Το επικίνδυνο αποτύπωμά που αφήνει η πανδημία COVID-19 στην ψυχική υγεία πλήθους ανθρώπων, επισημαίνει κοινή έρευνα από την Ιατρική Σχολή και τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Μινεσότα. Τα πρόσφατα ευρήματα διαπίστωσαν αύξηση ή και επανεμφάνιση διατροφικών διαταραχών, ενός κινδύνου που στερεί τη ζωή σε περίπου 10.200 ανθρώπους τον χρόνο, μια απώλεια, δηλαδή, κάθε 52 λεπτά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύονται στο International Journal of Eating Disorder, μια σειρά παραγόντων μεταξύ των οποίων η αδυναμία διαχείρισης άγχους, τα εντονότερα καταθλιπτικά συμπτώματα και οι μεγαλύτερες οικονομικές δυσκολίες κατά την πανδημία, σχετίστηκαν με έξι συμπεριφορές ενδεικτικές των διατροφικών διαταραχών:
- αλόγιστο τσιμπολόγημα ή κατανάλωση φαγητού
- υπερφαγία
- γενική μείωση της όρεξης ή της διατροφικής πρόσληψης
- κατανάλωση φαγητού ως μέσο για τη διαχείριση της κατάστασης
- μείωση της διατροφικής πρόσληψης για λόγους σχετικούς με την πανδημία
- επανεμφάνιση ή σημαντική αύξηση άλλων συμπτωμάτων διατροφικών διαταραχών
Περίπου 8% από το σύνολο του πληθυσμιακού δείγματος της έρευνας ανέφερε εξαιρετικά ανθυγιεινές μεθόδους ελέγχου του σωματικού βάρους, 53% λιγότερο ακραίες μεθόδους και 14% ανέφερε τη συνήθεια του τσιμπολογήματος. Τα ευρήματα προέκυψαν κατόπιν ανάλυσης ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων.
«Η πανδημία COVID-19 συντέλεσε στην εγρήγορση του συστήματος δημόσιας υγείας για τη λήψη μέτρων περιορισμού της διασποράς του ιού. Μολονότι πρόκειται για απαραίτητα μέτρα προστασίας, οι διαταραχές που προκλήθηκαν στην καθημερινότητα των ανθρώπων λόγω της κατάστασης πιθανώς να συνοδεύονται από σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα σχετικά με τον κίνδυνο διατροφικών διαταραχών και συμπτωμάτων», ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης Δρ Melissa Simone, PhD, από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, η οποία εκπονεί τη μεταδιδακτορική διατριβή της στο τμήμα Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικών Επιστημών.
Όπως επεσήμανε, οι διατροφικές διαταραχές αποτελούν από τα πλέον ανησυχητικά φαινόμενα στο πεδίο της ψυχιατρικής, δεδομένου ότι καταγράφουν από τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας.
Από την πλευρά της, η συνερευνήτρια Δρ Dianne Neumark-Sztainer, PhD, MPH, καθηγήτρια και Διευθύντρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας και Υγείας της Κοινότητας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας, σχολίασε «το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στην παχυσαρκία και τη σχέση της με την COVID-19. Είναι όμως σημαντικό να δοθεί προσοχή και στον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που ανέπτυξαν προβληματικές διατροφικές συμπεριφορές, αυξάνοντας τον κίνδυνο διατροφικών διαταραχών κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το τέλος της πανδημίας».
Κίνδυνος για τους οικονομικά ασθενέστερους
Η μελέτη ανέδειξε και την οικονομική διάσταση των συνεπειών της πανδημίας, καθώς νέοι ενήλικες από συγκεκριμένες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες και με χαμηλό οικονομικό υπόβαθρο -πλειοψηφία των νέων στην έρευνα- συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, σύμφωνα με τη Δρ Neumark-Sztainer, η οποία τόνισετην ανάγκη εξάλειψης της ανισότητας στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ανταπόκρισης στις υγειονομικές ανάγκες αυτών των πληθυσμών.
«Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας θα παραμείνουν για αρκετό καιρό ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των εμβολιαστικών εκστρατειών. Καθώς τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι ήπιες έως σημαντικές οικονομικές δυσκολίες σχετίζονται με ανορθολογικές διατροφικές συμπεριφορές, κρίνεται αναγκαίο να ληφθούν προληπτικά μέτρα έναντί τους, και οι θεραπευτικές μέθοδοι να καταστούν εύκολες και προσιτές οικονομικά για όσους διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο. Στο πλαίσιο αυτό, διαδικτυακές παρεμβάσεις ή βασισμένες στη λειτουργία των κινητών τηλεφώνων θα μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικά», κατέληξε η Δρ Simone.
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος, το Εθνικό Κέντρο για την Προαγωγή των Μεταγραφικών Επιστημών και το Εθνικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας.
Πηγή: ygeiamou.gr