Ποιος δεν ευχαριστιέται όταν βγαίνει μια καλή φωτογραφία; Έχω φίλους που δεν περίμενα ποτέ να δω στο facebook και φίλους που θα τους κοβόταν το χέρι πριν βγάλουν σέλφι αλλά να που είμαστε όλοι εδώ, στο ίδιο timeline, να κάνουμε αυτό που κάποτε θεωρούσαμε κακόγουστο: επίδειξη. Κι εγώ, καθόλου αναμάρτητη, πρώτη απ’ όλους το ομολογώ: ελάχιστα πράγματα μου τονώνουν τη μέρα όσο λίγο πετυχημένο social networking, ιδανικά συνδυασμένο με μια λήψη που με κολακεύει.
Ναρκισσισμός. Αρχαίος όσο και η αντανάκλαση των ανθρώπων στα νερά μιας λίμνης αλλά τώρα τελευταία οι ψυχολόγοι λένε ότι το κακό έχει παραγίνει. To μεγαλύτερο φταίξιμο γι’ αυτή την αύξηση ματαιοδοξίας το ρίχνουν στους μιλένιαλ. Τα παιδάκια που γεννήθηκαν στο γύρι- σμα της χιλιετίας, σαν τη μικρή μου αδελφή. Η μικρή είναι όμορφη και μυστηριώδης. Τα instagram σέλφι της έχουν εκατοντάδες likes και σχόλια σε ψηφιακή εφηβική σλανγκ (παιδιά, έλεος, μην κόβετε τις αντωνυμίες, ακούγεται σαν χωριάτικα ελληνικά). Τα καλοκαίρια που περνάμε στο ίδιο εξοχικό την παρατηρώ να κάνει ό,τι και όλοι οι έφηβοι που διακοπάρουν με τους γονείς τους, δηλαδή κυρίως να βαριέται, και τα μεσημέρια της ραστώνης να προτιμά την οθόνη της από την παραλία. Όμως εκείνη είναι 16 ετών, το ίντερνετ είναι η μητρική γλώσσα της, κάτι που υπήρχε στον πολιτισμό από την ημέρα που γεννήθηκε. Ποια είναι η δική μου δικαιολογία; Και όχι μόνο η δική μου. Στο ίδιο εκείνο εξοχικό υπάρχουν και άλλοι ενήλικες που αναζητούν καθημερινά λίγη σκιά και ησυχία για να προωθήσουν τη δική τους προσωπική social mediaκή ατζέντα. Ο πατέρας μου κάνει τουλάχιστον 4-5 status updates την ημέρα ασκώντας σκληρή αντιπολίτευση, ο άνδρας μου ανεβάζει τα γκουρμέ μπέργκερ που έφτιαξε κι εγώ βγαίνω κάθε πρωί από το κατάλυμα με απώτερο στόχο να έχω μια καλή φωτογραφία στο τέλος της μέρας με το καινούργιο μου καφτάνι, πράγμα που τελι- κά δεν συμβαίνει, προς μεγάλη μου απογοήτευση.
Σίγουρα οι μιλένιαλ είναι, αν μη τι άλλο, η περισσότερο «κοιτάξτε με, είμαι όμορφη» γενιά που έχει περάσει από την ιστορία. Το σέλφι είναι γι’ αυτά τα παιδιά φυσικό σαν καλημέρα, no big deal, δεν κάθονται καν να το σκεφτούν πολύ, δεν έχουν τις δικές μας ανασφάλειες (μήπως να μην το γράψω αυτό; Μήπως φαίνεται πολύ αυτή η πανάδα;). Τη στιγμή που μιλάμε ίσως ανταλλάσσουν ημίγυμνες φωτογραφίες τους στο snapchat, ενώ εμένα μου ανατινάζεται ο εγκέφαλος στην ιδέα ότι θα πρέπει να ανοίξουμε ένα λογαριασμό για το περιοδικό, τον οποίο προφανώς και θα μάθω να χειρίζομαι. Όμως την ώρα που κανείς από εμάς δεν μπορεί να κρατήσει για ένα λεπτό τα χέρια του μακριά από το κινητό, μήπως τελικά ο παραπανήσιος ναρκισσισμός της εποχής δεν έχει καθόλου να κάνει με την ηλικία;
Για τουλάχιστον 5 χρόνια το πρώτο πράγμα που έκανα όταν ξυπνούσα και το τελευταίο πριν κοιμηθώ ήταν να πιάνω το κινητό από το κομοδίνο και να βλέπω τα notifications. Ειδοποιήσεις, αυτός ο μετρητής δημοφιλίας, ο πίνακας που μετράει το σκορ μας: σε πόσους αρέσαμε σήμερα; Πόσο έξυπνοι ήμαστε; Ναι, μη νομίζετε ότι είστε λιγότερο ματαιόδοξοι επειδή προτιμάτε τις λέξεις από τα φίλτρα του instagram. Για την ακρίβεια, ο διανοούμενος ναρκισσισμός του twitter είναι πολύ πιο επικίνδυνος από εκείνον των σέλφι, η ανάγκη να θεωρείς ότι πρέπει να ακουστείς, με κάθε κόστος, ακόμα και αν πληγώσεις, πολύ πιο τοξική.
