Τις περιμένεις τόσους μήνες. Προετοιμάζεσαι γι’ αυτές εντατικά. Ψωνίζεις όμορφα ρούχα. Σκέφτεσαι πάρα πολύ πριν επιλέξεις τι μανικιούρ και τι μακιγιάζ θα κάνεις. Μέχρι τη στιγμή που καταφτάνουν. Οι γιορτές είναι εδώ, εσύ βρίσκεσαι εγκλωβισμένη σε ένα τραπέζι, ακούς και βλέπεις πράγματα που πίστευες ότι φέτος δεν θα συμβούν και δεν γνωρίζεις πώς να αντιδράσεις. Και το χειρότερο; Θα ακολουθήσουν κι άλλα τραπέζια. Πώς θα βγεις χαρούμενη ή, έστω, χωρίς νεύρα από αυτά; Αυτός ο οδηγός επιβίωσης θα γίνει το πιο πολύτιμο εργαλείο στα (τρεμάμενα, ίσως) χέρια σου.
Ξεκινάμε από τα βασικά. Ο κόσμος δεν αλλάζει όσο γρήγορα θα έπρεπε ή όσο γρήγορα θα θέλαμε εμείς. Αφού κοιταχτούμε στον καθρέπτη και συνειδητοποιήσουμε για ακόμα μία φορά τη δύναμη αυτής της αλήθειας, αρχίζουμε να ντυνόμαστε. Δεν χρειάζεται να ξεκινήσουμε με κακή διάθεση, αρκεί να έχουμε ρεαλιστικές προσδοκίες από αυτά που θα βιώσουμε στο οικογενειακό τραπέζι των Χριστουγέννων. Φοράμε ό,τι θέλουμε, βαφόμαστε όπως θέλουμε: Επειδή έρχεται εκείνος ο θείος από τον Παναμά, που έχει να πατήσει στην Ελλάδα από πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και η μητέρα σου έχει μαγειρέψει 22 φαγητά, δεν χρειάζεται να ντυθούμε σαν να αρραβωνιαζόμαστε τη δεκαετία του 1980 στο Ηράκλειο Κρήτης. Θέλουμε άνεση; Φοράμε κάτι άνετο; Θέλουμε γκλαμουριά (sic); Ανοίγουμε τη ντουλάπα της Ζωζώς Σαπουντζάκη και το τερματίζουμε. Ελέγχουμε το αφήγημά μας από την αρχή.
Φτάνουμε στο τραπέζι στην ώρα μας, διότι το πιο νωρίς και το πιο αργά κρύβουν κινδύνους. Αν πάμε πιο νωρίς, θα μας χώσουν σε δουλειές ή θα καταφέρουν να μας ξεμοναχιάσουν διάφοροι άνθρωποι τους οποίους αγαπάμε μεν (ή και όχι), αλλά ενδέχεται να μας διαλύσουν το νευρικό σύστημα. Φτάνουμε ακριβώς την ώρα που είναι να καθίσουμε όλοι στο τραπέζι, ώστε να μειώσουμε τις πιθανότητες των τετ-α-τετ συναντήσεων που δεν θέλουμε εξαρχής. Δεν αργούμε όμως, διότι αυτό είναι το βούτυρο (με σπάνια μυρωδικά και σκόρδο) στη γιορτινή μπαγκέτα όσων γκρινιάζουν με κάθε αφορμή – επίσης αν αργήσουμε να πάμε, ίσως χρειαστεί να φύγουμε από τους τελευταίους, πράγμα που σημαίνει πάλι ανεπιθύμητα τετ-α-τετ, και πάει λέγοντας.
Μόλις μπούμε μέσα στο σπίτι, εντοπίζουμε τον άνθρωπο που μπορεί να γίνει το στήριγμά μας σε μία τέτοια περίσταση. Πάντα υπάρχει ένας ξάδερφος, μία συννυφάδα, μία συμπεθέρα, κάποιος τέλος πάντων που παίρνει το μέρος μας ό,τι κι αν πούμε. Τον πλευρίζουμε και, αν είναι εφικτό, καθόμαστε δίπλα του. Αν είναι πολύ δικός μας άνθρωπος, του επισημαίνουμε και ποια θέματα συζήτησης είναι «τζιζ» για τη δική μας περίπτωση και τον στηρίζουμε κι εμείς αναλόγως.
