Για λίγα πράγματα ντρέπομαι αναδρομικά τόσο πολύ, όσο για το πώς σκεφτόμουν στα 20 μου για τις γυναίκες άνω των 35 που σύχναζαν στα club. Με αγνό, παρθένο εσωτερικευμένο μισογυνισμό και όλη την υπεροψία της νιότης, θυμάμαι να τις κοιτάζω με απαξίωση και να τις χαρακτηρίζω «κακομοίρες», «αποτυχημένες» που «σπίτια δεν έχουν» και «τι νομίζουν πως παριστάνουν». Τόσο αμείλικτα, τόσο σκληρά. Τόσο που πονάω να τα πληκτρολογώ τώρα, γυρεύοντας για τον εικοσάχρονο εαυτό μου μια κάθαρση που δεν έρχεται ποτέ.
Σαφώς δεν υπάρχει δικαιολογία, αλλά ίσως αξίζει να αναφερθεί πως τότε, στα μακρινά τέλη των 90s – αρχές των 00s, ο «ηλικιακός ρατσισμός» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο κανενός, οι αντιγηραντικές κρέμες διαφημίζονταν κι αυτές από 23χρονες και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα τα περιοδικά να καλύπτουν το tour της Madonna με το album Erotica με κεντρικό τίτλο του ρεπορτάζ «ηρέμησε, γιαγιάκα». Η Madonna ήταν τότε 35.
Καθώς δεν υπάρχει κάτι νομοτελειακά βεβαιότερο από τη λαϊκή ρήση με την κοροϊδία και το λούσιμο, fast forward στο 2025, όπου σε μια διεστραμμένη τροπή της μοίρας, σβήνω τα 42α κεράκια μου χορεύοντας πάνω σε έναν καναπέ, μέσα στο ίδιο ακριβώς club που κάποτε χλεύαζα τις μεγαλοκοπέλες. Η μεγαλοκοπέλα τώρα είμαι εγώ.
Η ζωή έχει έναν μοναδικό τρόπο να διαγράφει κύκλους χωρίς ακριβώς να σε ρωτάει. Στον δικό μου κύκλο, μεσολάβησαν χρόνια που τα μοναδικά μεταμεσονύκτια club στα οποία εμφανιζόμουν ήταν τα διαδικτυακά γκρουπ θηλασμού, οι Daft Punk αντικαταστάθηκαν στις playlists από το «Έχω Ένα Μικράκι, Ελεφαντάκι» και παρότι αυτά τα χρόνια έκανα τα πιο βαριά ξενύχτια της ζωής μου, η μοναδική ρυθμική μου κίνηση ήταν βηματισμός μπρος – πίσω αγκαλιά με βρέφη μέσα σε δωμάτια που μύριζαν πούδρα. Ο καιρός όμως πέρασε, τα βρέφη κοιμήθηκαν και εγώ βρέθηκα ξανά με πολύτιμο ελεύθερο χρόνο στα χέρια μου για να τον ξοδέψω κατά το δοκούν.
Οι περισσότεροι συμφωνούν πως για τις ηλικίες 35+ «το δοκούν» δεν βρίσκεται εκεί έξω. Για την ακρίβεια, σε έρευνα που δημοσίευσε ο Guardian, οι συμμετέχοντες ορίζουν τα 31 ως τον ιδανικό μέσο όρο ηλικίας για να εγκαταλείψει κανείς τη νυχτερινή ζωή, ενώ 8 στους 10 δηλώνουν «ανακουφισμένοι» όταν αράζουν στον καναπέ τους και χαζεύουν stories στο Instagram από ξέφρενα πάρτι.
Η τεχνολογία, άλλωστε, έχει φροντίσει ώστε «το έξω» να μην αποτελεί και κανένα σπουδαίο δέλεαρ. Από αμέτρητες ταινίες και σειρές να δει κανείς, μέχρι online shopping, doom scrolling μέχρι να τσούξουν τα μάτια σου αλλά και φλερτ στα dating apps ενώ φοράς μάσκα αργίλου και ξεχειλωμένη πιτζάμα, υπάρχουν πολλές άκοπες και ανέξοδες επιλογές για τα Σαββατόβραδά σου. Σε αρκετούς που συμμετείχαν στην έρευνα (και σε μένα, συχνά), ακούγεται αληθινό μαρτύριο το να πρέπει να σηκωθούν, να ντυθούν, να κάνουν μακιγιάζ, να βάλουν τακούνια και να μπουν σε ένα ασφυκτικά γεμάτο μαγαζί με εκκωφαντική μουσική. «I’m too old for this», λέμε σήμερα με μια νέου τύπου απαξίωση – σαν το «this» να είναι κάτι ξεπερασμένο, ανούσιο, που απευθύνεται μόνο σε «παιδάκια».
Επιστημονικά αποδεδειγμένα, όμως, ο χορός είναι ένα φάρμακο που όμοιό του δεν υπάρχει: είναι ευεργετικός για το καρδιοαναπνευστικό και ανοσοποιητικό σύστημα, επιβραδύνει την επιδείνωση των γνωστικών λειτουργιών και δρα ως άριστο φυσικό αγχολυτικό και αντικαταθλιπτικό. Κι αν έχεις μέσα σου κρυμμένη μια ψυχή clubber, όπως εγώ, η στιγμή που κλείνεις τα μάτια σου και νιώθεις τη δόνηση της μουσικής στα εσωτερικά σου όργανα, είναι μια εμπειρία εκστατική, σε οποία ηλικία και αν βρίσκεσαι.
Επιστημονικά αποδεδειγμένα ο χορός είναι ένα φάρμακο που όμοιο του δεν υπάρχει.
