Οδηγούσα σαν τρελή για να γυρίσω όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σπίτι. Η μεγάλη μου κόρη επέστρεφε από το φροντιστήριο, είχε ξεχάσει τα κλειδιά της κι εγώ είχα καθυστερήσει σε ένα επαγγελματικό δείπνο. Ο πατέρας της έβλεπε μπάλα σε έναν φίλο του, δηλαδή ιερή στιγμή για κάθε άνδρα, άρα εγώ ήμουν εκείνη που έπρεπε να τα παρατήσει όλα και να τρέξει καθώς άκουγε το παιδί να ωρύεται στο τηλέφωνο. Πόσο κακή μάνα ήμουν που, αντί να περιμένω έξω από το φροντιστήριο όπως όλο το χρόνο, εκείνο το βράδυ απουσίαζα; Την ίδια ερώτηση θέτω στον εαυτό μου ξανά και ξανά με αμέτρητες αφορμές. Oλες μας νιώθουμε έτσι κάθε φορά που δεν κάνουμε ακριβώς αυτό που θέλουν τα παιδιά, η οικογένεια ή η υπόλοιπη κοινωνία, όπως το θέλουν τη στιγμή που το θέλουν. Είναι κακή μάνα αυτή που φεύγει από το σπίτι για να δουλέψει, αλλά και εκείνη που επιλέγει τα οικιακά και «τεμπελιάζει». Απαράδεκτη όταν βγαίνει με τις φίλες της, τραγική όταν προσκολλάται στα παιδιά της. Ένοχη όταν παραμένει σε έναν δύσκολο γάμο, στην πυρά και όταν τον διαλύει.
Ακόμη και πρακτικά να το πάρεις, δεν βγάζει νόημα. Ο «Μύθος της κακής μητέρας» μοιάζει να είναι η μόνη λογική εξήγηση. Το βιβλίο που έγραψε η Καλιφορνέζα ψυχολόγος Τζέιν Στίγκουορτ, το 1992, βασιζόμενη στις προσωπικές ιστορίες των ασθενών της και σε έρευνα όλων των ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων της μητρότητας αποδεικνύει πως η κοινωνία έχει πλέξει τον μύθο της κακής μητέρας για να ενοχοποιεί τις γυναίκες ό,τι κι αν κάνουν. Δεν κυκλοφορεί πλέον ούτε στο Amazon, ούτε στη χώρα μας, όμως είναι διαθέσιμο στα ελληνικά στο YouTube για να ακούω εννιάμισι ώρες προσωπικής επανάστασης όταν οδηγώ, πλένω τα πιάτα, μαζεύω κάλτσες κ.λπ.
«Τα μέσα ενημέρωσης αναφέρουν διαρκώς ιστορίες διεστραμμένων ή ψυχωτικών γονιών που κάνουν εγκληματικά πράγματα στα παιδιά τους χωρίς να νιώθουν τύψεις», λέει η ψυχολόγος. «Εγώ όμως κάνω μία σαφή διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις προσωπικότητες και τις περισσότερες από εμάς που αγαπάμε τα μικρά μας και θέλουμε να τα μεγαλώσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όμως φοβόμαστε ότι είμαστε αποτυχημένες στο ρόλο μας.
Θεωρητικά όλοι ξέρουμε τι κάνει μια “καλή” μάνα. Στην πραγματικότητα όμως τα συναισθηματικά προβλήματα της ανατροφής ενός παιδιού μάς καταιγίζουν. Ο μύθος της κακής μητέρας αποκρύπτει ένα βασικό γεγονός: τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου είναι τα σημαντικότερα και τα πιο κρίσιμα και γι’ αυτό δεν πρέπει να αφορούν μόνο ένα απομονωμένο και απαξιωμένο άτομο, δηλαδή τη μάνα. Η τάση που έχουμε να κατηγορούμε ή να εξιδανικεύουμε τη μητέρα δεν μας αφήνει να δούμε αυτό που πραγματικά συμβαίνει: την πολυπλοκότητα της ανατροφής των παιδιών».