Η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο το όπλο των λαών, είναι και των συγγενών που όλη η ζωή τους κατακρίνεται διαρκώς από άλλους συγγενείς
Ας περάσουμε τώρα στο φαγητό. Αν είμαστε τυχεροί και το φαγητό είναι καλό, τρώμε, άρα δεν μιλάμε, άρα δεν κάνουμε engagement με τους άλλους. Προσέχουμε, ωστόσο, μην πνιγούμε την ώρα που καταπίνουμε, διότι όλο και κάποιος θα πετάξει μια χοντράδα που θα μας φέρει σε δύσκολη θέση, έστω και για λογαριασμό τρίτου. Περιορίζουμε το eye-rolling σε γούρλωμα ματιών (αυτό είναι από τα πιο δύσκολα κομμάτια, κι αν θέλατε κάποτε να γίνετε ηθοποιοί τώρα θα αποδείξετε πόσο ταλέντο έχετε), ενώ κάθε φορά που συμβαίνει κάτι πραγματικά πέραν του ελέγχου μας, επαναλαμβάνουμε από μέσα μας το τζινγκλ δημοφιλούς διαφήμισης των ημερών, προκειμένου να ξεχαστούμε κάπως. Αν δεν πιάνει αυτό, τραγουδάμε την «Κόλαση» της Καίτης Γαρμπή ή το «Τούλι για τον Χριστούλη», που είναι και επίκαιρο.
Τώρα, σε περίπτωση που έχουμε θέμα με το φαγητό, δηλαδή είτε δεν μας αρέσει, είτε είμαστε με χανγκόβερ και σταδιακά διαλυόμαστε από μέσα προς τα έξω ή γενικώς δεν τρώμε για οποιονδήποτε λόγο, σε τυχόν ερώτηση/ παρέμβαση «γιατί δεν τρως, βάλε της δυο αρνίσια πλευρά, σαν τον Όσιο Ονούφριο έχει γίνει», η απάντηση είναι «παίρνω κορτιζόνη για τις αλλεργίες και μου τα έχει κόψει όλα ο παθολόγος, δεν ξέρετε πόσο λυπάμαι που δεν μπορώ να φάω τέσσερα κιλά καμένα παϊδάκια να με τρέχετε στο Τζάνειο». Καλά, το κομμάτι για το Τζάνειο μπορεί να παραληφτεί, όσο λιγότερο engagement, τόσο καλύτερα.
Αν είτε έχουμε σύντροφο, αλλά δεν υπάρχει γάμος ή υπάρχει σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο ίσως να μην τυγχάνει της εγκρίσεως κάποιου random συνδαιτημόνα κι έτσι ακούσουμε την ερώτηση «εσείς πότε με το καλό», η απάντηση είναι διαχρονικά «όταν βγούμε από την κρίση». Αυτή η αντίδραση είναι αποπροσανατολιστική, διότι αμέσως κάποιος θα «τσιμπήσει» και θα αρχίσει να λέει πως μια χαρά πάει η οικονομία, κάποιος άλλος θα διαφωνήσει μαζί του και έτσι η κουβέντα θα στραφεί αλλού. Αν είμαστε single και μας ρωτήσουν πότε με το καλό θα βρούμε σύντροφο, μπορούμε πολύ απλά να πούμε ότι τον έχουμε παραγγείλει online αλλά έχει κολλήσει στο τελωνείο (με απόλυτα σοβαρό ύφος όμως), είτε να πούμε τη λέξη «ποτέ». Αν δεν σταματήσει η συζήτηση και με αυτή τη λέξη, τότε περιμένουμε να βγει το γλυκό και κατόπιν φεύγουμε αμέσως, δεν χρειάζεται να έχουμε πάντα καλούς τρόπους.
