Από τον Λευτέρη Τρίγκα
«Δηλαδή πόσα ακόμα πρέπει να δοκιμάσω;» με ρώτησε η φίλη μου Έλενα μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα για τα dating apps. «Το Tinder ήταν τελείως απογοητευτικό και αυτό το Hinge, που παρουσιάζεται σαν νέος μεσσίας, τελικά είναι μεσαίωνας», συνέχισε. Όλο αυτό ξεκίνησε όταν αναπολώντας τις καλοκαιρινές διακοπές διαπιστώσαμε αμφότεροι ότι το διά ζώσης φλερτ είναι πιο παλιακό και από βιντεοκασέτα. Είμαστε και οι δύο μια ανάσα πριν από τα 40 και με φόβο ψυχής -και καρδιάς- διαπιστώσαμε πως τα νησιά που φημίζονται ή διαφημίζονται για το άκρατο πάθος τους (βλέπε Ανάφη) είναι γεμάτα με βαριεστημένους ασέξουαλ παραθεριστές με ανοιχτά τα apps στο κινητό τους και τελείως κλειστά τα ερωτικά τους αντανακλαστικά. Ο μελλοντικός πατέρας των παιδιών μας ή απλώς αντικείμενο του πόθου θέλει 5G για να μας «χαρίσει το ονοματάκι του». Ως εντεταλμένος και αρκετά ταλαιπωρημένος χρήστης από αυτά τα διαδικτυακά τερτίπια power ranger του έρωτα, αποφάσισα να το ψάξω λίγο παραπάνω.
Αυτό που είναι θλιβερό δεν είναι μόνο ότι οι εφαρμογές γνωριμιών έχουν γίνει το de facto μέσο μέσω του οποίου συναντιούνται οι εργένηδες, αλλά τείνω να πιστέψω ότι τελικά ούτε εκεί «βρίσκονται» στ’ αλήθεια. Από το 2019 οι 3 στους 10 ενήλικες έχουν αναφέρει ότι τις χρησιμοποιούν, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται σε περίπου 6 στους 10 για τους Αμερικανούς κάτω των 50 ετών που δεν έχουν παντρευτεί ποτέ. Οι άνθρωποι όχι μόνο δεν συναντούν συντρόφους σε μπαρ ή σε οποιονδήποτε από τους κάποτε συνηθισμένους χώρους προσωπικής συνάντησης, αλλά δύσκολα τους συναντούν και στις εφαρμογές. Επιπλέον, η φύση αυτών των εφαρμογών ευνοεί μια προσέγγιση επιλογής βασισμένη κυρίως σε επιφανειακά χαρακτηριστικά, όπως είναι η εξωτερική εμφάνιση και η πρώτη εντύπωση που δημιουργεί μια φωτογραφία προφίλ.
Οι άνθρωποι όχι μόνο δεν συναντούν συντρόφους σε μπαρ ή σε οποιονδήποτε από τους κάποτε συνηθισμένους χώρους προσωπικής συνάντησης, αλλά δύσκολα τους συναντούν και στις εφαρμογές.
