. Ακόμα και ο Χάρης θα αναγκαστεί στο τέταρτο βιβλίο, το «Ένοχος μέχρις αποδείξεως του εναντίου», να περάσει στον κόσμο της παρανομίας και θα βιώσει από κοντά τις αντιφάσεις των ανθρώπων.
Σε αυτό το τέταρτο βιβλίο βάζεις τον ήρωά σου σε δύο νέους γι’ αυτόν κόσμους, έναν οίκο ευγηρίας (με αφορμή τη μητέρα του), έναν ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες και θύματα σεξουαλικού τράφικινγκ (με αφορμή μία ψυχολόγο). Είναι κόσμοι που ήθελες να εξερευνήσεις;
Το βιβλίο διαδραματίζεται το 2012, τη χειρότερη στιγμή της κρίσης. Δεν θα μπορούσε ο ήρωας μου να μην εμπλακεί σε δύσκολες καταστάσεις και μην να υποστεί τις συνέπειες της κρίσης και ο ίδιος. Τον κόσμο των οίκων ευγηρίας τον γνώριζα από προσωπική εμπειρία (η μητέρα μου έπασχε από Αλτσχάιμερ και πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της σ’ ένα τέτοιο ίδρυμα), αλλά ήθελα να τον γνωρίσει και ο Χάρης, καθώς νομίζω ότι η βαριά ασθένεια και η απώλεια ενός γονιού μάς ενηλικιώνει οριστικά —αλλιώς δεν μεγαλώνουμε ποτέ και κουβαλάμε τη δυστυχία και τα παράπονά μας εφ’ όρου ζωής.
Οι ξενώνες των κακοποιημένων γυναικών μού είχαν κινήσει το ενδιαφέρον λόγω της αύξησης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Ή ίσως να μην είναι περισσότερα σήμερα, αλλά η κοινωνία να είναι πιο έτοιμη να ακούσει τις ιστορίες φρίκης που βγαίνουν στην επιφάνεια. Από εκεί ήταν ένα μικρό βήμα να περάσω στο σεξουαλικό τράφικινγκ, το οποίο άρχισε να με απασχολεί βλέποντας στα χρόνια της κρίσης να γεμίζει η λεωφόρος Συγγρού με πολυτελή στριπτιζάδικα, να ξεφυτρώνουν όλο περισσότερες κόκκινες επιγραφές STUDIO.
Τέλος είχα σιχαθεί τα σεξιστικά/ρατσιστικά ανέκδοτα για Βουλγάρες χορεύτριες και κολασμένες Ουκρανές που άκουγα γύρω μου. Μάζευα στοιχεία για ένα χρόνο ώστε να είμαι σίγουρη πως ξέρω για τι μιλάω, και αποδείχτηκε ότι τα πράγματα ήταν και είναι πολύ χειρότερα.
Ο Νικόπουλος μοιάζει απογοητευμένος, όχι μόνο από την ελληνική αστυνομία, αλλά και από την ελληνική κοινωνία. Εσύ;
Πράγματι, είμαι πολύ απογοητευμένη από την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Ίσως περισσότερο από τις ιδέες των 40+, γιατί οι νεότερες γενιές επιδεικνύουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση. Συνήθως οι διαφορετικοί άνθρωποι δεν έχουν δημόσιο λόγο κι έτσι η τηλεόραση μοιάζει να εκπροσωπεί τη μόνη αλήθεια —κάτι που δεν ισχύει, φυσικά. Οι μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων ετών, για τη δίκη της Χρυσής Αυγής και των δολοφόνων του Ζακ Κωστόπουλου, αλλά και για τις γυναικοκτονίες, αποτελούν μια αχτίδα αισιοδοξίας. Ειδικά στις πορείες κατά της έμφυλης βίας είναι πολύ αισιόδοξη η παρουσία πολλών νέων ή λιγότερο νέων αντρών.
