Από την Άννα Δαμιανίδη
Σηκώνω το εγγόνι μου αγκαλιά να πάμε στην αλλαξιέρα και καθώς το μικρό του βάρος πλημμυρίζει το σώμα μου, προφέρω ασυναίσθητα τις χαϊδευτικές φράσεις που έλεγε η μάνα μου όταν σήκωνε αγκαλιά τα παιδιά μου, έτσι όπως τις άκουγα την ώρα που έφευγα από το σπίτι έτοιμη, ντυμένη για δουλειά, και ήθελα να σταθώ να της κάνω παρατήρηση να μη λέει χαζομάρες, αλλά έδινα τόπο στην οργή κι έκλεινα πίσω μου την πόρτα. Τώρα τις λέω και γεμίζει το στόμα μου, μου φαίνονται σοφές, αστείες και γεμάτες νόημα, ενώ δεν είναι παρά ασήμαντες και παλιοκαιρίσιες σαχλαμάρες. Κάτι vintage λέξεις. Ε, όχι, δεν θα τις γράψω κιόλας. Ντροπή. Εξάλλου δεν τις θυμάμαι καν, μου έρχονται από μόνες τους την κατάλληλη στιγμή – ή μάλλον την ακατάλληλη. Μου αρέσουν ξαφνικά τόσο πολύ, σαν να διασκεδάζω με τον παλιό αυστηρό εαυτό μου, τις λέω και τις ξαναλέω, ειδικά όταν λείπουν οι γονείς του μωρού, να μη θεωρήσουν ότι ακούει αμφίβολου γούστου καλαμπούρια το παιδί. Γελάω μόνη μου, και τον κοιτάζω συνωμοτικά, θα γελάσεις κι εσύ; Γελάει. Μεταφέρω κάτι παλιό στην ακοή και τη μνήμη του, κάτι που σίγουρα δεν θα θυμάται όταν μεγαλώσει, και απλώς αντηχεί παράξενα, κάπως ξεκούδουνα στο σπιτάκι των παιδιών στο Λονδίνο. Σαν να μη μιλάω εγώ ξαφνικά, σαν να μιλάει η μητέρα μου, με τη δική της εκφορά του λόγου, ακόμα και την ανεπαίσθητη προφορά της που τη θυμόταν κι εκείνη μόνο όταν ανέτρεχε σε αστεία που είχε ακούσει από τον πατέρα της, τον χιουμορίστα παππού μου.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ αυτό που μου συμβαίνει. Όταν μεγάλωναν τα παιδιά μου ήμουν σίγουρη ότι δεν θα βρισκόμουν ποτέ στη θέση της μαμάς μου, η οποία κάθε πρωί στις 9 μου τηλεφωνούσε για να συσκεφθούμε πάνω στο μενού της ημέρας. Εγώ ακόμα έπινα καφέ και η ιδέα του μεσημεριανού αναστάτωνε το πεπτικό μου σύστημα. Δεν ήμουν το παιδί των φρονίμων που θα μαγείρευε πριν πεινάσει. Ήθελα να ζω ελεύθερη από τέτοιες έγνοιες, να πηγαίνω μια βόλτα για street food όταν πεινούσα. Κι όμως, τώρα έχω διάθεση να ρωτήσω τα παιδιά μου, και μάλιστα ακριβώς την ίδια ώρα, γύρω στις 9 το πρωί, τι θα ήθελαν να ετοιμάσω για γεύμα. Κρατιέμαι μόνο επειδή θυμάμαι πόσο με εκνεύριζε κάποτε.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ αυτό που μου συμβαίνει. Όταν μεγάλωναν τα παιδιά μου ήμουν σίγουρη ότι δεν θα βρισκόμουν ποτέ στη θέση της μαμάς μου, η οποία κάθε πρωί στις 9 μου τηλεφωνούσε για να συσκεφθούμε πάνω στο μενού της ημέρας.
Αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλά με τρόπο που επιλέγουν, έτσι νόμιζα. Σκέφτονται, ζυγίζουν, αποφασίζουν. Δεν μπαίνουν σε στερεότυπους ρόλους με τα μάτια κλειστά, αναπαράγοντας φράσεις, λέξεις και χειρονομίες σαν αυτόματα. Και συνταγές, οι οποίες μάλιστα δεν είναι καν καταγραμμένες κάπου, εφαρμόζονται σαν να τις ήξερα εκ γενετής. Φτιάχνω τα παραδοσιακά αλλά ελαφρά πιάτα που έφτιαχνε η μαμά μου, χωρίς να τα διαφημίζει ιδιαίτερα όπως έκανε ο πατέρας. «Έλα, μωρέ, σιγά το πράμα», έλεγε όταν την επαινούσαμε για τις δημιουργίες της. «Σιγά το πράμα» λέω κι εγώ με ειλικρίνεια, γιατί υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση από εκείνους τους μουσακάδες και τις σπανακόπιτες που εμφανίζονταν κατά καιρούς χωρίς εισαγωγές και πολλά ταρατατζούμ, και μας άφηναν όλους άφωνους να ψάχνουμε να βρούμε κατάλληλους τρόπους να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό και την ευγνωμοσύνη μας. Δεν πιστεύω ότι θα φτάσω ώς εκεί, αλλά και πάλι, πού ξέρεις; Ποιος το περίμενε να συναντήσω τη μητέρα μου στη γιαγιαδοσύνη, εγώ, που ως μητέρα ήθελα κάθε στιγμή να είμαι διαφορετική από εκείνη;
Είναι παράξενο, γιατί έκανα παιδιά σχεδόν από πείσμα απέναντι στους γονείς μου, για να τα μεγαλώσω αλλιώτικα απ’ ό,τι είχαν εκείνοι μεγαλώσει εμάς. Στα παιδικά τους χρόνια προσπαθούσα κάθε στιγμή να εφαρμόσω αυτή την απόφαση. Με είχαν κλεισμένη στο σπίτι εμένα μικρή; Κάθε μέρα έτρεχα εγώ τα παιδιά στο πάρκο. Φοβόντουσαν τις τσουλήθρες, το παιχνίδι, το δρόμο, το χώμα; Ελεύθερα τα άφηνα εγώ να σκαρφαλώνουν, κι ας είχα αγωνία μην πέσουν, την έκρυβα μέσα μου, την κατάπινα και τους χαμογελούσα. Δεν θα σας κρατάω εγώ φυλακισμένα όπως με κρατούσαν οι δικοί μου γονείς, δεν θα φοβάμαι να σας αφήσω να ζήσετε. Θα καλλιεργήσω την ανεξαρτησία σας, όχι τις ενοχές απέναντί μου. Να γίνουν τα παιδιά ανεξάρτητα, να είμαι ανεξάρτητη κι εγώ, να μην κρεμαστώ επάνω τους, να μην τα εκβιάζω συναισθηματικά, να τα σέβομαι, να με σέβονται.
– Όταν θα κάνω παιδιά και θα γίνεις γιαγιά… είχε αρχίσει να μου λέει μια μέρα ο μεγάλος μου, και τον είχα διακόψει:
– Όταν θα κάνεις παιδιά, δεν θα είμαι γιαγιά σαν τη δική σου, αυτό είναι το μόνο βέβαιο.
Λάθος, μικρέ μου, λάθος. Πιστεύω ότι υπήρξα πολύ διαφορετική ως μητέρα από τη δική μου, αλλά ως γιαγιά τη συνάντησα χωρίς ραντεβού στο δρόμο. Ελπίζω να μη θυμάσαι αυτό που σου είχα πει και να γελάς μαζί μου. Γελάω μόνο εγώ μαζί μου, γελάω κάτω από τα μουστάκια μου και κάτω από τη φωνή της γιαγιάς σου που ακούγεται τώρα πάνω από την κούνια του εγγονού μου, με το δικό μου στόμα, να διηγείται μια αστεία ιστορία του παππού με θεσσαλική προφορά αλλοιωμένη από δύο γενιές αθηναϊκής ζωής. Διότι έχει κι αυτός εμφανιστεί τώρα, ο μόνος παππούς που γνώρισα, και που έμενε μακριά μας, ακριβοθώρητος και πολυαγαπημένος. Ερχόταν κάθε τόσο στην Αθήνα και έμενε στο σπίτι μας, στον καναπέ του σαλονιού. Ηταν μέρες μεγάλης χαράς όταν μπορούσα να τρέξω το πρωί να τον ξυπνήσω και να τον βοηθήσω να φορέσει τις τιράντες του για να πάμε βόλτα στο πάρκο. Θυμάμαι ότι συνήθιζε μια παράξενη συναλλαγή μαζί μου κάθε φορά που συναντιόμασταν τα χρόνια εκείνα, που έκανες περισσότερες ώρες να ταξιδέψεις από την Αθήνα στο Αγρίνιο, όπου έμενε, απ’ όσο κάνεις τώρα να πας από την Αθήνα στο Λονδίνο. Πήγαινα λοιπόν να τον βρω κρατώντας ένα μικρό νόμισμα, ας πούμε μια δεκάρα, και ρωτούσα: «Παππού, να σου δώσω μια δεκάρα, να μου δώσεις μια δραχμή;». Ή πενηνταράκι, ή τάλιρο, ή οτιδήποτε είχα, και πάντα έβαζα το μυαλό μου να δουλέψει να ζητήσει κάτι μεγαλύτερο, έκανα υπολογισμούς, κι εκείνος συμφωνούσε και μου έδινε αυτό που ζητούσα παίρνοντας αυτά που προσέφερα. Ήξερα ότι αυτό δεν ήταν σωστό, κανένας άλλος δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί κάτι τέτοιο, φοβόμουν λίγο κάθε φορά, και όταν έλεγε το ναι και άρχιζε να ψάχνεται για να βρει κέρματα, χοροπηδούσα από τη χαρά μου. Μπορούσα να αγοράσω το παγωτό που ήθελα ή το εικονογραφημένο περιοδικό, αλλά κυρίως ανάσαινα βαθιά γιατί υπήρχε στη ζωή μου έστω και για μικρές περιόδους αυτός ο άνθρωπος που μετρούσε αλλιώς τα λεφτά επειδή με αγαπούσε χωρίς μέτρο.
