Aπό την Άννα Δαμιανίδη

Πάνε χρόνια που με πρωτοείπαν μπούμερ, τα παιδιά μου φυσικά, ποιος άλλος; Είναι ένας ευγενικός τρόπος να πεις σε κάποιον ότι οι απόψεις του είναι ξεπερασμένες, ότι ο κόσμος έχει αλλάξει, ότι έχει μείνει πίσω, ότι είναι ντεμοντέ, ότι έχει γεράσει. Οταν οι νέοι δεν νοιάζονται να είναι ευγενικοί, ειδικά αν οδηγούν αυτοκίνητο ή σπρώχνουν στο λεωφορείο κ.λπ., δεν σε λένε μπούμερ, σε λένε πολύ χειρότερα πράγματα, λέξεις και εκφράσεις που περιέχουν το συνθετικό γερ- για τα γηρατειά. Το «μπούμερ», ως ξένη λέξη που είναι, πληγώνει λιγότερο, οπότε τη χρησιμοποιούν οι πιο ευγενικοί άνθρωποι. Μάλιστα, πληγώνει τόσο λίγο που μόλις την άκουσα είχα την ψυχραιμία να ερευνήσω τη σημασία της.

Αχ αυτά τα αγγλικά με τις μονοσύλλαβες λεξούλες τους που μπορούν να δημιουργήσουν τα πάντα! Πώς να αντισταθεί κανείς στη γοητεία και την κυριαρχία τους; Δεν αντιστεκόμαστε. Τα αρπάζουμε και τα καταναλώνουμε ωμά, δεν προλαβαίνουμε να τα μαγειρέψουμε λιγάκι. Θα άξιζε η προσπάθεια. Τι θα πει μπούμερ, ρώτησα λοιπόν ανύποπτη τους νεαρούς βλαστούς μου.

Μπούμερ είναι οι άνθρωποι της ηλικίας σου, μου εξήγησαν βιαστικά, και έπρεπε μόνη μου να ψάξω τα υπόλοιπα. Μπούμερ είναι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’50 και του ’60 στις ΗΠΑ και η λέξη βγαίνει από το baby boom διότι την εποχή εκείνη κάτι συνέβη που ενέπνευσε τους Αμερικανούς να κάνουν πολλά παιδιά. Η αισιοδοξία της εποχής, λένε μερικοί, όχι, κόπηκε το ρεύμα στις μεγάλες πόλεις, λένε άλλοι, και μέσα στο σκοτάδι τι να κάνουν οι άνθρωποι; Εκαναν έρωτα. Πάντως το αποτέλεσμα ήταν εκείνο το μπουμ. Πολλά μωρά εκεί πέρα μακριά, στο δυτικό ημισφαίριο, στα χρόνια εκείνα.

Ομως αυτά συνέβησαν εκεί. Εδώ δεν είχαμε baby boom την εποχή εκείνη. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, απ’ όσο ξέρω, οι γυναίκες στην Ελλάδα άρχισαν να κάνουν λιγότερα παιδιά, όχι περισσότερα, κι ας μην υπήρχε καθόλου ρεύμα σε πολλά μέρη. Στην τάξη μου οι συμμαθητές μου είχαν από ένα αδέρφι, μόνο δύο θυμάμαι από τους τριάντα που είχαν δύο αδέρφια. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν δύο παιδιά, τα τρία ήταν εξαίρεση. Δεν μπορείς να μας πεις μπούμερ εμάς. Δεν είμαστε παιδιά του baby boom. Είμαστε ακριβώς το αντίθετο. Θα μπορούσες να μας πεις ξεμπούμερ.

 

Το «μπούμερ», ως ξένη λέξη που είναι, πληγώνει λιγότερο, οπότε τη χρησιμοποιούν οι πιο ευγενικοί άνθρωποι. Μάλιστα, πληγώνει τόσο λίγο που μόλις την άκουσα είχα την ψυχραιμία να ερευνήσω τη σημασία της.

Το ξέρω ότι δεν θα περάσει η ιδέα μου, είπαμε, το αγγλικό είναι ακαταμάχητο, αλλά θα ήθελα πραγματικά να καταλάβω κάποτε αυτή την τάση που μας γέννησε και μας καθόρισε, αυτή την απόφαση που πήραν οι γονείς μας και την εφάρμοσαν χωρίς να την ονομάσουν, χωρίς να τη δηλώσουν, χωρίς να τους το ζητήσει κανείς. Οι γονείς τους έκαναν πολλά παιδιά. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν έξι παιδιά, της μαμάς μου επίσης. Ηταν ένας μέτριος αριθμός παιδιών. Υπήρχαν και οικογένειες με εφτά, οκτώ ή δέκα. Από τα έξι παιδιά της οικογένειας του πατέρα μου έκαναν δικά τους παιδιά ι τρεις, τρία η μεγαλύτερη αδερφή που παντρεύτηκε πρώτη, και από δύο οι άλλοι δύο. Από την άλλη πλευρά, της μητέρας, έκαναν παιδιά οι τέσσερις από τους έξι, τρία η μία αδερφή, δύο η δεύτερη, και οι άλλοι δύο από ένα.

