Πριν από λίγες ημέρες το περιοδικό Annals of Internal Medicine δημοσίευσε μία έρευνα που ρίχνει φως στην έμφυλη διάσταση της παροχής υπηρεσιών υγείας.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια πιο οργανωμένη επιστημονική προσπάθεια να προσδιοριστούν οι έμφυλες διακρίσεις που εμφανίζονται στο χώρο της υγείας και θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων ετησίως. Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα επιστημόνων η εν λόγω έρευνα, με αντικείμενο μελέτης και νοσηλευόμενες γυναίκες άνω των 65 ετών.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, το ποσοστό γυναικών που έφυγαν από τη ζωή και είχαν γυναίκες θεράπουσες γιατρούς ήταν 8,15%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό που είχαν άνδρες θεράποντες γιατρούς ανήλθε σε 8,38%.
Η διαφορά μπορεί να φαίνεται μικρή, ωστόσο αντιστοιχεί σε 5 χιλιάδες ανθρώπινες ζωές κάθε χρόνο.
Τα στοιχεία που μελετήθηκαν περιλάμβαναν περίπου 800 χιλιάδες ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε κάποια μονάδα από το 2016 ως το 2019. Στην περίπτωση των ανδρών ασθενών, το φύλο του γιατρού τους δεν φάνηκε να παίζει κάποιο ρόλο στην επανεισαγωγή τους στο νοσοκομείο.
Σύμφωνα με τον Dr. Atsushi Miyawaki, επικεφαλής της μελέτης και καθηγητή υγείας στην Ιατρική Σχολή του Τόκιο, από μόνα τους αυτά τα δεδομένα δεν εξηγούν γιατί οι γυναίκες τα πηγαίνουν καλύτερα στην υγεία τους όταν έχουν γυναίκες γιατρούς, αλλά διάφορες άλλες μελέτες δείχνουν ότι μια γυναίκα ασθενής είναι πιο πιθανό να έχει καλύτερη επικοινωνία με την γυναίκα γιατρό της. Στο ίδιο πλαίσιο, θα ληφθεί σοβαρά η γνώμη για την κατάστασή της και η γυναίκα γιατρός δεν θα είναι προκατειλημμένη απέναντί της, π.χ. ως προς τα συμπτώματα που αισθάνεται.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος βρίσκονται και τα συμπεράσματα από παραπλήσιου τύπου έρευνες, που μελετούν τις γυναίκες και τις μειονότητες. Εκεί τα στοιχεία είναι πιο εντυπωσιακά, καθώς οι λευκοί άνδρες υπολογίζεται πως δεν πραγματοποιούν σωστές διαγνώσεις σε μέλη μειονοτήτων, με τα ποσοστά λάθους να φτάνουν ως και το 30%.
«Ο πόνος και τα συμπτώματά μας πολλές φορές απορρίπτονται», λέει η Dr. Megan Ranney, κοσμήτορας της Σχολής Υγείας του πανεπιστημίου Yale. «Ίσως οι γυναίκες γιατροί το γνωρίζουν αυτό και έχουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Η μελέτη δείχνει ακόμα ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να μπουν στην εντατική και πιο πιθανό να αναφέρουν ότι έζησαν αρνητικές εμπειρίες στο πλαίσιο του συστήματος υγείας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται η απόρριψη των προβληματισμών τους σε σχέση με τα συμπτώματα που βιώνουν. Οι άνδρες γιατροί είναι επίσης πιο πιθανό να μην εκτιμήσουν επαρκώς το ρίσκο εγκεφαλικών επεισοδίων σε γυναίκες ασθενείς, πάντα σε σχέση με τι γυναίκες συναδέλφους τους.
Σύμφωνα με τον Dr. Miyawaki τα παραπάνω προκύπτουν επειδή δεν γίνεται επαρκής εκπαίδευση των γιατρών πάνω στα γυναικεία θέματα υγείας. Ο Dr. Ronald Wyatt, που είναι μαύρος και έχει βιώσει στην οικογένειά του το πρόβλημα αυτό, με αφορμή ένα πρόβλημα υγείας της κόρης του που δεν διαγνώστηκε σωστά, δηλώνει με αφορμή τη μελέτη:
«Υπάρχει μια τάση ανάμεσα στους γιατρούς να συντηρούν σεξιστικά στερεότυπα, ανεξάρτητα από την ηλικία, όπως η αντίληψη ότι μια γυναίκα έχει ‘συναισθηματικά’ συμπρώματα και πως ο πόνος της δεν είναι τόσο σοβαρός ή έχει ψυχολογικά και όχι παθολογικά αίτια».
Με βάση λοιπόν μια σειρά ερευνών, θεωρείται πως οι γυναίκες γιατροί είναι πιο καλές ακροάτριες, ενώ λαμβάνουν πραγματικά υπόψιν τους τα λεγόμενα των ασθενών, χωρίς να τα αμφισβητούν ευθέως, με αποτέλεσμα να είναι πιο καλές στη δουλειά τους. Ωστόσο, υπάρχει και μία μερίδα της επιστημονικής κοινότητας που δεν πιστεύει στις έμφυλες διαφορές στον τομέα της υγείας, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι ειδικά στα νοσοκομεία δεν υπάρχει ένας θεράπων γιατρός, αλλά ομάδες από αυτούς και πως με αυτό τον τρόπο δεν είναι εύκολο να καταλήξουμε στο παραπάνω συμπέρασμα.
Όπως και να έχει, είναι ένα ζήτημα που φαίνεται να έχει μια βάση και χρίζει περαιτέρω διερεύνησης.