Και γυναίκα και μαύρη. Αυτή η διπλή «ατυχία» σίγουρα έπαιξε κάποιον ρόλο στο γεγονός ότι σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Mary Beatrice Davidson Kenner ήταν εκείνη που εφηύρε τις σερβιέτες περιόδου ή τουλάχιστον ένα προϊόν που θυμίζει το σημερινό είδος προσωπικής υγιεινής – αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε πόσες ακόμα παρέμειναν στην αφάνεια λόγω του φύλου, της φυλής ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτηριστικού «μη αποδεκτού» για την εποχή τους.
Γεννήθηκε το 1912, πέθανε το 2006 και αναδείχθηκε στην Αφροαμερικανίδα που κατοχύρωσε τις περισσότερες πατέντες στην ιστορία. Η εφευρετικότητα φαίνεται να κυλούσε στο αίμα της, καθώς ο παππούς της είχε επινοήσει ένα σύστημα με φως που καθοδηγούσε τα τρένα ενώ η αδερφή της το δικό της επιτραπέζιο παιχνίδι – το οποίο μάλιστα είχε πατεντάρει και βγάλει στο εμπόριο.
Και γυναίκα και μαύρη. Αυτή η διπλή «ατυχία» σίγουρα έπαιξε κάποιον ρόλο στο γεγονός ότι σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Mary Beatrice Davidson Kenner ήταν εκείνη που εφηύρε τις σερβιέτες περιόδου ή τουλάχιστον ένα προϊόν που θυμίζει το σημερινό είδος προσωπικής υγιεινής.
Ο πατέρας της, ο ιερέας Sidney Nathaniel Davidson, επινόησε έναν υαλοκαθαριστή για παράθυρα τρένων. Επίσης κατασκεύασε μια πρέσα ρούχων που χωρούσε σε μια βαλίτσα και διατηρούσε τα παντελόνια καλοσιδερωμένα στη διάρκεια ενός ταξιδιού αλλά απέρριψε την προσφορά που του έκανε μια εταιρεία να την αγοράσει για 20.000 δολάρια και να την κατασκευάσει, και προσπάθησε να τη βγάλει μόνος του στην παραγωγή, εγχείρημα που οδηγήθηκε σε παταγώδη αποτυχία.
Η Kenner δεν αποθαρρύνθηκε από το επιχειρηματικό φιάσκο του πατέρα της. Ήδη στα έξι της, ενοχλημένη από την πόρτα του σπιτιού της που έτριζε, έφτιαξε έναν μεντεσέ που αυτο-λαδωνόταν. Σε μια ηλικία που άλλα παιδιά ζωγράφιζαν ανθρωπάκια, εκείνη σχεδίασε μια αναδιπλούμενη οροφή αυτοκινήτου. Αργότερα θα επινοούσε και άλλα πρακτικά γκάτζετ όπως ένα σφουγγάρι που τοποθετείται στην άκρη μιας βρεγμένης ομπρέλας απορροφώντας το νερό ή ένα τασάκι που στερεώνεται στο πακέτο των τσιγάρων.
Η ιδιοφυΐα της τής εξασφάλισε, το 1931, μια θέση στο Χάρβαρντ, αλλά ενάμιση χρόνο μετά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο λόγω οικονομικών προβλημάτων. Έκανε διάφορες εργασίες για να βιοποριστεί, μέχρι που προσλήφθηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ως υπάλληλος. Χρειάστηκαν όμως ακόμα 26 χρόνια για να πατήσει αρκετά σταθερά στα πόδια της ώστε να κατοχυρώσει την πρώτη πατέντα της, μια ζώνη που στερέωνε τα πανάκια περιόδου (τότε δεν υπήρχαν ακόμα σερβιέτες μίας χρήσης) προστατεύοντας από τις διαρροές και το λέκιασμα των ρούχων.
«Μία μέρα επικοινώνησε μαζί μου μια εταιρεία που εκδήλωσε ενδιαφέρον να αξιοποιήσει την ιδέα μου. Ήμουν τόσο χαρούμενη. Είδα μπροστά μου σπίτια, αυτοκίνητα, τα πάντα» θα θυμόταν η ίδια αργότερα. Όταν όμως τη συνάντησε ένας εκπρόσωπος της εταιρείας, «ανακάλυψαν ότι είμαι μαύρη και έχασαν το ενδιαφέρον τους». Το αποτέλεσμα ήταν η πατέντα της να μη βρει εφαρμογή. Μετά τη χρονική λήξη της, η εφεύρεσή της βγήκε στην παραγωγή χωρίς να αποφέρει κανένα απολύτως κέρδος στην ίδια.
«Μία μέρα επικοινώνησε μαζί μου μια εταιρεία που εκδήλωσε ενδιαφέρον να αξιοποιήσει την ιδέα μου. Ήμουν τόσο χαρούμενη. Είδα μπροστά μου σπίτια, αυτοκίνητα, τα πάντα» θα θυμόταν η ίδια αργότερα. Όταν όμως τη συνάντησε ένας εκπρόσωπος της εταιρείας, «ανακάλυψαν ότι είμαι μαύρη και έχασαν το ενδιαφέρον τους».
Δεν αποθαρρύνθηκε ωστόσο και συνέχισε να επινοεί εφευρέσεις και να τις πατεντάρει – μεταξύ αυτών, έναν δίσκο και μια μαλακή τσέπη που επέτρεπαν στην αδερφή της, η οποία είχε διαγνωστεί με σκλήρυνση κατά πλάκας και κυκλοφορούσε με μπαστούνι, να μεταφέρει μαζί της πράγματα. Πατένταρε επίσης μια θήκη χαρτιού υγείας που επέτρεπε στον χρήστη να πιάνει εύκολα την άκρη του ρολού και μια βούρτσα που μπορούσε να προσαρτηθεί στο ντους για να καθαρίζει κάποιος εύκολα την πλάτη του.
Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το πανεπιστήμιο ούτε έγινε πλούσια από τις εφευρέσεις της αλλά συνέχισε να απολαμβάνει μέχρι τέλους αυτό το παιχνίδι και να πιστεύει ότι «όλοι γεννιόμαστε με δημιουργικό μυαλό».