Κι επειδή όπως προείπαμε, οι καλοί τρόποι καμιά φορά είναι υπερεκτιμημένοι, σε περίπτωση που ερωτηθούμε γιατί δεν έχουμε κάνει ακόμα παιδί ή γίνουμε αποδέκτης της πιο ηλίθιας ερώτησης από καταβολής κόσμου, δηλαδή του «πότε θα βάλετε μπρος να κάνετε ένα παιδάκι», η απάντηση είναι μονόδρομος: «δεν μπορούμε να κάνουμε». Δεν λέμε ότι ότι δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα, την όρεξη ή το χρόνο. Δεν δίνουμε λογαριασμό. Λέμε ότι δεν μπορούμε και τέλος. Κι αν έχουμε όρεξη να τους δημιουργήσετε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, τότε παίρνουμε το πιο θλιμμένο μας ύφος και λέμε «δεν μπορώ να κάνω, μου το είπε γιατρός» (αυτό πιάνει σχεδόν πάντα, από προσωπική εμπειρία το λέμε). Αν δεν ντραπούν και με αυτό, ακολουθούμε την ως άνω συμβουλή για το γλυκό. Και πραγματικά, φροντίζουμε να μη μας νοιάζει τι λένε για εμάς.
Τώρα, κάποια στιγμή θα θέλουμε κι εμείς να μιλήσουμε με έναν δυο ανθρώπους, ωστόσο μπορεί να μην επιθυμούμε η κουβέντα να πάει σε συγκεκριμένα αντικείμενα συζήτησης. Βρίσκουμε το ευαίσθητο σημείο του συνομιλητή και μόλις ακούσουμε κάτι που δεν θέλουμε, αμολάμε τη δική μας ερώτηση που πατάει πάνω στον κάλο του συνομιλητή: «ναι θείε, δεν έχω πάρει αύξηση στη δουλειά εδώ και πέντε χρόνια, αλλά να σου πω κάτι άλλο, τι έγινε με τον ξάδερφο, το πήρε το πτυχίο του μετά από δέκα χρόνια ή ακόμα κάνει bar hopping στο Βουκουρέστι;». Θεωρητικά αυτές τις ημέρες πρέπει να δείχνουμε καλοσύνη, αλλά αν δεν αντέχουμε να το κάνουμε, δεν θα βγάλουμε και καντήλες.
Επίσης, πάντα φροντίζουμε να λέμε τι ωραία είναι όλα μαγειρεμένα, χωρίς όμως να υπερβάλλουμε, για να μη θεωρηθεί ότι πετάμε από δω κι από εκεί κοπλιμέντα και για να ξεχαστεί το ότι είμαστε όπως είμαστε (και γουστάρουμε), ενώ οι άλλοι κατά πλειοψηφία ίσως δεν το εγκρίνουν ή τους φταίμε γενικώς διότι κάποιος πρέπει να τους φταίει – διότι εκείνοι είναι οι καλύτεροι και τα ξέρουν όλα.
Και για τη διακόσμηση του χώρου λέμε κάτι ωραίο, κι ας μοιάζει με εκείνα τα σπίτια που σπάνε ρεκόρ Γκίνες εξαιτίας του αριθμού των κιτς πραγμάτων που έχουν μέσα. Φράσεις όπως «Ωραίο το έκανες το σπίτι θεία, αλλά από τα πολλά στραφταλίσματα είμαι κοντά στην επιληψία, μου περνάς σε παρακαλώ το τζατζίκι» καλό είναι να αποφεύγονται, εκτός αν είστε τυχεροί και η θεία έχει χιούμορ. Αποφεύγουμε να ανοίξουμε κουβέντα για θέματα όπως η πολιτική, τα ελληνοτουρκικά, τα προσωπικά καθενός και μιλάμε διαρκώς για τον καιρό, με έμφαση στο πότε θα βρέξει, κάτι που φαίνεται ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό για όλους, ακόμα κι αν κανείς τους δεν μαζεύει ελιές.
Για να φύγουμε νωρίτερα από τους άλλους, επικαλούμαστε την κούραση που έχουμε από τη δουλειά ή κάποιο λόγο ανωτέρας βίας, π.χ. θέλει η μάνατζέρ μου να μιλήσουμε για ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα που προέκυψε. Ναι, φυσικά και η μάνατζερ βρίσκεται σε οικογενειακό τραπέζι και περνάει πάνω κάτω τα ίδια, οπότε μήπως την καλέσουμε όντως από εκεί όπου βρισκόμαστε, χάρη θα της κάνουμε – και ίσως πετύχουμε και την αύξηση για την οποία μας ταράζουν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Σε κάθε περίπτωση, να ευχηθούμε καλές γιορτές, ανώδυνες και όπως τις έχετε φανταστεί εσείς.