Φυσικά, στα 40 υπάρχουν πλέον logistics. Παιδιά που πρέπει να τακτοποιηθούν, babysitters που πρέπει να κανονιστούν, ταξί που θα σε πάνε και θα σε φέρουν με ασφάλεια σε περίπτωση κατανάλωσης αλκοόλ και βέβαια hangover το πρωί, το οποίο δεν είναι απλή υπόθεση αν δεν έχεις την πολυτέλεια να περάσεις όλη την επόμενη μέρα κάτω από τα παπλώματα.
Όλοι εμείς που επιστρέφουμε κατά καιρούς στο dancefloor για λίγη ακόμα σεροτονίνη, εκτιμάμε, βασικά, αυτό το αίσθημα ελευθερίας που οι εικοσάχρονοι ίσως δεν αναγνωρίζουν.
Ίσως γι’ αυτό κερδίζουν τόσο έδαφος τα τελευταία χρόνια τα απογευματινά parties που διοργανώνονται σε όλη την Αθήνα, που ξεκινούν γύρω στις 17:00 και στις 22:00 ανοίγουν τα φώτα και σε διώχνουν. Υπήρχαν και στην εποχή μου αυτά τα ωράρια, αλλά απευθύνονταν σε ακόμα νεαρότερες από την δική μου ηλικίες, δηλαδή σε εφήβους που οι γονείς τους απαιτούσαν να είναι σπίτι το αργότερο στις 23:00.
Τώρα αυτά τα πάρτι είναι γεμάτα γονείς (ή μη) που απαιτούν από τους εαυτούς τους να είναι σπίτι το αργότερο στις 23:00. Σε ένα τέτοιο πάρτι μου τραγούδησαν φέτος οι μεσήλικες φίλοι μου το «Happy Birthday» – και την άλλη μέρα με ευγνωμονούσα που τα μεσάνυχτα είχαν ήδη γίνει ωραίες κοιμωμένες. Στην Αμερική, στο Βανκούβερ και στο Ντουμπάϊ κάνουν θραύση τα Earlybirds Clubs, που απευθύνονται κυρίως σε γυναίκες 40-50 χρόνων που θέλουν απλά να χορέψουν με nostalgic επιτυχίες των 80s, 90s και 00s και η σκέψη μου αμέσως πάει στο περσινό dance challenge του TikTok, όπου μαμάδες και μπαμπάδες έκαναν viral τα κανάλια των παιδιών τους χορεύοντας συγκλονιστικά καλά το Smalltown Boy των Bronski Beat.
@mmolllyy #80s #80smusic #80sdance ♬ Smalltown Boy – Bronski Beat
Όλοι εμείς που επιστρέφουμε κατά καιρούς στο dancefloor για λίγη ακόμα σεροτονίνη, εκτιμάμε, βασικά, αυτό το αίσθημα ελευθερίας που οι εικοσάχρονοι ίσως δεν αναγνωρίζουν, αφού η ελευθερία τους είναι πάνω – κάτω δεδομένη. Όταν, όμως, έχεις εργασιακά deadlines, οικονομικές υποχρεώσεις και back-to-back ραντεβού από λογιστή σε παιδοδοντίατρο, αγαπάς κάθε δευτερόλεπτο που σου χαρίζει μια γλυκιά ψευδαίσθηση ανεμελιάς. Και όχι τίποτα άλλο, αλλά τον πολύτιμο αυτόν χρόνο, ξέρεις πώς να τον διαχειρίζεσαι καλύτερα.
Στα 40 ξέρεις ακριβώς ποιο μαγαζί είναι για σένα, πώς να ντυθείς για να κινείσαι άνετα, πότε να παραγγείλεις επόμενο ποτό και πότε να σταματήσεις γιατί θα σε χαλάσει, με ποιους αξίζει να μιλήσεις και ποιους να αποφύγεις διακριτικά και κυρίως, πότε έχει έρθει η ώρα να φύγεις. Ανταλλάσσουμε νιότη για εμπειρία και συνειδητοποιώ, γράφοντας, πως ίσως ο λόγος που ενοχλούμουν τόσο τότε από την παρουσία μιας σαραντάρας στο club, να ενείχε και μια μικρή δόση ζήλιας. Έβλεπα κάτι σε εκείνη και, από αδυναμία να το αποκωδικοποιήσω, το χλεύαζα. Έβλεπα θηλυκότητα, έβλεπα εξωστρέφεια, έβλεπα αυτοπεποίθηση. Ακριβώς τα χαρακτηριστικά που έλειπαν τότε από μένα.
Άραγε οι σημερινές εικοσάρες γελούν εις βάρος μου; Ή μήπως στο σήμερα, που μια πενηντάχρονη Jennifer Lopez αποθεώνεται επί σκηνής, έχουμε κάνει τόσα βήματα κοινωνικά που περνάω – αν μη τι άλλο – απαρατήρητη;

Όλοι εμείς που επιθυμούμε, που και που, να παρατάμε το Netflix, να φοράμε άνετα τζιν και να χορεύουμε διονυσιακά, είμαστε γραφικές στα μάτια των νεότερων ή τα δικά τους μάτια έχουν περισσότερη καλοσύνη και αποδοχή απ’ όση είχαν τα δικά μου; Αυτό που δυσκολεύομαι περισσότερο να συγχωρήσω στον τότε εαυτό μου, δεν είναι τόσο η νεανική αλαζονεία, όσο η μεγαλειώδης βλακεία. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο αυτογκόλ από το να ισχυρίζεσαι πως ξέρεις πού και πώς θα σε βρει ένα επόμενο στάδιο της ζωής, στο οποίο, με μαθηματική ακρίβεια, θα φτάσεις.