Σε όλες τις οικογένειες που ξέρω συνέβη το ίδιο, παιδιά μεγάλων οικογενειών περιορίστηκαν να αποκτήσουν από ένα ή δύο, κατ’ εξαίρεση τρία, στη φάση εκείνη. Δεν υπήρξε πολιτική απόφαση, κάθε άλλο, το ελληνικό κράτος πάντα ήθελε περισσότερα παιδιά, δεν υπήρξε όμως ντιρεκτίβα ούτε νόμος όπως στην Κίνα με την πολιτική του ενός παιδιού. Κι όμως, οι γονείς μας έκαναν αυτό ακριβώς που επέβαλαν οι Κινέζοι ηγέτες στο λαό τους, λίγα παιδιά για να ανέβει το επίπεδο ζωής. Το έκαναν σιωπηλά, αλλά μαζικά. Και το αποτέλεσμα ήταν αυτό ακριβώς που ήταν και στην Κίνα. Το επίπεδο ζωής ανέβηκε. Και όπως στην Κίνα, θα μπορούσαμε κι εμείς να αναρωτηθούμε, τι έγινε πρώτο, λιγότερα παιδιά ή άνοδος του επιπέδου; Γιατί βλέπουμε παντού όπου το επίπεδο ζωής ανεβαίνει να γεννιούνται λιγότερα παιδιά, αλλά το αντίστροφο πώς γίνεται; Ανέβηκε τόσο πολύ το επίπεδο σε μας στη δεκαετία του ’50 ή συνειδητά οι οικογένειες αποφάσισαν να το ανεβάσουν, η καθεμία για λογαριασμό της -κατά κάποιον τρόπο- κάνοντας λίγα παιδιά; Θα ήθελα να το καταλάβω αυτό, δεν ξέρω αν έχουν γίνει έρευνες, αλλά θα άξιζε τον κόπο.

Σκέφτομαι τους γονείς μας, ιδίως τις μητέρες μας. Πολλές εργάζονταν, δεν ήταν όμως οι περισσότερες. Υπήρχαν τότε πολλές γυναίκες που δεν εργάζονταν, και αναρωτιέμαι πώς να ήταν γι’
αυτές η απόφαση να μην αποκτήσουν πολλά παιδιά. Δεν ένιωθαν ότι θυσιάζουν ένα είδος αίγλης, ακόμα και εξουσίας που σου δίνουν τα πολλά παιδιά, όταν αποφάσισαν να σταματήσουν στα δύο; Ηταν τα χρόνια της μεγάλης αστυφιλίας, αλλά ακόμα ο περισσότερος κόσμος ζούσε στην επαρχία. Ηταν τόσο ισχυρό το κίνητρο της αστικής ζωής, της καλύτερης ζωής, της καθαρής, άνετης και
κάπως απρόσωπης αστικής ζωής (ανακουφιστικά απρόσωπης) που ενέπνευσε τις γυναίκες να κάνουν λίγα παιδιά έστω κι αν δεν ζούσαν καθόλου αστικά; Το έζησαν ως χειραφέτηση αυτό οι γυναίκες άραγε, σαν κάτι που τους χάριζε περισσότερη ελευθερία, ή ήταν καθαρά απόφαση σχετική με τις οικονομικές προσδοκίες;

Γιατί βλέπουμε παντού όπου το επίπεδο ζωής ανεβαίνει να γεννιούνται λιγότερα παιδιά, αλλά το αντίστροφο πώς γίνεται;

Αλλά μήπως και μόνο η δυνατότητα να επεμβαίνεις στον οικογενειακό προγραμματισμό, ή μάλλον να τον δημιουργείς πριν ακόμα ακούσεις τη λέξη, δεν είναι χειραφέτηση; Και πώς το πέτυχαν αυτό οι μητέρες μας; Πρακτικά τι έκαναν; Τι είδους αντισύλληψη; Δεν μας έλεγαν ποτέ, δεν συζητούσαν τέτοια μαζί μας. Αυτή η ακρίβεια στον αριθμό των δύο παιδιών επαναλαμβανόμενη σε δεκάδες χιλιάδες οικογένειες ανά την επικράτεια τι προϋπέθετε, τι προγραμματισμό είχε;

