Η ιστορία που μοιράζεται η Leanne Maskell με το Marie Claire UK αναδεικνύει από μια πολύ προσωπική οπτική την πρόκληση που αντιμετωπίζουν άπειρες ακόμα γυναίκες, και άντρες, να βρουν την ισορροπία στη χρήση των social media. Το πρώην μοντέλο και νυν coach trainer σε θέματα ΔΕΠΥ βρέθηκε εγκλωβισμένο σε μια εξαρτητική και αυτοκαταστροφική σχέση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προτού βρει, τελικά, τη δύναμη να πάρει την απόφαση που θα του έσωζε τη ζωή: να διαγράψει τους λογαριασμούς του στο Instagram και το Facebook.
Η μαρτυρία της είναι αποκαλυπτική για πολλές νέες γυναίκες και κορίτσια που διεκδικούν καθημερινά τη φευγαλέα και συχνά πληρωμένη αναγνώριση των likes και των comments.
«Όταν ήμουν 13 ετών έλαβα ένα μήνυμα στο Myspace (μια πλατφόρμα πριν από το Facebook που σου ζητούσε να απαριθμήσεις δημοσίως τους οκτώ καλύτερούς σου φίλους) από τα κορίτσια που για χρόνια μου είχαν κάνει bullying αποκαλώντας με “άσχημη”. Όπως μου έγραφαν: “Είσαι φανταστική στη Vogue!”. Μπερδεύτηκα. Δεν είχε αλλάξει τίποτα στην εμφάνισή μου, που προφανώς τις ενοχλούσε, πέρα από το γεγονός ότι ένας ξένος είχε αποφασίσει να την εκμεταλλευτεί. Δεν ήθελα να κάνω εκείνη τη φωτογράφιση, αλλά με είχαν πιέσει “απλά να το προσπαθήσω”. Πρακτικά, αυτό σήμαινε να με γδύσουν δύο άντρες γελώντας, ενώ αγωνιζόμουν να καλύψω το ανύπαρκτο στήθος μου, και να με κάνουν να γονατίσω προκλητικά μέσα στο δάσος, ως το “νέο πρόσωπο” μιας μάρκας εσωρούχων.
»Εκείνη η φωτογράφιση ήταν μια απαίσια εμπειρία, αλλά έμοιαζε να αξίζει τον κόπο μόνο και μόνο για αυτό το μήνυμα από τους νταήδες μου. Ένιωσα ότι οι άλλοι με συμπαθούσαν περισσότερο όταν με έβλεπαν σε περιοδικά, έτσι το μόντελινγκ έγινε η ασπίδα μου. Στο σχολείο έγινα γνωστή σαν Το Μοντέλο. Πόζαρα για εξώφυλλα περιοδικών και αφίσες, παραπατούσα σε πασαρέλες. Μισούσα τα πάντα. Με ταπείνωναν άγνωστοι άνθρωποι μέσα στην παγωνιά, κάνοντάς με να παίρνω πόζες που δεν καταλάβαινα -όπως να ξαπλώνω πάνω σε παράθυρα αυτοκινήτων- και να λιμοκτονώ με σοβαρές διατροφικές διαταραχές.
«Ένιωσα ότι οι άλλοι με συμπαθούσαν περισσότερο όταν με έβλεπαν σε περιοδικά, έτσι το μόντελινγκ έγινε η ασπίδα μου. Στο σχολείο έγινα γνωστή ως Το Μοντέλο».
»Συνέχισα να κάνω μόντελινγκ γιατί μου έδινε περιεχόμενο για να μοιράζομαι και να νιώθω ότι ελέγχω λίγο περισσότερο την εικόνα του σώματός μου. Ντρεπόμουν γιατί κανένας -ούτε καν εγώ η ίδια- δεν θα μπορούσε ποτέ να μοιάσει με εκείνο το κορίτσι στα περιοδικά γιατί η φωτοσοπαρισμένη εκδοχή μου δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, αλλά αυτό δεν με εμπόδισε από το να προσπαθώ. Όταν έκανα επαγγελματικό μακιγιάζ το διατηρούσα για μέρες, προσεκτικά, ακόμα και στον ύπνο μου.