Από πού προέρχεται αυτή η φρικιαστική καταπιεστική ενοχή και γιατί πέφτει τόσο βαριά στους ώμους της γυναίκας, αναρωτιέται η ψυχολόγος.
«Οι μητέρες έχουν την τάση να κατηγορούν τον εαυτό τους για τα πάντα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ενοχής επιβάλλεται από την ίδια την κοινωνία και δίνει άλλοθι στους υπόλοιπους εμπλεκόμενους ώστε να μη νιώσουν την ευθύνη της ανατροφής της επόμενης γενιάς.
Ένα άλλο μέρος της ενοχής πηγάζει από την απελπισία που αισθανόμαστε όταν τα παιδιά μεγαλώνουν και στρέφουν τον γυμνό θυμό τους πάνω μας υιοθετώντας ένα φέρσιμο που είναι παράδοξο και τρομάζει», γιατί ο πρώτος που θα σε πει «κακή μάνα» είναι σίγουρα το οργισμένο δεκατριάχρονο του σπιτιού. «Οι διάφορες θρησκευτικές πεποιθήσεις παλαιότερα βοηθούσαν τους γονείς με το ζήτημα της πειθαρχίας. Η θρησκεία τούς έδινε το άλλοθι πως ό,τι κι αν έκαναν ήταν σωστό, ακόμη κι αν χρησιμοποιούσαν βία. Από την άλλη, υπήρχαν διέξοδοι για την αποφυγή της δύσκολης δουλειάς του parenting. Τους περασμένους αιώνες οι ανώτερες τάξεις στον Δυτικό κόσμο προσλάμβαναν τροφούς, δασκάλες, υπηρέτες, παραμάνες για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ή τα έστελναν σε οικοτροφεία. Ακόμα και σήμερα όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα αποφεύγουν να εμπλακούν στο ανιαρό και συναισθηματικά εξαντλητικό έργο της καθημερινής φροντίδας των ανηλίκων».
Άρα η ολοκληρωτική εναπόθεση του ψυχολογικού βάρους της ανατροφής των απογόνων σε ένα και μόνο άτομο είναι αποτέλεσμα των οικονομικών πόρων. Σε αυτούς έρχεται να προστεθεί η αστική οργάνωση της κοινωνίας αφού στην ύπαιθρο υπάρχει ένα ολόκληρο χωριό (γιαγιάδες, θείες, νονές) που ασχολείται με τα μικρά. Στις πόλεις, όμως, οι γυναίκες των μεσαίων και των εργατικών τάξεων πρέπει να το κάνουν συνήθως μόνες τους. «Καινούρια είναι επίσης η ειδική διάσταση που κυριαρχεί στις αντιλήψεις μας για την ανατροφή», συμπληρώνει η Στίγκουορτ.
«Δεν βλέπουμε πλέον τη γέννηση ενός μωρού σαν ένα βιολογικό γεγονός που εξυπηρετεί τη διατήρηση του είδους. Από την εμφάνιση της ψυχανάλυσης και μετά αντιλαμβανόμαστε πως ό,τι κάνουμε με τα παιδιά μας, το πώς νιώθουμε και συμπεριφερόμαστε όταν είμαστε μαζί τους, έχει τεράστιες επιπτώσεις στη ζωή τους».
Πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι οι ψυχικές δυνάμεις που απαιτούνται για να βγάλεις με επιτυχία ένα παιδί στον κόσμο αντλούνται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια διότι κατά κάποιον τρόπο είναι ανάξιες λόγου. Η φροντίδα των παιδιών παρουσιάζεται σαν μια ιερή αποστολή, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν παρέχεται καμία υποστήριξη στις γυναίκες για να φέρουν εις πέρας το έργο τους. Οι ανάγκες όσων είναι υπεύθυνοι για την καθημερινή φροντίδα των ανηλίκων σπάνια λαμβάνονται υπόψη ή εξετάζονται με την ανάλογη προσοχή που δίνεται στο ίδιο το παιδί.