Πώς σκέφτεσαι την ιδανική αστυνομικό; Τη φορτώνεις με παραπάνω ευθύνες;
Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ και πουθενά μια τέτοια αστυνομικός γι’ αυτό δημιούργησα την Αΐντα Μητροπούλου, η οποία βέβαια κάθε άλλο παρά ιδανική είναι. Η ιδανική αστυνόμος θα πρέπει να έχει ως πρώτο μέλημα τη δίκαιη αντιμετώπιση όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως χρώματος, φύλου, φυλής ή τάξης. Να απεκδύεται καθημερινά όλες τις προκαταλήψεις της και να μπορεί να βλέπει κάτω από την επιφάνεια, να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, να μη μασάει απέναντι στις εκάστοτε εξουσίες και τα συμφέροντά τους.
Η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να φωτογραφίσει μία κοινωνία, να την περιγράψει, να την αναλύσει. Μπορεί ένα αστυνομικό βιβλίο να είναι ταυτόχρονα ένα πολιτικό βιβλίο;
Τα καλά αστυνομικά βιβλία είναι πολιτικά. Νομίζω ότι έχουμε αφήσει πίσω μας το whodunnit της σχολής Άγκαθα Κρίστι και διαβάζουμε το whydunit, το οποίο αναζητά τις κοινωνικές αιτίες του εγκλήματος, αναλύοντας και περιγράφοντας όπως λες τις κοινωνίες όλων των χωρών. Γι’ αυτό οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι οι Γάλλοι του neopolar, οι Ισπανοί και Λατινοαμερικάνοι του latin noir, οι παλαιότεροι και οι σύγχρονοι εκπρόσωποι του hardboiled.
Το 2021 ήταν η πρώτη χρονιά που η κοινωνία μας μοιάζει να μη θέλει να αφήσει τη γυναικοκτονία να περάσει πλέον απαρατήρητη. Τι σκέφτεσαι για τη στάση της αστυνομίας και τον τρόπο που η Πολιτεία αντιμετωπίζει το θέμα;
Όπως έγραψα πιο πάνω, οι αστυνομικοί οφείλουν να αφήνουν στην άκρη τις προκαταλήψεις τους και να δρουν αποτελεσματικά για να προλάβουν το έγκλημα, άρα και μια γυναικοκτονία. Επίσης, η Πολιτεία πρέπει να αντιμετωπίσει πρακτικά και νομικά το ζήτημα των γυναικοκτονιών. Άμεσα. Τώρα. Να περιληφθεί στον ποινικό κώδικα η γυναικοκτονία ως ιδιαίτερο έγκλημα, να προστατεύονται οι γυναίκες πριν φτάσουν να γίνουν θύματα κακοποιητικής συμπεριφοράς.
Σε ένα φανταστικό δείπνο με συγγραφείς ή ήρωες αστυνομικής λογοτεχνίας, ποιους θα διάλεγες για συνδαιτυμόνες σου και γιατί;
Θα διάλεγα τον Φίλιπ Μάρλοου (του Ρέιμοντ Τσάντλερ), για το καυστικό χιούμορ και τις γνώσεις του στα ουίσκι. Τη Σιβόν Κλαρκ (του Ίαν Ράνκιν), για τις μουσικές προτιμήσεις της. Τον Ντέιβ Ρομπισό (του Τζέιμς Λη Μπερκ), για να μου διηγηθεί τις περιπέτειές του στους βάλτους της Νέας Ορλεάνης. Τη συγγραφέα Μινέτ Γουόλτερ, επειδή θαυμάζω απεριόριστα την επινοητικότητά της. Τον Λούις Σεπούλβεδα… για όλα: τη γραφή του, την προσωπικότητά του, την ακεραιότητά του. Τη Σούζι Στάινερ, τη δημιουργό της πιο πειστικής αστυνομικίνας που έχω διαβάσει [της Μανόν Μπράντσο]. Τη Βέρα Κάσπαρι, την Αμερικανίδα συγγραφέα που ήταν ισάξια των Τσάντλερ, Χάμετ και σία, αλλά την ξέχασε ο χρόνος. Την Τζίλιαν Φλιν, για να μάθω πώς έγραψε τον Σκοτεινό Τόπο. Και τον Ντάσιελ Χάμετ [αντί του Σαμ Σπέιντ, εκτός ο Σπέιντ εμφανιζόταν με τη μορφή του Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ], γιατί απ’ αυτόν ξεκίνησαν όλα.
[Κι αν βαριόμουν και ήθελα να τους διώξω, θα καλούσα την Πατρίσια Χάισμιθ!]