»Συνέχισα έτσι για χρόνια. Άγνωστοι μετρούσαν τις αναλογίες μου κάθε εβδομάδα, ενώ εγώ πιεζόμουν να γδύνομαι σε υπνοδωμάτια αντρών φωτογράφων και να υφίσταμαι καθημερινά κριτική για την εμφάνισή μου. Το Instagram με βοήθησε να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό ήθελα πραγματικά. Εθίστηκα στη δημιουργία μιας ψεύτικης πραγματικότητας με αντάλλαγμα εξωτερική αναγνώριση. Δεν είχε καμία σημασία το πόσο άσχημα εξελισσόταν τα πράγματα -αν ήμουν για παράδειγμα καταχρεωμένη ή αν έπρεπε να μοιράζομαι κρεβάτια με αγνώστους σε φωτογραφίσεις στο εξωτερικό- αρκεί ο λογαριασμός μου στο Instragram να έδινε την εντύπωση ότι #ζούσατοόνειρο.
«Δεν είχε καμία σημασία το πόσο άσχημα εξελισσόταν τα πράγματα -αν ήμουν για παράδειγμα καταχρεωμένη ή αν έπρεπε να μοιράζομαι κρεβάτια με αγνώστους σε φωτογραφίσεις στο εξωτερικό- αρκεί ο λογαριασμός μου στο Instragram να έδινε την εντύπωση ότι #ζούσατοόνειρο».
»Η καλύτερη στιγμή της ημέρας ήταν όταν πόσταρα selfies μετά από δύο ώρες επαγγελματικού χτενίσματος και μακιγιάζ, δίνοντας την εντύπωση ότι ήμουν περιζήτητη και πολυάσχολη. Στη διάρκεια των πολλών ημερών που δεν είχα δουλειά, ανέβαζα παλιές φωτογραφίες με την ακίνδυνη λεζάντα “Να έχετε μια όμορφη (εδώ προσθέτετε ημέρα της εβδομάδας)”! Ένιωθα υποχρεωμένη να δίνω διαρκώς την εντύπωση ότι θέλουν όλοι να δουλέψουν μαζί μου και έπαθα εμμονή με τον αριθμό των υποψήφιων πελατών που θα έβλεπαν το προφίλ μου.
»Όταν ήρθε το Instagram, οι πελάτες άρχισαν να με ρωτούν πόσους ακόλουθους είχα, ενώ ένα πρακτορείο με έπεισε να αγοράσω ψεύτικους followers, που τότε ήταν πολύ φτηνοί. Καθώς όμως δεν είναι εύκολο να τους ξεφορτωθείς μετά, είχα συνέχεια το άγχος ότι “θα με ανακάλυπταν” γιατί οι αλληλεπιδράσεις με το προφίλ μου δεν ανταποκρίνονταν στον αριθμό των followers που είχα. Όπως πολλά ακόμα μοντέλα, κατέληξα να αγοράζω ψεύτικα likes και comments σχεδόν καθημερινά, ένα σπορ που έγινε ακριβό.
»Μισούσα τον εαυτό μου γιατί ένιωθα ότι λέω ψέματα και ότι κάνω τους άλλους να αισθάνονται άσχημα για τον εαυτό τους, αλλά το μόνο που ήξερα να κάνω ήταν να μετατρέπω τον εαυτό μου σε αντικείμενο. Το να επιμελούμαι μια fake, χαρούμενη και δημοφιλή εκδοχή του εαυτού μου μού έδινε μια ψευδαίσθηση ελέγχου και μπορούσα εύκολα να δικαιολογηθώ ότι δουλεύω. Δεν είχα κανένα άλλο σημείο αναφοράς για τη ζωή μου και την ταυτότητά μου.
«Το να επιμελούμαι μια fake, χαρούμενη και δημοφιλή εκδοχή του εαυτού μου μού έδινε μια ψευδαίσθηση ελέγχου και μπορούσα εύκολα να δικαιολογηθώ ότι δουλεύω. Δεν είχα κανένα άλλο σημείο αναφοράς για τη ζωή μου και την ταυτότητά μου».
»Μετακόμισα στην Αυστραλία ελπίζοντας σε μια ινσταγκραμική εκδοχή χάπι εντ βγαλμένου από ταινία της Disney, αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν μια ακόμα ψευδαίσθηση. Η ζωή μου μέσα σε μια φούσκα του Instagram με έκανε ακόμα πιο δυστυχισμένη γιατί ένιωθα ότι έπρεπε να νιώθω ευτυχισμένη και δεν καταλάβαινα γιατί δεν μπορούσα να είναι. Ζούσα μέσα στην ομορφιά, αλλά δεν είχα νιώσει ποτέ πιο άσχημη.
»Ένιωσα ότι είχα φτάσει στο τέλος του ουράνιου τόξου για να διαπιστώσω ότι δεν υπήρχε απολύτως τίποτα εκεί. Άρχισα να σκέφτομαι, μυστικά και εμμονικά, να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου. Με τάγκαρα σε σημεία διαβόητα για τις πολλές αυτοκτονίες που συνέβαιναν εκεί. Προσπαθούσα να υπολογίσω τις πιθανότητες επιτυχίας που θα είχε μια τέτοια προσπάθεια, σαν να ήταν μια ακόμα μορφή περιεχομένου που σκόπευα να δοκιμάσω, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι θα επιβίωνα και θα άκουγα πόσο απίστευτα αγνώμων και εγωίστρια ήμουν. Όπως συνήθιζε να μου υπενθυμίζει η οικογένειά μου, εδώ υπήρχαν παιδιά στην Αφρική που πέθαιναν από την πείνα.
»Ευτυχώς, προτού μού δοθεί η ευκαιρία να διαγράψω τον εαυτό μου, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να διαγράψω τους λογαριασμούς μου στα social media. Αν ούτως ή άλλως δεν ήθελα να ζω, μπορούσα να δοκιμάσω αρχικά τη ζωή χωρίς τη διαδικτυακή ταυτότητά μου. Η διαγραφή των λογαριασμών μου στο Instagram και στο Facebook μού έσωσε τη ζωή. Αμέσως σταμάτησε ο θόρυβος – δεν υπήρχαν likes, ειδοποιήσεις ή μηνύματα στα οποία έπρεπε να απαντήσω, μόνο ο πραγματικός κόσμος γύρω μου και η ελευθερία μιας νέας ταυτότητας. Σταμάτησα να κάνω πράγματα για τα social media και άρχισα να τα κάνω καθαρά για τη δική μου ευχαρίστηση. Συνειδητοποίησα πόσο πολλές σχέσεις ήταν εξαρτημένες από τα social media και άρχισα να χτίζω μια ζωή που με ικανοποιούσε στον πραγματικό κόσμο.
«Ευτυχώς, προτού μού δοθεί η ευκαιρία να διαγράψω τον εαυτό μου, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να διαγράψω τους λογαριασμούς μου στα social media. Αν ούτως ή άλλως δεν ήθελα να ζω, μπορούσα να δοκιμάσω αρχικά τη ζωή χωρίς τη διαδικτυακή ταυτότητά μου. Η διαγραφή των λογαριασμών μου στο Instagram και στο Facebook μού έσωσε τη ζωή».
»Μετά από λίγους μήνες ξαναμπήκα στον κόσμο των social media με νέους λογαριασμούς και τους δικούς μου όρους – αντιμετωπίζοντάς τον σαν τη ζάχαρη, κάτι καλό σε μικρές δόσεις, αλλά ιδιαίτερα εθιστικό. Με ανανέωσε το γεγονός ότι άνοιξα καινούριους λογαριασμούς, αλλά για πολλούς νέους ανθρώπους, που έχουν μεγαλώσει online, αυτή η σκέψη είναι κάπως σαν να ακρωτηριάζεις το ίδιο σου το πόδι. Ως coach, είμαι στη μοναδική θέση να κατανοώ τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι που μεγαλώνουν σήμερα μέσα στα social media και τη σύγχυση των γονιών τους, που μεγάλωσαν σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.
»Σήμερα βλέπω ότι όλοι ζουν παρόμοιες εμπειρίες με τις δικές μου. Τα social media μάς επιτρέπουν να πρωταγωνιστούμε στις δικές μας φωτογραφίσεις, που δεν τελειώνουν ποτέ, να μετατρέπουμε τις εμπειρίες μας σε αντικείμενα, το σώμα μας σε καταναλωτικό προϊόν. Για πολλούς η διαδικτυακή παρουσία έχει γίνει προέκταση (ή υποκατάστατο) της ταυτότητάς μας στην πραγματική ζωή. Το “influencing” έχει γίνει μια φαινομενικά βιώσιμη επιλογή καριέρας για πολλούς νέους ανθρώπους αλλά, πιστέψτε με όταν λέω ότι όταν πουλάτε αυτό που είστε αντί για αυτό που κάνετε είναι σαν να πουλάτε την ψυχή σας. Χρειάστηκε να διαγράψω εξ ολοκλήρου την παρουσία μου στα social media για να ξανακερδίσω τη δική μου».