Τα πρόσφατα σχόλια της Jodie Foster για τη συνεργασία της με ανθρώπους που ανήκουν στη Γενιά Ζ, οι οποίοι γεννήθηκαν από τα μέσα του 1990 ως τις αρχές των 10s, πείραξαν τις ευαίσθητες χορδές πολύ κόσμου. «Είναι πραγματικά ενοχλητικοί στη συνεργασία», είπε η διάσημη ηθοποιός, για να συμπληρώσει πως κάνουν ό,τι θέλουν και κανείς δεν τους βάζει όρια.
«Δημιουργούν τα δικά τους ωράρια. Λένε, α, δεν αισθάνομαι καλά σήμερα, θα έρθω στη δουλειά στις 10:30. Κι επίσης θεωρούν ότι το να χρησιμοποιούν σωστά τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού είναι κάτι ‘περιοριστικό’», δήλωσε στον Guardian η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός πριν από λίγες εβδομάδες. Η απάντηση που θα πήρε από την πλειοψηφία των νεαρών ατόμων που θα διάβασαν (ή μάλλον θα είδαν κάποιο σχετικό βίντεο στο TikTok) τη συνέντευξή της, ήταν μάλλον «ok, boomer». Στη συνέχεια, οι The Times αφιέρωσαν κάποιες σελίδες τους στο συγκεκριμένο θέμα, με επίκεντρο το ερώτημα αν οι άνθρωποι που γεννήθηκαν την πιο πάνω χρονική περίοδο είναι τεμπέληδες και δικαιολογούν αυτή τη στάση τους με διάφορους τρόπους. Μετά τους Times, σειρά είχε ο Independent και η Helen Coffey, η οποία πήγε το θέμα μερικά βήματα πιο πέρα:
Αν η Γενιά Ζ χαρακτηρίζεται από αδιαφορία και νωθρότητα και οι Baby Boomers σιγά σιγά αποσύρονται από την αγορά εργασίας, ποιος τραβάει το κουπί της οικονομίας κάθε χώρας;
Αν ανατρέξουμε σε σειρές εποχής, όπως το Mad Men, θα δούμε ότι οι εργαζόμενοι κατά τις 12 το μεσημέρι – έχοντας ξεκινήσει τη δουλειά τους στις 9 – έκαναν το διάλειμμά τους, το οποίο κρατούσε μία ώρα περίπου και κατά τη διάρκειά του μπορούσαν είτε να φάνε με ησυχία το μεσημεριανό τους είτε να κάνουν κάτι άλλο που θα τους ευχαριστούσε και θα τους έδινε ενέργεια για να δουλέψουν ακόμα 4 ώρες, μέχρι να χτυπήσουν την κάρτα του σχολάσματος. Και μετά, όλοι βρισκόντουσαν είτε στα μπαρ, είτε στο δρόμο για το σπίτι.
Παράλληλα, η Γενιά Ζ, που δείχνει με τη στάση της ότι κατά πλειοψηφία δουλεύει για να έχει χρήματα να ζει και όχι για να σώσει κάποια εταιρεία, ακολουθεί ένα παραπλήσιο pattern με αυτό των Boomers, τους οποίους κατά τα άλλα τόσο υποτιμούν: Κάνουν το ωράριό τους ελαστικό, δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν κάθε είδους δικαιολογία για να γλιτώσουν από κάποιο επιπλέον φόρτο εργασίας και, μόλις φτάσει η ώρα που λέει το συμβόλαιό τους ότι τελειώνουν, μαζεύουν τα πράγματά τους και φεύγουν. Υπάρχει κάτι κακό στο να φεύγεις στην ώρα σου; Το αντίθετο, έχει χυθεί αίμα για να κατοχυρωθεί αυτό το δικαίωμα. Ωστόσο καλό είναι πριν φύγεις στην ώρα σου να έχεις κάνει τη δουλειά σου όπως πρέπει, όχι τίποτα άλλο, για να μην μετακυλήσεις αυτό το βάρος σε κάποιον συνάδελφό σου που δεν φταίει.
Σύμφωνα λοιπόν με την Coffey, έχει δημιουργηθεί μία νέα ηθική στο χώρο εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας αυτοί που έχουν το φιλότιμο να δουλέψουν (ναι, η λέξη μεταφράζεται και σε άλλες γλώσσες, περιφραστικά) ανήκουν στη γενιά των Millenials, που γεννήθηκαν μετά τη γενιά Χ και ως τα τέλη του 1980. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέγονται από το Monitoring the Future, μία μελέτη διαρκείας που θέτει επί τάπητος διάφορα ζητήματα που αφορούν στα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε γενιάς, το ποσοστό των νέων ανθρώπων που είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν παραπάνω ώρες από τις συμφωνημένες ξεκίνησε να μειώνεται σταθερά μετά το 2010, και κατέρρευσε γύρω στο 2020. Αυτό προφανώς δεν είναι κακό, είναι ζήτημα ορίων. Η ειδοποιός διαφορά όμως είναι ότι αν δεν δουλεύουν (τις ώρες που πρέπει) οι άνθρωποι που εισήλθαν πρόσφατα στην αγορά εργασίας και αν οι boomers βγαίνουν στη σύνταξη, το μεγαλύτερο βάρος της δουλειάς πέφτει πάνω στη γενιά που ρήμαξε η οικονομική κρίση, πάνω που έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα.