Yπάρχουμε κι εμείς που έχουμε εύκολη τη δικαιολογία: είναι για τη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως μπορεί εσύ να έχεις αφήσει τα κόκαλά σου στο γραφείο από την πολλή δουλειά για μία εβδομάδα, να μην έχεις προλάβει να ποστάρεις τίποτα σχετικό στο facebook και να νιώθεις σαν να έκανες μια τρύπα στο νερό: αν δεν διαφημίσεις τα επαγγελματικά σου επιτεύγματα στην κοινότητα των ακολούθων σου μήπως πηγαίνουν στράφι; Καθώς έπιανα τον εαυτό μου να ξοδεύει τον ήδη ανύπαρκτο ελεύθερο χρόνο μου για να κάνω δημιουργικά ποστ με τοποθέτηση προϊόντος (κάποια από τα εναπομείναντα καλά του επαγγέλματος, τα δώρα) θυμήθηκα τη συ- ζήτηση που είχα πρόσφατα με στέλεχος πολυεθνικής που αναγκάστηκε να έχει instagram account για τις ανάγκες της δουλειάς: «Το να σκοράρεις στα social media απαιτεί να είσαι λίγο ξεδιάντροπος. Να μη νιώθεις καμία συστολή στο να ζητάς από τον άλλο να σε φωτογραφίσει, μετά να τσεκάρεις αν σε έβγαλε καλά και αν όχι να του ζητάς να σε τραβήξει μερικές ακόμα. Σόρι, δεν είμαι έτσι», μου έλεγε εμφανώς απηυδισμένος. Σίγουρα η διαδικασία προκαλεί αμηχανία ακόμα και στους πιο χαλαρούς από εμάς –τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο cool αν είχαμε τον προσωπικό μας διακριτικό παπαράτσι να μας τραβάει αβίαστες πόζες στο σπίτι, στο πάρτι ή με μια διασημότητα ώστε να μη γινόμαστε βάρος (και αρκετά γελοίοι) στο σύντροφό μας ή στο άγνωστο γκαρσόνι.
Όμως η ανάγκη να δείχνουμε στους άλλους την όμορφη εκδοχή του εαυτού μας δεν οφείλεται φυσικά στα social media. Οι κορνιζαρισμένες φωτογραφίες γάμου και φοτοσοπιασμένων πορτρέτων από πίστες σε περίοπτη θέση ώστε να τις βλέπει όποιος μπαίνει στο σπίτι ήταν κάποτε ένας συνήθης τρόπος να επιδείξεις το lifestyle σου. Όπως και τα άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες, ένα αντικείμενο που απαντάται όλο και λιγότερο στα σπίτια και μου λείπει πολύ (η 7χρονη κόρη μου με ρώτησε πρόσφατα με παράπονο γιατί όλοι οι ενήλικες στην οικογένεια έχουν άλμπουμ με φωτογραφίες από τα παιδικά τους χρόνια κι εκείνη όχι. Προσπάθησα χωρίς επιτυχία να της εξηγήσω ότι εκείνη έχει χιλιάδες περισσότερες αλλά είναι όλες στο macbook, επιχείρημα που δεν την ικανοποίησε). «Κάποτε στην Αθήνα είχα συναντήσει τον Τέλι Σαβάλας και του ζήτησα αυτόγραφο. Δύο χρόνια πριν ζήτησα από τον Ντέιβιντ Μπέκαμ ένα σέλφι. Το κινητό είναι το αυτόγραφο του 21ου αιώνα», λέει η δημοσιογράφος Βέισι Τσάμπερλεϊν. Κι εκείνη, όπως κι εγώ, έβαλε στόχο όταν απλώνει το χέρι της κάθε πρωί να μην πιάνει το κινητό αλλά ένα βι- βλίο. Ξεκίνησε χαζεύοντας απλά τον ουρανό έξω από το παράθυρο. Ονειρεύτηκε την πλοκή ενός μυθιστορήματος που ίσως κάποτε γράψει. Μίλησε ακόμα και στον άνδρα της, ο οποίος κοιτούσε το timeline του, δίπλα της.