Πιστεύω ότι υπήρξα πολύ διαφορετική ως μητέρα από τη δική μου, αλλά ως γιαγιά τη συνάντησα χωρίς ραντεβού στο δρόμο.
Ντύνω το μωρό και βγαίνουμε για βόλτα στο πάρκο. Κάθε πρωί κάπου στη γειτονιά υπάρχει πρόγραμμα για παιδάκια μικρότερα του ενός έτους, το προσφέρουν οι δήμοι δωρεάν και είναι μάλλον το μόνο δωρεάν πράγμα που υπάρχει για την ηλικία αυτή. Δευτέρα στη βιβλιοθήκη του πάρκου, Τρίτη στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς, Τετάρτη στην κεντρική βιβλιοθήκη της συνοικίας, και ούτω καθεξής. Από βιβλιοθήκες, άλλο τίποτε. Στην πανάκριβη αυτή πόλη τα πάρκα και οι βιβλιοθήκες είναι η μεγάλη πολυτέλεια, ανοιχτά για όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα για βρέφη είναι παιδικά τραγούδια με παντομίμα που συμμετέχουν γονείς και παιδιά καθισμένοι σε κύκλο. Όλα τα χρώματα και τα σχέδια της ανθρώπινης φυλής ανακατεύονται σε αυτούς τους κύκλους, αλλά τα τραγούδια είναι πάνω-κάτω τα ίδια. Κοντεύω να τα μάθω απέξω. Εκτός από μένα, υπάρχει μια Γιαπωνέζα γιαγιά, αλλά κανένας παππούς, μπαμπάδες ένας προς εφτά μαμάδες.
Επιστρέφουμε και καθώς κοιμάται μαγειρεύω και σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είμαι σαν τις γιαγιάδες των διαφημίσεων, που ανοίγουν την πόρτα στα μεγάλα σπίτια τους και υποδέχονται τα εγγόνια τους κάθε Κυριακή με όλη την οικογένεια, δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να τα δουν σε ξένες πόλεις. Αλλά έτσι είμαστε τώρα. Οι φίλες μου όλες έχουν παιδιά στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ και κάθονται μήνες στο σπίτι τους όταν τα εγγόνια τους είναι μικρά. Τώρα χρειαζόμαστε ταλέντα προσαρμογής, τώρα εξασκούμαστε στην ανεκτικότητα, βγάζουμε νέες ρίζες στα γεράματα, αερόριζες, σαν εκείνους τους κάκτους στα αθηναϊκά μας ευρύχωρα διαμερίσματα που βουίζουν πλέον άδεια. Ανοιχτές και ευέλικτες οι νέες γιαγιάδες, που δεν είμαστε νέες στην πραγματικότητα γιατί ανήκουμε στις γενιές που άργησαν να κάνουν παιδιά, τα δε παιδιά μας άργησαν ακόμα περισσότερο να κάνουν δικά τους παιδιά.
Μαγειρεύω και σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είμαι σαν τις γιαγιάδες των διαφημίσεων, που ανοίγουν την πόρτα στα μεγάλα σπίτια τους και υποδέχονται τα εγγόνια τους κάθε Κυριακή με όλη την οικογένεια, δεν ταξιδεύουν χιλιόμετρα για να τα δουν σε ξένες πόλεις.
Η γλωσσολόγος φίλη μου υποστηρίζει ότι το εγγόνι μου θα γίνει τρίγλωσσο, με τρεις μητρικές γλώσσες, της μαμάς, του μπαμπά και του τόπου. Λέει ότι αυτό συμβαίνει έτσι, η επιστήμη το βεβαιώνει. Εγώ έχω τις αμφιβολίες μου. Προς το παρόν το εγγονάκι μου μιλάει μόνο τη γλώσσα των βρεφών, την ακατανόητη, που τόσες γενιές ανθρώπινης σοφίας δεν κατάφεραν να αποκρυπτογραφήσουν. Μπορεί να είναι κοντά στα θεσσαλικά του παππού μου αυτή η γλώσσα, γι’ αυτό μου έρχονται στο στόμα ανεξέλεγκτα. Η επιστήμη δεν έχει αποφανθεί, ίσως περνάμε μαζί ένα στάδιο που το μεν βρέφος διανύει τις χιλιετίες της ανθρώπινης εξέλιξης μέσα σε λίγους μήνες για να γίνει ανθρωπάκι, η δε γιαγιά βυθίζεται κι αυτή μαζί του σε όσους αιώνες μπορεί, όσο φτάνει για να το πιάσει από το χέρι και να το βοηθήσει ν’ ανέβει. Και φαίνεται ότι στη διαδρομή αυτή δεν υπάρχει φόβος πια για εξάρτηση, συναισθηματικούς εκβιασμούς, έλλειψη σεβασμού. Η ίδια η ηλικία μας μάς εξασφάλισε ανοσία από κάτι τέτοια.