Η δημοσιογράφος Sherine Tadros, που υπογράφει το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Taking Sides: A Memoir About Love, War and Changing the World», μοιράστηκε με την Guardian μια αληθινή ιστορία, που επιβεβαιώνει ότι όλα είναι πιθανά: τη δική της ιστορία, που ξεκίνησε από μια τεράστια προσωπική δοκιμασία αλλά είχε χάπι εντ.
Η Tadros και ο πρώην σύντροφός της ζούσαν μαζί και εργάζονταν ως δημοσιογράφοι στο Κάιρο, όπου κάλυπταν τα γεγονότα της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης. Αλλά η Tadros δεν ήξερε αν ήθελε να συνεχίσει να ασχολείται με τη δημοσιογραφία, εξαντλημένη και απογοητευμένη, παρά τις διακρίσεις που αποσπούσαν και η ομάδα της και εκείνη. «Ένιωθα ότι δεν έκανα τίποτα για να αλλάξω τη ζωή των ανθρώπων για τους οποίους έκανα ρεπορτάζ. Δεν με ενδιέφερε πλέον απλά να περιγράφω τα άσχημα γεγονότα. Ήθελα να προσπαθήσω να σταματήσω τις αδικίες που συμβαίνουν».
Στράφηκε λοιπόν στη Διεθνή Αμνηστία, όπου είχε ανοίξει μια θέση και επικοινώνησαν μαζί της για μια συνέντευξη στο Zoom. «Η μόνη διαθέσιμη ώρα για τη συνέντευξη ήταν το πρωί της ημέρας που είχαμε προγραμματίσει να παντρευτούμε. Δίσταζα να κάνω μια τόσο δραστική αλλαγή καριέρας: το μόνο που ήξερα να κάνω ήταν να εργάζομαι ως δημοσιογράφος και όλοι μού έλεγαν ότι ήμουν τρελή γιατί ήθελα να εγκαταλείψω μια τόσο σπουδαία καριέρα στο αποκορύφωμά της».
Τους προβληματισμούς της διέκοψε ο σύντροφός της, όταν άνοιξε την πόρτα και της ανακοίνωσε ότι πρέπει να μιλήσουν. «Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, η φωνή του έτρεμε. Τον είχα δει σε διάφορες επικίνδυνες καταστάσεις -στην Αίγυπτο και στην Υεμένη- αλλά ποτέ έτσι. Άρχισε να μου λέει για μια διαφωνία που είχαν οι γονείς μας για τα προσκλητήρια του γάμου. Και μετά, το ξεφούρνισε: Δεν ήθελε να παντρευτούμε. “Δεν νομίζω ότι σε αγαπάω αρκετά” είπε.
«Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, η φωνή του έτρεμε. Τον είχα δει σε διάφορες επικίνδυνες καταστάσεις -στην Αίγυπτο και στην Υεμένη- αλλά ποτέ έτσι. Άρχισε να μου λέει για μια διαφωνία που είχαν οι γονείς μας για τα προσκλητήρια του γάμου. Και μετά, το ξεφούρνισε: Δεν ήθελε να παντρευτούμε».
»Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε. Μέχρι να εμφανιστούν οι γονείς μου, 45 λεπτά αργότερα, γέμιζα σακούλες σκουπιδιών με τα υπάρχοντά μου. Έβγαλα το δαχτυλίδι των αρραβώνων και το ακούμπησα στο τραπέζι, δίπλα στις βέρες που υποτίθεται ότι θα φορούσαμε εκείνο το απόγευμα. Οι τρεις μας πήραμε το πρώτο αεροπλάνο για να φύγουμε από το Κάιρο».
Επέστρεψε στο πατρικό της, στο Λονδίνο. «Το επόμενο πρωί, όταν άρχισε να βγαίνει ο ήλιος, βγήκα από το σπίτι, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες μου, διέσχισα τη λεωφόρο και στάθηκα στη μέση. Δευτερόλεπτα μετά, εμφανίστηκε ο πατέρας μου. Έτρεξε στη μέση του δρόμου, μου άρπαξε το χέρι και με τράβηξε πίσω στο πεζοδρόμιο. Καθίσαμε στο σκληρό τσιμέντο για λίγα λεπτά, μέχρι να ξαναβρούμε την αναπνοή μας. Δεν ξέρω τι προσπαθούσα να κάνω εκείνη τη μέρα».
Την ίδια μέρα, καθώς χάζευε τα μηνύματα στο κινητό της, είδε ένα μήνυμα από τη Διεθνή Αμνηστία, που την ενημέρωνε ότι η συνέντευξη είχε ακυρωθεί, αφού δεν είχε εμφανιστεί στη βιντεοκλήση. «Τους απάντησα λέγοντας ότι είχε συμβεί κάτι ξαφνικό, ζήτησα συγγνώμη και μιά ακόμα ευκαιρία. Τους ενημέρωσα ότι πλέον βρισκόμουν στο Λονδίνο και πως θα μπορούσαμε να τα πούμε από κοντά».
«Το επόμενο πρωί, όταν άρχισε να βγαίνει ο ήλιος, βγήκα από το σπίτι, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες μου, διέσχισα τη λεωφόρο και στάθηκα στη μέση. Δευτερόλεπτα μετά, εμφανίστηκε ο πατέρας μου. Έτρεξε στη μέση του δρόμου, μου άρπαξε το χέρι και με τράβηξε πίσω στο πεζοδρόμιο».
Χωρίς τίποτα να την κρατάει πλέον στην Αίγυπτο, όλοι οι δισταγμοί της διαλύθηκαν. «Μέχρι το απόγευμα, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, είχα πάρει τη δουλειά. Και παρόλο που η ζωή μου όπως την ήξερα είχε καταρρεύσει μέσα σε 48 ώρες, αυτό μου είχε δώσει το κουράγιο να αρχίσω τη δουλειά για την οποία ήμουν προορισμένη.
»Επτά χρόνια μετά, εργάζομαι ακόμα στη Διεθνή Αμνηστία, ως αντιπρόσωπός της στα Ηνωμένα Έθνη. Πλέον προσπαθώ να κάνω κάτι για τα προβλήματα που παρακολούθησα και κατέγραψα ως ρεπόρτερ. Είτε αυτό είναι να αποδίδεται δικαιοσύνη σε επιζήσαντες πολέμου είτε ο αγώνας για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε διάφορες χώρες, είναι δική μου ευθύνη να προσπαθώ να κάνω τη διαφορά στη ζωή των ανθρώπων, συμβάλλοντας στην αλλαγή των πολιτικών.
»Μόνο όταν με άφησε ο σύντροφός μου κατάφερα να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και να αγκαλιάσω το κομμάτι του που ήθελε να αφοσιωθεί στον ακτιβισμό. Ήταν αυτή η συνειδητοποίηση που με οδήγησε στη Νέα Υόρκη και τελικά στην ευτυχία με κάποιον που με αγαπάει πραγματικά και που με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής. Η ζωή μου δεν εξελίχθηκε όπως την είχα σχεδιάσει, αλλά κατέληξα ακριβώς εκεί που ήθελα και με τον άνθρωπο με τον οποίο προοριζόμουν να είμαι».