Λίγο πριν γίνει γνωστό το διάταγμα που επιβάλλει στις φοιτήτριες των πανεπιστημίων της Καμπούλ να εμφανίζονται για μάθημα φορώντας αμπάγια και νικάμπ, να βγαίνουν από το μάθημα πέντε λεπτά νωρίτερα από τους φοιτητές και να παραμένουν σε αίθουσες αναμονής μέχρι εκείνοι να αποχωρήσουν, η ιστορία μιας δημοσιογράφου που προσπαθεί να σωθεί από τη βιαιότητά τους συγκλονίζει.
Η νεαρή δημοσιογράφος περιγράφει τον πανικό και τον φόβο που ένιωθε όσο προσπαθούσε να κρυφτεί σε όλο το Αφγανιστάν, μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν. Η 22χρονη Αφγανή, που δεν επιθυμεί να αποκαλύψει το όνομά της και υπογράφει ως «Ανώνυμη» το κείμενό της στη Guardian, περιγράφει τη δύσκολη θέση που βρίσκονται οι γυναίκες στη χώρα της.
«Την περασμένη εβδομάδα ήμουν δημοσιογράφος ειδήσεων. Σήμερα δεν μπορώ να γράψω με το όνομά μου ή να πω από πού βρίσκομαι. Όλη μου η ζωή εξαφανίστηκε μέσα σε λίγες μέρες», αναφέρει στην αρχή του άρθρου της. «Η απόφασή μου να εγκαταλείψω το σπίτι μου δεν ήταν προσχεδιασμένη. Έγινε πολύ ξαφνικά. Τις προηγούμενες ημέρες όλη η επαρχία που ανήκε η πόλη μου καταλήφθηκε από τους Ταλιμπάν. Πλέον, δεν είμαι ασφαλής επειδή είμαι 22 ετών γυναίκα και ξέρω ότι οι Ταλιμπάν αναγκάζουν τις οικογένειες να δίνουν τις κόρες τους ως νύφες στους στρατιώτες. Δεν είμαι επίσης ασφαλής, επειδή εργάζομαι ως ρεπόρτερ και ξέρω ότι οι Ταλιμπάν θα έρθουν για εμένα και τις συναδέλφους μου», συνεχίζει και αναρωτιέται αν θα καταφέρει να δει ξανά τους γονείς και την οικογένειά της.
Τη στιγμή που οι Ταλιμπάν ξαναπήραν την εξουσία η νεαρή κοπέλα εργαζόταν και η διευθύντριά της τής τηλεφώνησε και της ζήτησε να μην μιλήσει σε κανέναν άγνωστο και ιδανικά να φύγει από τη χώρα. Η συνέχεια της περιγραφής της είναι συγκλονιστική, ενώ η συγκίνηση και ο φόβος της είναι έκδηλοι ακόμα και στον γραπτό λόγο.
«Άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου και ένας θείος μου με βοήθησε να φύγω προς το χωριό του. Έξω από το σπίτι μου είχαν ήδη αρχίσει οι συγκρούσεις. Οι γονείς μου αρνήθηκαν να μας ακολουθήσουν και με παρακάλεσαν να φύγω. Θυμάμαι να είμαστε στο αυτοκίνητό του και βόμβες να σκάνε δίπλα μας. Γυναίκες με παιδιά έτρεχαν πανικόβλητοι γύρω μας. Θυμάμαι ουρλιαχτά και κλάματα. Ένιωθα σαν να βρισκόμασταν μέσα σε μία βάρκα, που τα μανιασμένα κύματα χτυπούσαν αλύπητα. Κρυφτήκαμε σπίτι του, αλλά ούτε εκεί ήμασταν ασφαλείς. Οι γείτονες έμαθαν για εμένα και θα καλούσαν τους Ταλιμπάν. Αν με έβρισκαν θα μας σκότωναν όλους», αναφέρει ενώ στη συνέχεια περιγράφει το πώς κατάφερε να φτάσει στο σπίτι ενός μακρινού συγγενή σε μια περιοχή που δεν είχε ούτε νερό ούτε ρεύμα.
