Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή, θυμάμαι και πού βρισκόμουν. Μερικά χρόνια πριν, στα γραφεία του περιοδικού, είχαμε μόλις παραλάβει τα επαγγελματικά μας πορτρέτα για δημοσίευση σε μια στήλη ομορφιάς. Ήμουν 44 ετών, αλλά η κοπέλα που έβλεπα στην εικόνα ήταν μια άγνωστη. Εγώ, αλλά αγνώριστη. Πώς κρεμόταν έτσι το μάγουλο πάνω από τη ρινοπαρειακή ρυτίδα; Πώς θα κυκλοφορούσε μια τέτοια εικόνα; Πότε έγινα έτσι χωρίς να το καταλάβω; Το ρετούς διόρθωσε την κατάσταση. Και εγώ, για να διορθώσω τη δική μου, έκλεισα για πρώτη φορά ραντεβού στον δερματολόγο. Για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια κυνηγιόμουν με τη φθορά. Το μπαράζ των απογοητεύσεων από τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου κάποια στιγμή σταμάτησε να με θλίβει. Μάλλον συνήθισα την καινούρια μου εικόνα, σκεφτόμουν. Μπορεί και να συμφιλιώθηκα με την πραγματικότητα.
Ή μπορεί να συμβαίνει αυτό που διάβασα αρκετά χρόνια αργότερα. Οτι, δηλαδή, η γήρανση δεν είναι κάτι που συμβαίνει σταδιακά, αλλά έρχεται σαν κύμα αλλαγών σε συγκεκριμένες ηλικίες. Έρευνα του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ αποκάλυψε ότι γερνάμε σημαντικά σε δύο περιόδους της ζωής μας: στα μισά της δεκαετίας των 40 και στις αρχές της δεκαετίας των 60. Οι μοριακές αλλαγές που συμβαίνουν στη διάρκεια αυτών των δύο φάσεων μπορούν να εξηγήσουν αυτό που εμείς βλέπουμε ως ξαφνικά σημάδια γήρανσης, όπως οι ρυτίδες, το χαλαρό δέρμα, τα γκρίζα μαλλιά, οι πόνοι στους μυς και τις αρθρώσεις και η αυξημένη ευαισθησία στις ιώσεις. «Η μελέτη εξηγεί γιατί πολλοί άνθρωποι διαπιστώνουν τα σημάδια της γήρανσης τόσο ξαφνικά», εξηγεί ο Τζον Γουάιτ, γιατρός και πρώην διευθυντής του FDA.
Ο Ντέιβιντ Σινκλέρ, μοριακός γενετιστής, ερευνητής της μακροζωίας και καθηγητής στο Χάρβαρντ, θέτει το θέμα πιο επιθετικά: «Η έρευνα αχρηστεύει τα τρέχοντα μοντέλα της γήρανσης όπως αυτό της επιγενετικής και τις άλλες θεωρίες περί σταδιακών και γραμμικών αλλαγών, όπως αυτή που σχετίζεται με τη σταθερή αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα». Και παρόλο που η μελέτη μπορεί να μην ισχύει για όλους, ο γενετιστής χαρακτηρίζει τα ευρήματά της εντυπωσιακά γιατί αποδεικνύουν πως οι μεγάλες αλλαγές στη βιολογία μας στις ηλικίες των 40 και των 60 είναι τόσο σημαντικές όσο κι αυτές που συμβαίνουν στην εφηβεία.
Η ιδέα της απότομης γήρανσης δεν είναι καινούρια καθώς εδώ και χρόνια βγαίνουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για διαδικασία η οποία συμβαίνει γραμμικά. Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που μία μελέτη μετράει και καταγράφει με ακρίβεια το παράθυρο χρόνου μέσα στο οποίο συντελούνται οι αλλαγές. Επί δύο έτη οι επιστήμονες του Στάνφορντ μετρούσαν τη μοριακή δραστηριότητα κάνοντας εξετάσεις στους εθελοντές. Κάθε τρεις έως έξι μήνες έπαιρναν δείγμα των μικροοργανισμών που περιέχονται στο αίμα, στο δέρμα, στη μύτη, στο στόμα και τον γαστρεντερικό σωλήνα των 108 συμμετεχόντων στο πρόγραμμα. Καθώς οι ηλικίες τους ήταν από 25 έως 75 ετών και η καταγωγή τους από διάφορες φυλές, η ομάδα αυτών των ανθρώπων ήταν αρκετά ενδεικτική ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Τα δείγματα που λάμβαναν οι ερευνητές χρησιμοποιήθηκαν για να αναλυθούν 135.000 μόρια και μικρόβια, συμπεριλαμβανομένων μεταβολιτών, λιπιδίων, πρωτεϊνών και πρόδρομων των πρωτεϊνών (τα μόρια RNA). Ετσι μελετήθηκαν όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με την υγεία του ανοσοποιητικού, την καρδιαγγειακή λειτουργία, τον μεταβολισμό, τη νεφρική λειτουργία, το μυϊκό σύστημα και το δέρμα.