Καθώς οι χρήστες περιηγούνται μέσα από αμέτρητα προφίλ, η έμφαση δίνεται σε ελκυστικές εικόνες και σύντομες περιγραφές, γεγονός που ενισχύει την τάση για εξιδανίκευση. Αυτή η τέλεια εικόνα, ωστόσο, συχνά καταρρίπτεται κατά τη συνάντηση στον πραγματικό κόσμο, όταν οι μικρές ή μεγάλες ασυνέπειες μεταξύ της ψηφιακής και της πραγματικής παρουσίας γίνονται φανερές. Επιπρόσθετα, πολλοί χρήστες καταλήγουν να απορρίπτουν πιθανούς συντρόφους λόγω προσδοκιών που απέχουν από την πραγματικότητα, κυνηγώντας συνεχώς μια ιδανική εκδοχή που υπάρχει μόνο στη φαντασία τους. Το ίδιο το περιβάλλον των apps διευκολύνει επίσης συμπεριφορές όπως το ghosting, όπου η επικοινωνία διακόπτεται ξαφνικά και χωρίς καμία εξήγηση, αφήνοντας τον άλλον να αναρωτιέται τι πήγε στραβά. «Εξαρτάται από το πώς ορίζουμε την επιτυχία. Αν αναφερόμαστε στο ποσοστό εκείνων που δημιουργούν μακροχρόνιες σχέσεις μέσω των εφαρμογών, τότε τα αποτελέσματα είναι ανάμεικτα. Μολονότι πολλά ζευγάρια γνωρίζονται με αυτό τον τρόπο, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο “Computers in Human Behavior” διαπιστώνει ότι η υπερβολική προσφορά επιλογών οδηγεί σε δισταγμό και αναποφασιστικότητα, καθώς οι χρήστες εγκλωβίζονται εύκολα σε μια αέναη αναζήτηση του “καλύτερου” συντρόφου (Toma & Hancock, 2012)», εξηγεί ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Δημήτρης Παπαδημητριάδης.
Στο «φεμινιστικό» Bumble οι γυναίκες στέλνουν πρώτες μηνύματα, το Hinge είναι προσανατολισμένο στην εύρεση αληθινής αγάπης, το Raya είναι αποκλειστικό και ιδιωτικό και το The League είναι για «όσους θέλουν έξυπνους συντρόφους». Εφαρμογές όπως οι Lex, Her, Scruff και Feeld απευθύνονται σε LGBTQIA+ και μη μονογαμικούς daters. Στην πραγματικότητα, μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στον επιστημονική επιθεώρηση «Journal of Social and Personal Relationships» δείχνει ότι το 48% των ενηλίκων που χρησιμοποιούν dating apps το κάνει επειδή έχει την ευκαιρία να γνωρίσει άτομα που δεν θα είχε γνωρίσει διαφορετικά (Rosenfeld, Thomas, & Hausen, 2019). Χοντρικά, με πάνω από 8.000 ιστοσελίδες, περισσότερες από 1.500 εφαρμογές για να διαλέξετε και 300 εκατομμύρια ενήλικες που χρησιμοποιούν εφαρμογές γνωριμιών παγκοσμίως, θα περίμενε κανείς πως μιλάμε για success (love) story. Οι millennials που εξακολουθούν να ελπίζουν στις εφαρμογές έχουν αρχίσει να κουράζονται, ενώ τα άτομα της γενιάς Z εγκαταλείπουν τις εφαρμογές και αναζητούν το άλλο τους μισό από κοντά. Ενα επιβλητικό 65% των εφαρμογών γνωριμιών διαγράφεται μόλις σε ένα μήνα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της AppsFlyer. Και από αυτούς που απεγκαθιστούν τις εφαρμογές, το 90% το κάνει μέσα σε μία εβδομάδα. «Αν κάποιος αισθάνεται ότι τα dating apps δεν του κάνουν πια, είναι σημαντικό να αναγνωρίσει αυτή την αίσθηση και να αποφασίσει αν πρέπει να κάνει ένα διάλειμμα ή να αναπροσαρμόσει τις προσδοκίες του. Ίσως να χρειάζεται να επαναπροσδιορίσει τι αναζητά σε μια σχέση και να σκεφτεί άλλους τρόπους για να συναντήσει ανθρώπους», καταλήγει ο κ. Παπαδημητριάδης.
Χοντρικά, με πάνω από 8.000 ιστοσελίδες, περισσότερες από 1.500 εφαρμογές για να διαλέξετε και 300 εκατομμύρια ενήλικες που χρησιμοποιούν εφαρμογές γνωριμιών παγκοσμίως, θα περίμενε κανείς πως μιλάμε για success (love) story.
