Το Αλτσχάιμερ είναι μια ασθένεια που ληστεύει τη μνήμη (με τον καιρό ανεπιστρεπτί) και η εύρεση θεραπείας είναι από τα πράγματα που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο για την ιατρική επιστήμη. Ενώ τα πρόσφατα εγκεκριμένα φάρμακα για τη νόσο του Αλτσχάιμερ δίνουν κάποιες υποσχέσεις για την επιβράδυνση της νόσου, οι τρέχουσες θεραπείες υπολείπονται κατά πολύ από το να είναι αποτελεσματικές στην ανάκτηση της μνήμης.
Όπως μπορούμε να πληροφορηθούμε και από το The Journal of Clinical Investigation, μια ομάδα επιστημόνων στο Buck Institute for Aging έχει επιλέξει ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης: Δεδομένου ότι οι περισσότερες τρέχουσες έρευνες για πιθανές θεραπείες για τη νόσο του Αλτσχάιμερ επικεντρώνονται στη μείωση των τοξικών πρωτεϊνών, όπως η tau και το αμυλοειδές βήτα, που συσσωρεύονται στον εγκέφαλο καθώς εξελίσσεται η ασθένεια, η ομάδα απομακρύνθηκε από αυτή τη διαδρομή για να εξερευνήσει μια εναλλακτική λύση. «Αντί να προσπαθούμε να μειώσουμε τις τοξικές πρωτεΐνες στον εγκέφαλο, προσπαθούμε να αντιστρέψουμε τη βλάβη που προκαλείται από τη νόσο του Αλτσχάιμερ για να αποκαταστήσουμε τη μνήμη», είπε η καθηγήτρια Tara Tracy, PhD, επικεφαλής της επίμαχης μελέτης.
Η εργασία βασίζεται σε μια πρωτεΐνη που ονομάζεται KIBRA, η οποία ονομάστηκε επειδή βρίσκεται στα νεφρά (kidneys) και στον εγκέφαλο (brain). Στον εγκέφαλο, εντοπίζεται κυρίως στις συνάψεις, οι οποίες είναι οι συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων που επιτρέπουν τον σχηματισμό και την ανάκληση αναμνήσεων. Η έρευνα έδειξε ότι η KIBRA απαιτείται για να σχηματίσουν μνήμες οι συνάψεις και η ομάδα της Tracy ανακάλυψε ότι οι εγκέφαλοι με νόσο του Αλτσχάιμερ έχουν έλλειψη σε αυτή τη συγκεκριμένη πρωτεΐνη.
«Αναρωτηθήκαμε πώς τα χαμηλότερα επίπεδα του KIBRA επηρέασαν τη σηματοδότηση στη σύναψη και αν η καλύτερη κατανόηση αυτού του μηχανισμού θα μπορούσε να δώσει κάποια εικόνα για το πώς να επιδιορθωθούν οι συνάψεις που είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια της νόσου Αλτσχάιμερ», δήλωσε ο επιστήμονας Grant Kauwe, PhD, ο οποίος είναι επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης μαζί με την Τracy. «Αυτό που εντοπίσαμε είναι ένας μηχανισμός που θα μπορούσε να στοχεύσει στην αποκατάσταση της συναπτικής λειτουργίας και τώρα προσπαθούμε να αναπτύξουμε μια θεραπεία που βασίζεται σε αυτό το έργο».
Η ομάδα μέτρησε αρχικά τα επίπεδα του KIBRA στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό των ανθρώπων και διαπίστωσαν ότι ανάλογα με τη σοβαρότητα της ασθένειας εντοπιζόντουσαν υψηλότερα επίπεδα KIBRA στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, αλλά χαμηλότερα επίπεδα στον εγκέφαλο.
«Βρήκαμε επίσης αυτή την εκπληκτική συσχέτιση μεταξύ των αυξημένων επιπέδων tau και των αυξημένων επιπέδων KIBRA στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό», είπε η Tracy. «Ήταν πολύ περίεργο το πόσο ισχυρή ήταν η σχέση, κάτι που δείχνει πραγματικά τον ρόλο του KIBRA να επηρεάζεται από το tau στον εγκέφαλο». Η ομάδα διερευνά περαιτέρω αυτό το φαινόμενο, ελπίζοντας ότι το KIBRA θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βιοδείκτης της συναπτικής δυσλειτουργίας και της γνωστικής έκπτωσης που θα μπορούσε να είναι χρήσιμος για τη διάγνωση, το σχεδιασμό της θεραπείας και την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου και της ανταπόκρισης στη θεραπεία.
Για να καταλάβει πώς το KIBRA επηρεάζει τις συνάψεις, η ομάδα δημιούργησε μια συντομευμένη λειτουργική έκδοση της πρωτεΐνης KIBRA. Σε ποντίκια – πειραματόζωα, που έχουν μια πάθηση που μιμείται την ανθρώπινη νόσο Αλτσχάιμερ, διαπίστωσαν ότι αυτή η πρωτεΐνη μπορεί να αναστρέψει την εξασθένηση της μνήμης που σχετίζεται με αυτόν τον τύπο άνοιας και διαπίστωσαν ότι το KIBRA περισώζει μηχανισμούς που προάγουν την ανθεκτικότητα των συνάψεων.
Μαζί με άλλες θεραπείες που υπάρχουν ήδη ή θα έρθουν στο μέλλον, μια θεραπεία KIBRA για την αποκατάσταση των συνάψεων θα μπορούσε να είναι μια πολύτιμη προσθήκη. «Η μείωση των τοξικών πρωτεϊνών είναι φυσικά σημαντική, αλλά η επιδιόρθωση των συνάψεων και η βελτίωση της λειτουργίας τους είναι ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας που θα μπορούσε να βοηθήσει», είπε η Tracy. «Θεωρώ ότι αυτό θα έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στο μέλλον».