Στο σύνολό τους τα δεδομένα έδωσαν 246 δισεκατομμύρια βιοδείκτες για να μετρηθούν σε όλο το ηλικιακό διάστημα των 50 χρόνων που κάλυπταν οι ηλικίες των συμμετεχόντων. «Ψάχναμε πότε συμβαίνουν οι περισσότερες αλλαγές και διαταραχές σε μοριακό και βιοχημικό επίπεδο», εξηγεί ο Μάικλ Σνάιντερ, επικεφαλής του τμήματος Γενετικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 81% των μορίων δεν άλλαζαν διαρκώς, όπως θα περίμενε κανείς σύμφωνα με τη γραμμική γήρανση, αλλά διαφοροποιούνταν σημαντικα σε δύο δεδομένες στιγμές: στα 44 και στα 60. Στα 44, μερικές από τις αλλαγές που παρατηρήθηκαν αφορούσαν τα κύτταρα του μεταβολισμού, κάτι που εξηγεί γιατί το σώμα μας δυσκολεύεται να αφομοιώσει τον καφέ και το αλκοόλ καθώς μεγαλώνουμε. Αφορούν επίσης τις πρωτεΐνες του λιπώδους ιστού, κάτι που συνάδει με τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης και την ανεξήγητη αύξηση βάρους στη μέση ηλικία. Συγχρόνως επηρεάζονται οι πρωτεΐνες του συνδετικού ιστού που σχετίζονται με την κατάσταση του δέρματος και των μυών και έτσι προκαλούνται οι ρυτίδες, η χαλάρωση, η μυϊκοί πόνοι και τα συχνά ατυχήματα στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Στην ηλικία των 60, η επιστημονική ομάδα παρατήρησε μερικές παρόμοιες μοριακές αλλαγές μαζί με αξιοσημείωτες νέες διακυμάνσεις σε μόρια σχετιζόμενα με τη λειτουργία των νεφρών και την υγεία του ανοσοποιητικού. Αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, εξηγεί γιατί οι μεγαλύτεροι είναι πιο ευάλωτοι σε ασθένειες όπως ο κορωνοϊός και γιατί οι δείκτες του καρκίνου, των νεφρικών προβλημάτων και των καρδιαγγειακών διαταραχών αυξάνονται δραματικά μετά τα 60. Οι μοριακές αλλαγές που συμβαίνουν ξαφνικά στην πρώτη φάση της γήρανσης πολλαπλασιάζονται εκθετικά στη δεύτερη δίνοντας ορατά συμπτώματα, όπως η μείωση παραγωγής κολλαγόνου και ελαστίνης, η μειωμένη παραγωγή μελανίνης και οι ορμονικές αλλαγές που συντείνουν στην επιδείνωση της ποιότητας του δέρματος, στα γκρίζα μαλλιά και στην τριχόπτωση. Αυτά τα σημάδια γήρανσης είναι τα αποτελέσματα των υποκειμένων μοριακών και μικροβιακών αλλαγών που συμβαίνουν στο σώμα μας.
Πέρα όμως από τα ορατά, συμβαίνουν και αλλαγές στις κοινότητες των μικροβίων στον οργανισμό μας οι οποίες υποστηρίζουν τη φλεγμονή, έναν παράγοντα-κλειδί σε πολλές ασθένειες που σχετίζονται με το γήρας και χρόνιες νόσους. «Η ταυτοποίηση των αλλαγών που συντελούνται είναι χρήσιμη γιατί μας λέει πράγματα που ίσως να παραβλέπαμε σ’ αυτές τις τόσο κρίσιμες στιγμές της ζωής μας», λέει ο Βένκι Ραμακρίσναν, κάτοχος Νόμπελ Φυσικής και συγγραφέας του «Γιατί πεθαίνουμε» (Why We Die: The New Science of Aging and the Quest for Immortality). «Τα καλά νέα είναι ότι πίσω από αυτές τις μοριακές αλλαγές βρίσκονται παράγοντες γήρανσης που έχουμε ήδη ερευνήσει». Συνεπώς τώρα γνωρίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τι πρέπει να κάνουμε. Για παράδειγμα, συστήνεται να περιορίσουμε την κατανάλωση καφέ και αλκοόλ καθώς πλησιάζουμε στα μέσα της δεκαετίας των 40 ή στα 60, καθώς τότε γίνεται πιο δύσκολο για το σώμα να μεταβολίσει αυτές τις δύο ουσίες. Επίσης προτείνεται να προσέχουμε τα επίπεδα της χοληστερόλης καθώς προχωράμε στη δεκαετία των 40 ώστε να την ελέγξουμε εγκαίρως.
Οι ειδικοί δίνουν προσοχή στη σημασία της τακτικής σωματικής άσκησης, ιδιαίτερα της άρσης βαρών, για τη διατήρηση της μυϊκής μάζας, αλλά και στην κατάποση περισσότερου νερού ώστε να προλάβουμε τα προβλήματα των νεφρών που σχετίζονται με την ηλικία. Στη διατροφή πρέπει να βάλουμε περισσότερα τρόφιμα πλούσια σε αντιοξειδωτικά για να μειώσουμε τις επιπτώσεις του οξειδωτικού στρες. Οι οδηγίες παραμένουν λίγο πολύ οι ίδιες που ίσχυαν και πριν ανακαλυφθεί η ξαφνική γήρανση: περιορισμός του κόκκινου και του επεξεργασμένου κρέατος, αύξηση της κατανάλωσης λαχανικών, προτεραιότητα στον ύπνο, ελαχιστοποίηση του στρες, διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους και σωματική κίνηση. Για το δέρμα συστήνουν κρέμες με ρετινοειδή ή αντιοξειδωτικά όπως η βιταμίνη C, τα οποία μπορούν να διατηρήσουν την ελαστικότητά του ενισχύοντας την παραγωγή κολλαγόνου και περιορίζοντας την οξειδωτική δράση των ελεύθερων ριζών.
Ενώ, λοιπόν, δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη διαδικασία της γήρανσης, η κατανόηση των μοριακών αλλαγών που φέρνει στο φως η έρευνα για την ξαφνική γήρανση μας δίνει τη δύναμη και τη γνώση να μεγαλώνουμε με περισσότερη χάρη.
Εικονογράφηση: Μαριάννα Βήτου