Η γενιά των Millenials ήταν αποδέκτρια μίας ψευδεπίγραφης υπόσχεσης: δουλέψτε παραπάνω για να γίνετε κάτι παραπάνω και να αμοιφθείτε με κάτι παραπάνω. Το μόνο που συνέβη από αυτά ήταν το πρώτο. Οι Millenials έκοψαν και τα lunch breaks και οτιδήποτε μπορούσε να τους αποστερήσει κάποιο χρόνο εργασίας – να σημειωθεί ότι κάποιοι δεν άκουσαν ποτέ ότι τη φράση ότι την τάδε ώρα μπορείς να κάνεις διάλειμμα για να φας – γέμισαν τα πληκτρολόγιά τους με πιτσιλιές από ξύδι μπαλσάμικο και κομματάκια λιαστής ντομάτας από μίζερες σαλάτες που έτρωγαν για να πάρουν από κάπου βιταμίνες και δεν σταμάτησαν ποτέ να τσεκάρουν τα email τους, ακόμα και στο κρεβάτι, πριν κλείσουν το φως για να κοιμηθούν. Δεν ήθελαν και κάτι φοβερό, απλώς να ζουν άνετα με έναν μισθό. Αλλά η κρίση τους το στέρησε, και αυτό που απέμεινε ήταν η φιλοσοφία της δουλειάς χωρίς σταματημό, χωρίς την πληρωμή υπερωριών, χωρίς ανάσα για να συνειδητοποιήσουν τι είναι αυτό που κάνουν.
Την περίοδο 2008-2009, με την ανεργία να έχει εκτοξευτεί σε δεκάδες χώρες της Δύσης, όσοι κατάφερναν να εξασφαλίσουν μία δουλειά έπεφταν πάνω της με τα μούτρα: Κάπως έπρεπε να εξασφαλίσουν τη θέση τους. Αντίθετα, η Γενιά Ζ αποφοίτησε από τα πανεπιστήμια ή μπήκε στην αγορά εργασίας υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Έβρισκαν δουλειά πιο εύκολα, καθότι στο μεταξύ είχαν δημιουργηθεί και νέες θέσεις εργασίας που δεν ήταν διαθέσιμες για την προηγούμενη γενιά, και σε αυτό το πλαίσιο, αφού δεν είχαν βιώσει το φόβο της ανεργίας, διατήρησαν αυτή τη χαλαρότητα που είχαν ως μετέφηβοι και στο χώρο εργασίας τους.
Οι Boomers στο μεταξύ είναι διατεθειμένοι και να δουλέψουν παραπάνω και να παραβλέψουν κάποια πράγματα ώστε να στερηθούν κάποιες ώρες ξεκούρασης, ωστόσο έχουν ζήσει ολόκληρη την καριέρα τους στις ιδανικές συνθήκες εργασίας. Τι θα γίνει δηλαδή αν για δύο χρόνια, μέχρι να πάρουν σύνταξη, θα πρέπει να κάθονται στο γραφείο μισή ώρα παραπάνω;
Οι εργοδότες, βέβαια, θεωρητικά μπορούν να βρουν τους πάντες, όπου κι αν βρίσκονται, χάρη στην τεχνολογία. Ποιος όμως θα σηκώσει πιο εύκολα το τηλέφωνο, αυτός που έμαθε ότι πρέπει να δουλεύει όλη μέρα γιατί ενδέχεται να μείνει άνεργος ή αυτός που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, είτε γιατί τώρα ξεκινάει τη δουλειά είτε γιατί όπου να ‘ναι αποσύρεται δια παντός στο σπίτι του;
Τους Millenials ζορίζει ακόμα περισσότερο από άποψης πίεσης χρόνου και ψυχολογίας το γεγονός ότι η τηλεργασία δεν γίνεται με μέτρο. Τα σπίτια τους μετατρέπονται σε δεύτερα γραφεία και δεν έχουν πλέον ένα μέρος όπου να αισθάνονται ότι μπορούν να ξεφύγουν από την καθημερινότητα. Ούτε μπορούν να κάνουν τα ταξίδια που πραγματοποιούσαν οι Boomers: Πολλές φορές οριακά βγάζουν χρήματα για να καλύψουν το ενοίκιό τους.
Στη Μεγάλη Βρετανία, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Millenials θα εξακολουθήσουν για καιρό να κρατούν την οικονομία στους ώμους τους. Και όσο η μία γενιά τίθεται ενάντια στην άλλη, με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά, τόσο δεν θα επιτυγχάνεται κάποια λύση στο πρόβλημα. Μήπως τελικά αυτή βρίσκεται στο να υιοθετήσουμε ένα μέρος της εργασιακής ηθικής της Γενιάς Ζ και να μην προσπαθούμε να γίνουμε οι σωτήρες της εταιρείας μας; Μήπως αν καθόμαστε πιο κοντά στους Zennials «κολλήσουμε» λίγη από τη χαλαρότητά τους; Όπως και να το σκεφτούμε, όσοι ανήκουμε στους Millenials πρέπει να βάλουμε κάποιου είδους όρια και, κυρίως, να τα τηρήσουμε ό,τι κι αν γίνει. Ας μας πιάσει το φιλότιμο απέναντι στο χρέος μας για προσωπική ευεξία.