Δεν ξέρουμε καλά τους γονείς μας, δεν γνωρίσαμε καλά τη γενιά που μας έκανε αυτό που είμαστε. Συχνά νοσταλγούμε ρομαντικές εικόνες που δεν υπήρξαν ποτέ, χωριά και μεγάλες οικογένειες. Οι άνθρωποι πάντα αγωνίζονταν να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Οταν ήμασταν παιδιά ζηλεύαμε τις διηγήσεις από τα παιδικά χρόνια της μαμάς και του μπαμπά μας, τα παιχνίδια με τ’ αδέρφια τους, τις πλούσιες και περίπλοκες σχέσεις. Είχαμε ένα σωρό θείους και θείες, πολυτέλεια που δεν θα μπορούσαμε να χαρίσουμε στα δικά μας παιδιά. Ενας – δυο θείοι συνολικά, το πολύ, για την επόμενη γενιά. Καμία σχέση με την προηγούμενη. Τα πάντα άλλαξαν στην Ελλάδα με αυτό το δεδομένο.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απόφαση να βελτιώσουν τη ζωή τους με κάθε τρόπο, που πήραν οι Ελληνες στη δεκαετία του ’50 και του ’60, είχε μοιραίες συνέπειες για πολλά πράγματα. Οι ωραίες και γραφικές μικρές πόλεις ασχήμυναν επειδή παντού έπρεπε να χτιστούν πολυκατοικίες, χωρίς καν τόσο μεγάλη ανάγκη στέγασης όπως υπήρχε στην Αθήνα, η οποία έχει να δικαιολογείται για την ασχήμια της. Οι συνήθειες άλλαξαν, οι παραδόσεις ξεχάστηκαν, συνταγές, γιορτές, φορεσιές, επίπονοι τρόποι καλλιέργειας, τέχνες και δεξιότητες, αρετές και ταλέντα. Με μεγάλη βιασύνη πετάχτηκαν πλούτη μαζί με τις δυσκολίες που είχε η ζωή στο παρελθόν, σαν να μην υπήρχε χρόνος για ξεκαθάρισμα, να κρατηθούν κάποια πράγματα, να συντηρηθούν έστω κι αν χρειαζόταν λίγη παραπάνω προσπάθεια. Οχι, οι γονείς μας ήθελαν να αφήσουν πίσω το παρελθόν που είχε φτώχεια, που είχε εμφύλιο, που είχε τραύματα πολύ μεγάλα για να τα αντικρίσουν.

Κι αν η Ελλάδα έχει αλλάξει τόσο πολύ οφείλεται σε αυτούς, στην απόφασή τους να μην αφήσουν καμία ευκαιρία να πάει χαμένη, έστω κι αν θα έχαναν κάποια στοιχεία πολιτισμού που τώρα πια τα εγγόνια τους τα αναζητούν και οργανώνουν πανηγύρια, μαθαίνουν υφαντική, αναζητούν τραγούδια και αφηγήσεις, συνταγές και συνήθειες, αναβιώνουν έθιμα, φωτογραφίζουν όσα όμορφα σπίτια δεν γκρεμίστηκαν. Είναι μερικοί μάλιστα που πιστεύουν ότι πια μπορούν να αφεθούν και στο θέμα του αριθμού των παιδιών πιο ελεύθεροι, να κάνουν παραπάνω από δύο, αν και αυτό είναι πιο δύσκολο από κάθε αναβίωση, αναπαλαίωση και ανακάλυψη. Ομως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, αφού πια το επίπεδο ζωής έχει ανέβει και τα δύο παιδιά ανά οικογένεια είναι ιδανικός πλέον στόχος. Το να κάνεις παιδιά γενικά είναι πια απόφαση ζωής που κάποτε δεν χρειαζόταν να πάρεις, τώρα όμως για τις νέες γυναίκες κυρίως, αλλά και τους νέους άντρες βέβαια, είναι επιλογή, με όλες τις δυσκολίες που έχει κάθε επιλογή. Με τις δυσκολίες που έχει η ελευθερία.

Ομως το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, αφού πια το επίπεδο ζωής έχει ανέβει και τα δύο παιδιά ανά οικογένεια είναι ιδανικός πλέον στόχος

Η οποία ελευθερία, για να ξαναγυρίσουμε στην ετικέτα του μπούμερ, έχει να κάνει με την επιλογή των γονιών και των παππούδων μας. Την αντίθετη από το μπουμ. Λιγότερα παιδιά αντί για περισσότερα. Οχι έκρηξη δηλαδή, αλλά το αντίθετο. Αν στις ΗΠΑ το έφερε η τύχη να γεννηθούν πολλά παιδιά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, στην Ελλάδα υπήρξε στις οικογένειες συνειδητή απόφαση να γεννηθούν λιγότερα.

Κανονικά θα έπρεπε να βρούμε άλλη λέξη, αλλά είπαμε, το μπούμερ είναι μάλλον ευγενικός τρόπος για να υποβαθμίσεις την άποψη του ηλικιωμένου, και ίσως η ανακρίβεια της λέξης να την ακυρώνει, αν τελικά το σκεφτεί κανείς.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below