Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία δεν είναι κάτι καινούργιο – το αντίθετο μάλιστα. Βρίσκεται στη φαρέτρα των ψυχολόγων και ψυχιάτρων εδώ και πάνω από μισό αιώνα και βασίζεται στην αρχή ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές μας συνδέονται μεταξύ τους, καθώς ο τρόπος με τον οποίο σκεπτόμαστε επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αισθανόμαστε το οτιδήποτε. Σε όλο τον πλανήτη υπάρχουν εκατομμύρια ψυχοθεραπευτές που ακολουθούν αυτή τη μέθοδο μαζί με τους θεραπευόμενούς τους και η έρευνα πολλών δεκαετιών έχει δείξει πως πράγματι είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα για την επίλυση δυσλειτουργικών συμπεριφορών. Υπάρχει, ωστόσο, ένα δομικό στοιχείο της δημοφιλούς μεθόδου ψυχοθεραπείας, το οποίο μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και, μαζί του, η αποτελεσματικότητά της για κάθε περίπτωση ασθενούς.

Ο συντάκτης του New Yorker Joshua Rothman, σε πρόσφατο άρθρο του στο περιοδικό, ανέλυσε τη μέθοδο που έχει τις ρίζες της στο έργο του Αμερικανού ψυχολόγου B.F. Skinner, και έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (Γ.Σ.Θ.) μπορεί πράγματι να αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, μιας και προϋποθέτει τη λογική σε κάθε περίπτωση ανθρώπου που την εφαρμόζει. Η Γ.Σ.Θ., επειδή στηρίζεται σε συγκεκριμένες επιστημονικές αρχές, σε αντίθεση με την ψυχαναλυτική θεωρία του Sigmund Freud, η οποία κυριάρχησε στα σαλόνια ψυχιάτρων και ψυχολόγων μέχρι και τα 60s, άλλαξε ολόκληρη τη φιλοσοφία της ψυχοθεραπείας, φέρνοντάς την πιο κοντά στον άνθρωπο και τις συγκεκριμένες ανάγκες του. Τον κλάδο ανέπτυξαν κατόπιν και οι θεραπευτές Albert Ellis και Aaron Beck, οι οποίοι έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο σκέψης του ατόμου. Οι τεχνικές της Γ.Σ.Θ. που δημιούργησαν οι θεμελιωτές της χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα, ενώ ο κλάδος έχει εμπλουτιστεί και με νέες κατευθύνσεις/ μεθόδους θεραπείας. Ο σκοπός, βέβαια, παραμένει ο ίδιος, δηλαδή η παροχή υποστήριξης στο άτομο που αισθάνεται αρνητικά συναισθήματα, ταλαιπωρείται από σκέψεις, αναμνήσεις, ακόμα και σωματικά συμπτώματα, και θέλει να διορθώσει αυτή την κατάσταση. Το κλειδί της θεραπείας είναι είναι η συνεργασία με τον θεραπευτή, ο οποίος προσπαθεί, μέσω διαφόρων τεχνικών, να ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο να αποδεχτεί τα συναισθήματά του, να σκεφτεί ποια είναι η λογική πίσω από αυτά και να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του, με συνακόλουθο αποτέλεσμα τη βελτίωση της συνολικής του εικόνας. 

UNSPLASH

Η Judith Beck, κόρη του Aaron και, ομοίως, ψυχοθεραπεύτρια μίλησε στον Rothman για το ζήτημα της λογικής και το κατά πόσο η Γ.Σ.Θ. είναι μια τόσο «εγκεφαλική» διαδικασία, όπως περιγράφεται στα χαρτιά. Για παράδειγμα, όταν ένας θεραπευτής και ένας θεραπευόμενος εφαρμόζουν αυτή τη μέθοδο, ο δεύτερος ίσως να σκέφτεται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι ο μέσος άνθρωπος, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν διαθέτει λογική και πως κινείται υποχρεωτικάστο χώρο του παραλόγου. Η λογική δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα κι αν κάποιος θεραπευόμενος προσπαθήσει να εκλογικεύσει κάποιο συναίσθημά του, για παράδειγμα ό,τι ένιωθε όταν υφίστατο σωματική κακοποίηση στο σπίτι του σε μικρή ηλικία, είναι πολύ πιθανό να καταλήξει ξανά στο συμπέρασμα «μάλλον εγώ έφταιγα που έτρωγα ξύλο, γιατί δεν ήμουν καλό παιδί». Η «λογική» σε αυτή τη φράση δεν υπάρχει για εμάς, ίσως όμως υπάρχει για κάποιο άτομο που έχει ταλαιπωρηθεί με διαφορετικό τρόπο από ό,τι εμείς, έχει επιβιώσει μέσα από σκληρές καταστάσεις, ωστόσο ο τρόπος σκέψης του δε μοιάζει με τον δικό μας, που μπορεί να μας υπαγορεύει το λάθος των γονιών μας π.χ. και το συμπέρασμα πως εμείς δεν ήμασταν κακά παιδιά σε καμία περίπτωση.