«Περπατήσαμε πολλές ώρες. Εγώ συνέχεια φορούσα το chadari (η μπούρκα που καλύπτει όλο το σώμα και το πρόσωπο των γυναικών στο Αφγανιστάν), ενώ επιλέγαμε μόνο δύσκολους δρόμους, που υποθέταμε πως δεν θα βρίσκαμε Ταλιμπάν. Εδώ βρίσκομαι τώρα, αποκομμένη από τον κόσμο. Οι περισσότερες γυναίκες που ξέρω έχουν προσπαθήσει να βρουν ένα ασφαλές μέρος να διαφύγουν. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι την οικογένειά μου και τους φίλους μου και όλες τις γυναίκες στο Αφγανιστάν. Όλες οι συνάδελφοί μου είναι τρομοκρατημένες. Οι περισσότερες κατάφεραν να φύγουν μακριά από την Καμπούλ, αλλά είμαστε περικυκλωμένες. Όλες μας μιλούσαμε κατά των Ταλιμπάν και τους εξοργίζαμε με τα ρεπορτάζ μας. Τώρα όλοι είναι σε πανικό. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τρέχω και να κρύβομαι, ελπίζοντας πως ο δρόμος για τη διαφυγή θα ανοίξει γρήγορα. Παρακαλώ, προσευχηθείτε για εμένα».
Εξαφανίστηκαν οι γυναίκες δημοσιογράφοι από την Καμπούλ
Η περιγραφή της νεαρής κοπέλας δημοσιεύθηκε στις 10 Αυγούστου, πέντε μόλις μέρες πριν τα στοιχεία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) αποκαλύψουν ότι από τις 700 γυναίκες που εργάζονταν ως δημοσιογράφοι στην Καμπούλ, έμειναν μόνο οι 100, μετά την είσοδο των Ταλιμπάν στην πρωτεύουσα.
Σε ανακοίνωσή της η διεθνής οργάνωση, αναφέρει πως έγιναν επεισόδια σε βάρος δημοσιογράφων μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, οι οποίοι διέταξαν ρητώς ότι πρέπει «να γίνεται σεβαστός ο ισλαμικός νόμος». Αυτή ήταν και η εξήγηση που δόθηκε για την «εξαφάνιση» των γυναικών από τα μέσα ενημέρωσης. «Oι εργαζόμενες γυναίκες στο Αφγανιστάν πρέπει να μείνουν στο σπίτι, έως ότου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα που θα διασφαλίζουν την προσωπική τους ασφάλεια», είχε δηλώσει εκπρόσωπος των Ταλιμπάν σε ρεπόρτερ του ΒBC.
«Στην Καμπούλ, οι διευθυντές των ιδιωτικών ΜΜΕ παρατήρησαν αμέσως ότι οι γυναίκες ρεπόρτερ παρενοχλούνταν», σημειώνει η οργάνωση. Φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση της Ναχίντ Μπασαρντόστ, εργαζόμενης στο ανεξάρτητο ειδησεογραφικό πρακτορείο Pajhwok, η οποία «ξυλοκοπήθηκε από τους Ταλιμπάν» ενώ έκανε ρεπορτάζ κοντά στο αεροδρόμιο της Καμπούλ στις 25 Αυγούστου.
Σύμφωνα με μια έρευνα που έκανε το 2020 η RSF σε συνεργασία με το Κέντρο Αφγανών Γυναικών Δημοσιογράφων (CPAWJ), στην Καμπούλ υπήρχαν 108 μέσα ενημέρωσης που απασχολούσαν 1.080 γυναίκες, εκ των οποίων οι 700 ήταν δημοσιογράφοι. «Από τις 510 γυναίκες που εργάζονταν στα 8 μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης και ομίλους, μόνο 76 (εκ των οποίων οι 39 είναι δημοσιογράφοι) ασκούν το επάγγελμά τους σήμερα. Με άλλα λόγια, οι γυναίκες δημοσιογράφοι σχεδόν εξαφανίστηκαν από την πρωτεύουσα».
Σύμφωνα με την Unesco, το 2020 στο Αφγανιστάν εργάζονταν 1.139 γυναίκες δημοσιογράφοι. Μεταξύ Σεπτεμβρίου 2020-Φεβρουαρίου 2021, σχεδόν μία στις πέντε εγκατέλειψε το επάγγελμα «λόγω βιαιοπραγιών και συνεχών απειλών».