Το 1999 η Patti Glover ετοιμαζόταν να πάει για δουλειά, σε ένα καζίνο στο Λας Βέγκας, όταν ένιωσε στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού της έναν πόνο τόσο ανυπόφορο που ήταν σαν να της μπήκε κάποιος έναν παγοκόφτη. Αφού γονάτισε και αγκάλιασε το κεφάλι της, ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε, μετά από δέκα παλμούς ο πόνος άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας μια ελαφριά ενόχληση η οποία κράτησε πολλές ώρες.
Την κατέβαλε πανικός, δεδομένου μάλιστα ότι ο αγαπημένος της παππούς και φροντιστής της είχε πεθάνει αιφνιδίως από ανεύρυσμα, όταν εκείνη ήταν 14 ετών: ένα γεγονός ιδιαίτερα τραυματικό για το έφηβο τότε κορίτσι, που είχε ζήσει μια παιδική ηλικία γεμάτη βία.
Για περίπου έναν χρόνο, ωστόσο, απέφυγε να μιλήσει σε οποιονδήποτε για αυτά τα επεισόδια, που επέστρεφαν κάθε μερικούς μήνες. «Σκέφτηκα ότι αν ήταν να πεθάνω, ας πεθάνω» θυμάται σήμερα, σε ένα άρθρο της Washington Post που αφηγείται την ιστορία της, 25 χρόνια αφού ξεκίνησε.
Όταν τα επεισόδια άρχισαν να γίνονται πιο συχνά, αναζήτησε τελικά βοήθεια, ξεκινώντας μια περιπλάνηση σε γιατρούς και διαγνωστικά κέντρα που θα διαρκούσε σχεδόν δέκα χρόνια. Το πόρισμα των περισσότερων, αφού απέκλεισαν την επιληψία, τη σκλήρυνση κατά πλάκας και την άνοια, ήταν ότι υπέφερε από ημικρανίες, παρόλο που δεν είχε τα συνοδευτικά συμπτώματα, όπως ευαισθησία στους ήχους ή το φως. Κάποιος άλλος γιατρός τής είπε ότι το σύμπτωμα είναι ψυχοσωματικό.
Μέχρι που ο έβδομος νευρολόγος που επισκέφτηκε, ειδικός στους πονοκεφάλους, της έκανε μια σειρά από ερωτήσεις που αποδείχθηκαν καθοριστικές για τη διάγνωση. Μήπως δάκρυζαν τα μάτια της όταν ξεκινούσε ο πόνος; Μήπως είχε υποστεί στο παρελθόν κάποιον τραυματισμό στο κεφάλι; Η απάντησή ήταν θετική και στις δύο ερωτήσεις. Δάκρυζε το δεξί της μάτι και μάλιστα κάποιες φορές φαινόταν να κοκκινίζει. Και είχε, πράγματι, χτυπήσει το κεφάλι της σε ένα τροχαίο σε ηλικία 7 ετών.
Μέχρι που ο έβδομος νευρολόγος που επισκέφτηκε, ειδικός στους πονοκεφάλους, της έκανε μια σειρά από ερωτήσεις που αποδείχθηκαν καθοριστικές για τη διάγνωση.
Όπως της εξήγησε, αυτό από το οποίο υπέφερε δεν ήταν ημικρανίες αλλά η λεγόμενη κεφαλαλγία SUNCT, μια σπάνια μορφή της που επηρεάζει τη μία πλευρά του κεφαλιού και χαρακτηρίζεται από ξεσπάσματα διαπεραστικού πόνου. Τα επεισόδια διαρκούν μεταξύ πέντε δευτερολέπτων και πέντε λεπτών το κάθε ένα και συνήθως συμβαίνουν στη διάρκεια της ημέρας. Είναι σύνηθες ο ασθενής να βιώνει πέντε με έξι επεισόδια την ώρα, ενώ υπάρχουν και αναφορές ασθενών για έως και 600 επεισόδια την ημέρα.
Το χαρακτηριστικό που τη διαφοροποιεί από άλλες κεφαλαλγίες είναι το δάκρυσμα και το κοκκίνισμα των ματιών – κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν, επιπλέον, συνάχι. Η ακριβής αιτία της δεν εντοπίζεται πάντα, αλλά συνδέεται με παλαιότερο τραύμα στο κεφάλι. Η αντιμετώπισή της εστιάζει στην πρόληψη των επεισοδίων, κάποιες φορές με φαρμακευτική αγωγή κατά της επιληψίας ή, σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις, με χορήγηση λιδοκαΐνης, ενός τοπικού αναισθητικού, σε ενέσιμη μορφή.
Η Glover περίμενε δέκα χρόνια μέχρι να πάρει τη σωστή διάγνωση στα χέρια της που, όπως θυμάται, σήμερα, της έφερε ανακούφιση. «Σκέφτηκα, αυτό συμβαίνει με εμένα. Δεν θα πεθάνω». Ωστόσο οι κεφαλαλγίες της δυσκολεύουν την καθημερινότητά της ενώ κάποιες φαρμακευτικές αγωγές, όπως παραδέχεται σήμερα, τη μετατρέπουν σε «ζόμπι». Μια αγωγή πάντως που αποδείχθηκε σε κάποιο βαθμό αποτελεσματική είναι τα φάρμακα που χορηγούνται σε περιπτώσεις διαταραχής μετατραυματικού στρες. Επίσης στην πρόληψη έχει αποδειχθεί αποτελεσματική η ναρατριπτάνη, μια δραστική ουσία που χορηγείται και στις ημικρανίες.
Η Glover περίμενε δέκα χρόνια μέχρι να πάρει τη σωστή διάγνωση στα χέρια της που, όπως θυμάται, σήμερα, της έφερε ανακούφιση. «Σκέφτηκα, αυτό συμβαίνει με εμένα. Δεν θα πεθάνω».
Πριν από μερικούς μήνες υποβλήθηκε σε επέμβαση αφαίρεσης χολής και, έκτοτε, αναπάντεχα, έχει υποστεί μόλις δύο επεισόδια. Αστειεύεται μάλιστα ότι μακάρι να είχε βγάλει τη χολή της χρόνια πριν και σκοπεύει να ρωτήσει τον νευρολόγο της μήπως συνδέεται με τη SUNCT. Σε κάθε περίπτωση, η περιπέτεια της υγείας της εξελίχθηκε όσο καλά θα μπορούσε να ευχηθεί, δεδομένων των συνθηκών: «Πλέον δεν αισθάνομαι ερείπιο. Ξέρω τι έχω και ξέρω ότι θα περάσει».