Η Beck υποστηρίζει ότι το στοιχείο που μπορεί να κάνει τη διαφορά στην Γ.Σ.Θ. όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα είναι η συνειδητότητα, η μετάφραση της λέξης «mindfulness», η οποία μάλιστα είναι ένα φιλοσοφικό δάνειο από τις ανατολικές σχολές σκέψης. Στο δικό της Ινστιτούτο, για παράδειγμα, η συμπόνια είναι ένα συναίσθημα που κυριαρχεί στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η διαχείριση των σκέψεων και των συναισθημάτων. «Δεν είναι τα γεγονότα από μόνα τους, είναι τα συμπεράσματα που λένε πως δε μπορώ να αγαπηθώ, πως είμαι ανάξιος», τονιζει η Beck. Πρώτα, λοιπόν, βοηθούν τον θεραπευόμενο να καταλάβει ότι π.χ. οι γονείς του ήταν αλκοολικοί, εξ ου και συμπεριφερόντουσαν έτσι, και δεν ξεσπούσαν πάνω του επειδή ήταν ανυπάκουο παιδί. Αυτό, βέβαια, δεν πιάνει πάντα, αφού κάθε περίπτωση θεραπευόμενου είναι διαφορετική. Εξάλλου αν μπορούσαμε τόσο εύκολα να αλλάζουμε τις αντιλήψεις και τις σκέψεις μας, δε θα ζούσαμε σε έναν κόσμο που δε βγάζει νόημα, τονίζει ο Rothman. 

cottonbro studio/pexels

Σε κάθε περίπτωση, όμως, το να παίρνεις ένα συναίσθημα και να ψάχνεις τη σκέψη πίσω από αυτό είναι κάτι που μπορεί να σε εμπνεύσει και να σε βοηθήσει γνησίως να έρθεις αντιμέτωπος με τους δαίμονές σου. Το πρωτεύον ζήτημα στην Γ.Σ.Θ. είναι η προσπάθεια να αλλάξει η στρεβλή σκέψη και αντίληψη, να πάρει τις διαστάσεις που της αξίζουν και όχι κάτι παραπάνω ή λιγότερο από όσο πρέπει και στη συνέχεια να προσδιοριστεί το νέο συναίσθημα που προκαλεί αυτή η νέα σκέψη. Για να επιτευχθεί αυτό, οι ψυχοθεραπευτές χρησιμοποιούν διάφορα μέσα, ακόμα και γραπτές ασκήσεις και η διάρκεια μιας τέτοιας θεραπείας μπορεί να είναι μία ώρα για κάθε εβδομάδα επί 3 με 6 μήνες. Έτσι, ο θεραπευόμενος μπαίνει σταδιακά σε μία διαδικασία αυτόματης ανάσυρσης της σκέψης και του συναισθήματος που τον ενοχλεί και τον επαναπροσδιορισμό τους προς όφελος της ψυχικής και σωματικής του υγείας.

Φυσικά κάθε μέθοδος ψυχοθεραπείας διαθέτει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, ωστόσο δε γίνεται να υποβαθμίσουμε το ρόλο της Γ.Σ.Θ. απλώς επειδή η λογική δεν είναι δεδομένη και παρόμοια για όλους και για όλα. Σημασία έχει, πέρα και πάνω από όλα, να προσπαθούμε να κάνουμε δουλειά με τον εαυτό μας και να μην υποβαθμίζουμε συνολικά την ψυχοθεραπεία, σπάζοντας τα ταμπού γύρω από αυτήν και χρησιμοποιώντας την για να αισθανθούμε καλύτερα και να ζήσουμε όπως θέλουμε.

 

Με πληροφορίες από το newyorker.com

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below