Ξεκίνησε ως μια αθώα «σκανδαλιά» στον εργασιακό χώρο – ή μάλλον μακριά από αυτόν – και πλέον αποδεικνύεται ότι επιβαρύνει ψυχολογικά τους εργαζομένους, γεμίζοντάς τους με τύψεις και αποστερώντας τους την ικανότητα να διεκδικήσουν τις διακοπές τους.
«Quiet vacationing» σημαίνει επιλέγω να εργαστώ μακριά από το γραφείο ή το σπίτι, σε κάποιον προορισμό διακοπών, παριστάνοντας ότι κάνω δουλειά, ενώ στην πραγματικότητα απλά φαίνομαι online η διαθέσιμος με κάποιο τρόπο, καταβάλλοντας τον ελάχιστο δυνατό κόπο.
Υπάρχουν εργαζόμενοι που επιλέγουν αυτό τον τρόπο ξεκούρασης με συχνότητα περίπου μια φορά το μήνα, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την οικονομική τους δυνατότητα. Η τάση φαίνεται πως υπήρχε πάντα, ωστόσο έγινε δημοφιλής μετά την πανδημία, όταν υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό το μέτρο της εργασίας από το σπίτι.
Φαινομενικά είναι ένας τρόπος με τον οποίο ο εργαζόμενος ξεγελάει τον εργοδότη, ο οποίος φαίνεται πως τον πληρώνει για να κάθεται. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι απότοκο των δεινών που έχει προκαλέσει η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας χωρίς κανένα μέτρο και μακροπρόθεσμα βλάπτει τη θέση του εργαζόμενου.
Αν η εργασία από το σπίτι δεν σήμαινε σχεδόν αυτόματα περισσότερες ώρες απασχόλησης (που δεν πληρώνονται, φυσικά), τότε λογικά δεν θα προέκυπτε η ανάγκη των εργαζομένων να παριστάνουν ότι εργάζονται. Σύμφωνα με την σύμβουλο HR Lauren Winans, που μίλησε στο Popsugar, η τάση αυτή προέκυψε εξαιτίας της κυρίαρχης τοξικότητας στα διάφορα εργασιακά περιβάλλοντα:
«Είναι η συνέχιση του φόβου ότι δεν θα είμαστε σε άμεση σύνδεση με τους άλλους και θα χάσουμε αυτά που συμβαίνουν στο γραφείο», λέει χαρακτηριστικά. Η ίδια τόνισε επίσης ότι οι διακοπές πλέον, ειδικά αν διαρκούν για αρκετό χρονικό διάστημα, συνεπάγονται κάποιου είδους στίγμα για τον εργαζόμενο που τις ζήτησε και τις πήρε.
Με αυτό τον τρόπο, αντί κάποιος να ζητήσει κανονική άδεια και να καταφέρει στη διάρκειά της να αποσυνδεθεί εντελώς από τη δουλειά, προτιμάει τα ημίμετρα όπως το quiet vacationing, νομίζοντας ότι αυτό θα φέρει την πολυπόθητη ισορροπία δουλειάς και προσωπικής ζωής.
Ωστόσο, η απαίτηση να είναι ένας εργαζόμενος διαρκώς διαθέσιμος, αλλιώς μπορεί να κινδυνεύσει ακόμα και η θέση του, παρότι παράλογη, φαίνεται να επικρατεί σε πολλούς εργασιακούς χώρους. Αυτή η απαίτηση καλλιεργεί στους εργαζόμενους συμπεριφορές όπως το quiet vacationing, καθώς οι ίδιοι δεν βρίσκουν εύκολα χώρο και χρόνο για να ξεφύγουν όπως θα έπρεπε από τις υποχρεώσεις τους.
Στις ΗΠΑ αυτό το φαινόμενο συνδέεται και με το γεγονός ότι δεν δικαιούνται όλοι οι εργαζόμενοι πληρωμένες διακοπές και όσοι υπάγονται σε αυτή την κατηγορία μπορούν να λείψουν, συγκριτικά με τους Ευρωπαίους, για πολύ λιγότερο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου πολύ συχνά αναγκάζονται και πάλι να δουλεύουν.
Τα τμήματα Ανθρώπινου Δυναμικού των αμερικανικών εταιρειών ανησυχούν για αυτό το φαινόμενο, ωστόσο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια άμεση λύση, τουλάχιστον που να έχει στο επίκεντρό της την εξασφάλιση της ψυχικής και σωματικής υγείας του εργαζόμενου.
Τι μπορεί να κάνει, όμως, κάποιος που ακολουθεί το trend και βλέπει ότι στην πραγματικότητα τον βλάπτει; Κανονικά πρέπει να μιλήσει με τον εργοδότη του και να διαπραγματευτεί τις διακοπές του. Ο αντίλογος, βέβαια, λέει πως αυτό θα γίνει δεκτό σε ένα πρώτο επίπεδο, χωρίς όμως ο εργαζόμενος να μπορεί να θέσει αποτελεσματικά τα όρια που θέλει.
Είναι, άραγε, λύση το να ψάξει για μια καινούργια δουλειά; Όχι πάντα, μιας και κανείς δεν του εξασφαλίζει ότι δεν θα αντιμετωπίσει κι εκεί ένα παραπλήσιο πρόβλημα.
Μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αδιέξοδο, κάτι που σημαίνει πως αν η πολιτεία δεν επιληφθεί του θέματος και δεν ανακινήσει το ζήτημα της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του εργαζομένου, τότε το quiet vacationing και οτιδήποτε άλλο μπορεί να δώσει την ψευδαίσθηση των διακοπών θα επικρατήσει ως τάση, με πολύ άσχημα αποτελέσματα για το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού.