Ένα υγιές ανοσοποιητικό σύστημα προστατεύει το σώμα μας από τις ασθένειες. Όμως σε έναν στους δέκα ανθρώπους δυσλειτουργεί και αρχίζει να επιτίθεται στα ίδια τα κύτταρά του. Τότε παρουσιάζονται τα λεγόμενα αυτοάνοσα νοσήματα, μια κατηγορία στην οποία ανήκουν, μεταξύ άλλων, ο λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η σκλήρυνση κατά πλάκας.
Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι γυναίκες διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν από κάποιο αυτοάνοσο – για την ακρίβεια, τέσσερις στους πέντε ασθενείς είναι γυναίκες, ενώ δεκαπλάσιος αριθμός γυναικών διαγιγνώσκεται με λύκο και εικοσαπλάσιος με το σύνδρομο Sjögren, που προκαλεί ξηρότητα στους οφθαλμούς και το στόμα. Γιατί, όμως;
Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι γυναίκες διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν από κάποιο αυτοάνοσο – για την ακρίβεια, τέσσερις στους πέντε ασθενείς είναι γυναίκες, ενώ δεκαπλάσιος αριθμός γυναικών διαγιγνώσκεται με λύκο και εικοσαπλάσιος με το σύνδρομο Sjögren, που προκαλεί ξηρότητα στους οφθαλμούς και το στόμα. Γιατί, όμως;
Μια νέα έρευνα, του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, μπορεί να έχει την απάντηση. Συνδέει την εμφάνισή τους με ένα μόριο, το XIST, το οποίο έχει τη φυσιολογική λειτουργία να απενεργοποιεί το ένα από τα δύο χρωμοσώματα Χ σε κάθε κύτταρο του γυναικείου σώματος, όπως εξηγεί ένα νέο άρθρο του National Geographic.
Όπως παρατηρούν τώρα οι επιστήμονες, δεν είναι οι γυναικείες ορμόνες που παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτοάνοσων αλλά το XIST. Και παραδόξως, αυτό το αδύναμο σημείο ενδεχομένως να εξελίχθηκε κάποτε σαν εξελικτικό πλεονέκτημα των γυναικών, για να ζουν περισσότερο ώστε να είναι σε θέση να προστατεύουν τους απογόνους τους: «Οι γυναίκες έχουν καλύτερο ανοσοποιητικό σύστημα» σχολιάζει σχετικά ο δερματολόγος Johann Gudjonsson, συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Όπως προσθέτει η Vanessa Kronzer, ρευματολόγος στην Κλινική Μάγιο, συνήθως παράγουν περισσότερα αντισώματα από τους άντρες, τα οποία μάλιστα προφυλάσσουν και τα μωρά τους μέσω του θηλασμού.
Μια νέα έρευνα, του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, μπορεί να έχει την απάντηση. Συνδέει την εμφάνιση αυτοάνοσων με ένα μόριο, το XIST, το οποίο έχει τη φυσιολογική λειτουργία να απενεργοποιεί το ένα από τα δύο χρωμοσώματα Χ σε κάθε κύτταρο του γυναικείου σώματος.
Η απενεργοποίηση του ενός από τα δύο χρωμοσώματα Χ σε κάθε γυναικείο κύτταρο συμβαίνει ήδη από την περίοδο της ανάπτυξης του εμβρύου στη μήτρα. Αν και τα δύο χρωμοσώματα Χ παρέμεναν ενεργά, το κύτταρο που τα περιέχει θα πέθαινε. Ωστόσο, έχει υπολογιστεί ότι αυτή η διαδικασία δεν ολοκληρώνεται, με αποτέλεσμα το 15-23% των έξτρα γονιδίων στα χρωμοσώματα να παραμένουν ενεργά. Ένα από αυτά τα γονίδια που παραμένει ενεργό ενώ δεν θα έπρεπε έχει συνδεθεί με τον λύκο. Μάλιστα έχει διαπιστωθεί ότι άντρες και αγόρια που έχουν γεννηθεί με ένα έξτρα χρωμόσωμα Χ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο αυτοάνοσων.
Σε πειράματα που έκαναν λοιπόν οι ερευνητές σε πειραματόζωα στο εργαστήριο παρατήρησαν ότι όταν έφεραν σε επαφή αρσενικά ποντίκια στα οποία είχαν προσθέσει XIST με κάποιον παράγοντα που ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό, τα επίπεδα αντισωμάτων που παρήγαγαν αλλά και οι βλάβες σε ιστούς ήταν παρόμοια με εκείνα στα θηλυκά. Επομένως, δεν αρκεί το XIST αλλά πρέπει να συνυπάρχει με κάποιον κληρονομικό ή περιβαλλοντικό παράγοντα για να εμφανιστεί ένα αυτοάνοσο. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν παρουσιάζουν όλες οι γυναίκες αυτοάνοσα νοσήματα.