Η Σέλμα Φράιμπεργκ, καθηγήτρια Παιδικής Ψυχανάλυσης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας μέχρι το 1980, αφιέρωσε τη ζωή της στην υπεράσπιση της μητρικής φροντίδας. Η κατακλείδα του έργου της είναι ότι η ανάγκη της μητέρας να την ακούσουν, να τη φροντίσουν και να την κατανοήσουν με συμπόνια είναι το ίδιο σημαντική με την αντίστοιχη ανάγκη του παιδιού της και ότι τα περισσότερα μωρά δεν πρόκειται να έχουν την απαραίτητη φροντίδα αν και οι μαμάδες τους δεν δεχτούν την ανάλογη υποστήριξη. Αν δεν βρεθεί κάποιος να τις ακούσει, να τις καταλάβει ή να συμπαρασταθεί στον πόνο και την απογοήτευσή τους, τότε αναπόφευκτα θα νιώσουν ανύπαρκτες, χωρίς δικαίωμα λόγου, απαξιωμένες.
Σύμφωνα με την πατριαρχία, όμως, η μητρότητα είναι μια εύκολη δουλειά, η οποία από τη φύση της αφορά μόνο το ένα φύλο. Αποτελεί μάλιστα κριτήριο που αποδεικνύει την αξία του. «Για μια γυναίκα το να παραδεχτεί ότι συχνά δεν νιώθει την επιθυμία να φροντίσει το παιδί της είναι το ίδιο ταπεινωτικό όσο για έναν άνδρα το να ομολογήσει ότι δεν μπορεί να έχει στύση. Οπως οι αρσενικοί έχουν την τάση να περηφανεύονται για τα κατορθώματά τους στο σεξ, έτσι και οι γυναίκες διαφημίζουν τις ικανότητές τους στην ανατροφή των παιδιών, το πόσο καλές είναι σε αυτό τον τομέα, πόσο στενές και θαυμάσιες είναι οι σχέσεις τους με τα μικρά τους». Ολες άλλωστε έχουμε βρεθεί σε συζητήσεις με μαμάδες που μιλούν ακατάπαυστα για τα κατορθώματα των βλασταριών τους γιατί με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται πόσο τέλειες είναι εκείνες.
Η «κακή μητέρα» είναι μύθος γιατί δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η μάνα που αναλαμβάνει στις περισσότερες οικογένειες εξ ολοκλήρου τη συναισθηματική ωρίμαση των παιδιών. Κάποιοι πατέρες ίσως συμμετέχουν, όμως οι μαμάδες είναι εκείνες που θα χάσουν τον ύπνο τους επειδή ο έφηβος γιος τους άρχισε να καπνίζει ή η κόρη τους κάνει δίαιτα στα 14. Μια μάνα μπορεί να τα καταφέρνει άλλοτε καλά, άλλοτε λιγότερο καλά, μπορεί και εντελώς χάλια, όμως πάντα θα είναι εκεί για να την ενοχοποιήσουν για όλα. Κάνει λάθη, αλλά αυτό δεν τη μετατρέπει σε κακή, απλώς αποδεικνύει ότι το έργο της ψυχολογικής στήριξης μικρών ανθρώπων που ακόμα δεν έχουν αποφασίσει ποιοι είναι χρειάζεται έναν στρατό για να έρθει σε πέρας. Οι μαμάδες καλούνται να τα καταφέρουν μόνες τους και μετά να βρουν έξτρα δύναμη μέσα τους για να στηρίξουν τον εαυτό τους, κάτι που σίγουρα δεν θα κάνει κανείς για εκείνες. Φαντάζομαι μία μαμά μόνη στην κουζίνα να κλαίει την ώρα που κοιμούνται όλοι. Τα νεύρα της είναι κουρέλια, τα παιδιά όλη μέρα της μιλούσαν άσχημα, δεν έχει όρεξη ούτε καν να φάει. Ποιος θα την πάρει αγκαλιά, θα της χαϊδέψει το χέρι, θα της πει ότι είναι περήφανος για εκείνη, ότι είναι σπουδαία για 350 λόγους και θα τη ρωτήσει με ποιον τρόπο μπορεί να την κάνει να νιώσει καλύτερα; Εγώ δεν ξέρω κανέναν.