Το πιο σημαντικό εργαλείο για την επικοινωνία, η καρδιά
Τα dating apps έχουν αναμφίβολα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη διαδικασία των γνωριμιών, και αυτή η αλλαγή έχει και θετικές και αρνητικές πτυχές. Από τη μία, οι εφαρμογές αυτές επιτρέπουν την άμεση επικοινωνία και διευκολύνουν τη σύνδεση με άτομα από διαφορετικά περιβάλλοντα. Από την άλλη, υπάρχει ο κίνδυνος περιορισμού της αυθόρμητης και φυσικής αλληλεπίδρασης, καθώς οι συναντήσεις που κανονίζονται μέσω μιας οθόνης μπορεί να στερούνται της χημείας που αναπτύσσεται κατά την πραγματική ανθρώπινη επαφή. «Οι επιστήμονες επισημαίνουμε ότι η υπερβολική ενασχόληση με αυτές τις εφαρμογές μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για την κοινωνική μας ευαισθησία και την ικανότητά μας για ενσυναίσθηση (Finkel et al., 2012). Όταν η επικοινωνία περιορίζεται κυρίως σε ψηφιακές πλατφόρμες, κινδυνεύουμε να απομακρυνθούμε από τις αυθεντικές ανθρώπινες εμπειρίες που καλλιεργούν την πραγματική συναισθηματική σύνδεση. Αντί να βασιζόμαστε στη φυσική δυναμική μιας ζωντανής συνομιλίας ή μιας αυθόρμητης χειρονομίας, αυτοπεριοριζόμαστε σε έναν κόσμο όπου η εικόνα και η πρώτη εντύπωση είναι το παν, και η βαθύτερη επικοινωνία παραμερίζεται για χάρη της ευκολίας και της ταχύτητας. Αυτή η μετατόπιση οδηγεί εύκολα σε έναν κύκλο επιφανειακών σχέσεων, όπου η ουσιαστική σύνδεση και η αλληλοκατανόηση σπανίζουν. Είναι σαν να επιχειρούμε να δημιουργήσουμε μια σύνδεση πίσω από το γυαλί ενός κινητού ξεχνώντας ότι το πιο σημαντικό εργαλείο για την ανθρώπινη επικοινωνία δεν ήταν ποτέ το δάχτυλο που σέρνει την οθόνη, αλλά η καρδιά που ακούει και απαντά», εξηγεί ο κ. Παπαδημητριάδης.
«Είναι σαν να επιχειρούμε να δημιουργήσουμε μια σύνδεση πίσω από το γυαλί ενός κινητού ξεχνώντας ότι το πιο σημαντικό εργαλείο για την ανθρώπινη επικοινωνία δεν ήταν ποτέ το δάχτυλο που σέρνει την οθόνη, αλλά η καρδιά που ακούει και απαντά».
Aξίζει να πούμε ότι οι εφαρμογές γνωριμιών έχουν βοηθήσει πολλούς ανθρώπους να βρουν την αγάπη. Σύμφωνα με μια έρευνα του Pew Research Center, που δημοσιεύτηκε πέρυσι, «ένας στους 10 ενήλικες που έχουν συνάψει σχέση -δηλαδή όσοι είναι παντρεμένοι, ζουν με σύντροφο ή βρίσκονται σε σχέση- γνώρισε το σημερινό του σύντροφο μέσω εφαρμογής γνωριμιών». Ίσως, λοιπόν, να μην είναι τα apps αυτά που φταίνε, αλλά ο τρόπος που μας κάνει να νομίζουμε ότι η ζωή είναι ένα ατελείωτο reality show, όπου παίζουμε όλοι το ρόλο του πρωταγωνιστή – χωρίς να θυμόμαστε ότι τελικά όλοι αναζητούν το ίδιο πράγμα: ένα συμπρωταγωνιστή που να μη χρειάζεται ειδικά εφέ για να τον αγαπήσουμε.