Εικονογράφηση: Μαριάννα Βήτου
Σταμάτησα να πηγαίνω διακοπές πριν από δύο χρόνια. Αποφάσισα ότι ο οικογενειακός παραθερισμός που εδώ και μιάμιση δεκαετία είχα διαλέξει για να στήσω και να ζήσω το παραμύθι του τέλειου καλοκαιριού δεν μου κάνει πια. Ούτε το ενοικιαζόμενο πάνω στην παραλία, ούτε οι γεμιστές ντομάτες της διπλανής ταβέρνας τα μεσημέρια, ούτε οι βόλτες στην πλατεία του χωριού τα βράδια. Στη θέση του μήνα που περνούσα στο νησί και με τα χρήματα που ξόδευα εκεί έβαλα ταξίδια στους προορισμούς που έχω πάνω-πάνω στη λίστα μου: στο Βουκουρέστι για να δω τα θερμά λουτρά, στην Αλάμπρα για να επισκεφτώ το παλάτι και, σύντομα ελπίζω, στις Πυραμίδες.
Η άρνησή μου να συμμετέχω στο μαζικό καταναγκασμό τού «πού θα πάτε διακοπές;» νόμιζα αρχικά ότι ήταν ένα προσωπικό μου πρόβλημα, μια αδυναμία να συμμορφωθώ με όλα όσα κάνει ο υπόλοιπος κόσμος, τη στιγμή που τα κάνει. Υπάρχει όμως και κάτι παραπάνω: η ουσιαστική επιλογή μου να απέχω από την αγωνία που προηγείται των διακοπών ώστε να έχω βγάλει όλη τη δουλειά προκαταβολικά και να προστατευτώ από τη μαζική υστερία τού να βρω εισιτήρια, δωμάτια, παρκάρισμα, ξαπλώστρα, τραπέζι στην ταβέρνα τον Δεκαπενταύγουστο. Ακόμη και από την ψυχική κακοποίηση που όλα αυτά συνεπάγονται. Κάθε χρόνο πήγαινα στις διακοπές σαν υπνωτισμένη. Όπως ήμουν προγραμματισμένη να οδηγώ μέχρι το γραφείο κάθε πρωί, έτσι έπαιρνα το καράβι την 1η του Αυγούστου. Και όπως το burn out στη δουλειά άρχισε να μου καίει τον εγκέφαλο, έτσι και το burn out των διακοπών μού έκαιγε την αγάπη μου για ζωή.
Κάθε χρόνο πήγαινα στις διακοπές σαν υπνωτισμένη. Όπως ήμουν προγραμματισμένη να οδηγώ μέχρι το γραφείο κάθε πρωί, έτσι έπαιρνα το καράβι την 1η του Αυγούστου. Και όπως το burn out στη δουλειά άρχισε να μου καίει τον εγκέφαλο, έτσι και το burn out των διακοπών μού έκαιγε την αγάπη μου για ζωή.
Προφανώς, δεν είμαι η μόνη. Όλοι έχουμε νιώσει την ενέργειά μας να αποστραγγίζεται καθώς προχωράμε στην τελική ευθεία για το νησί. Τα καύσιμα τελειώνουν κι εμείς φτάνουμε ασθμαίνοντας στη γραμμή του τερματισμού παίρνοντας δύναμη από την υπόσχεση ότι στην απέναντι όχθη μάς περιμένει ο παράδεισος της ξεκούρασης. Ωστόσο, για τον ‘Ανταμ Γκραντ, καθηγητή Ψυχολογίας στο Wharton Business School, δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος να βιώνουμε την άδειά μας. «Οι διακοπές δεν πρέπει να είναι μία φάση για να επαναφορτίσουμε μπαταρίες. Πρέπει να είναι ο καιρός για να γιορτάσουμε. Αν η δουλειά εξαντλεί τους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό ώστε να χρησιμοποιούν την άδειά τους για να ανακάμψουν, ζούμε στην κουλτούρα του burn out. Ωστόσο, ένα υγιές εργασιακό σύστημα δεν αφήνει τους ανθρώπους εξαντλημένους».
Ο χρόνος για ξεκούραση, ανάκαμψη και αναψυχή θα πρέπει να είναι μέρος της καθημερινής και εβδομαδιαίας ρουτίνας μας, λέει ο ειδικός, και όχι μια απόλαυση που προορίζεται αποκλειστικά για την άδεια. «Ενθαρρύνω τους πελάτες μου να καταγράψουν τις δραστηριότητες που τροφοδοτούν την ενέργεια και το ηθικό τους. Θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα σε αυτές τις ασχολίες και να τις προγραμματίσουν στο ημερολόγιό τους όπως κάνουν και για μια σημαντική επαγγελματική συνάντηση». Η έρευνα έχει αποδείξει ότι αποδίδουμε στο μέγιστο όταν εναλλάσσουμε διαστήματα έντονης προσπάθειας με περιόδους ανάπαυσης και ανάρρωσης. Οι πρωταθλητές έχουν διαπιστώσει ότι σημειώνουν μεγαλύτερη πρόοδο μέσω της «διαλειμματικής προπόνησης», όπου η άσκηση υψηλής έντασης εναλλάσσεται με ανάπαυλες. Ο Σουηδός γκουρού της ψυχολογίας Άντερς Έρικσον (γνωστός για τον «Κανόνα των 10.000 ωρών») ανακάλυψε ότι οι κορυφαίες επιδόσεις σε διάφορους τομείς σχετίζονται με το ίδιο μοτίβο: η εργασία υψηλής συγκέντρωσης για 60 έως 90 λεπτά εναλλάσσεται με σύντομα διαλείμματα.
«Αν η δουλειά εξαντλεί τους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό ώστε να χρησιμοποιούν την άδειά τους για να ανακάμψουν, ζούμε στην κουλτούρα του burn out. Ωστόσο, ένα υγιές εργασιακό σύστημα δεν αφήνει τους ανθρώπους εξαντλημένους».
Το burn out της μαμάς
Ειδικά όταν μιλάμε για γυναίκες, η λέξη «διακοπές» θα έπρεπε να αλλάξει και να ονομαστεί «κάνω ό,τι κάνω και στο σπίτι, αλλά σε ένα περιβάλλον χωρίς ανέσεις». Επίσης, η λέξη «burn out» αποκτά νέο περιεχόμενο γιατί δεν αποτελεί απλώς μία φάση ψυχικής εξάντλησης, αλλά τη μόνιμη πραγματικότητα των μαμάδων – είτε είναι χειμώνας είτε καλοκαίρι. Σύμφωνα με έρευνα του γαλλικού φορέα Ifop, το 70% των γυναικών δηλώνουν κουρασμένες και το 53% αγχωμένες μετά τις διακοπές τους. Γιατί τόση ένταση ενώ θα έπρεπε να γυρίσουμε ανανεωμένες; «Όταν φεύγουμε για διακοπές το ψυχικό φορτίο είναι στο αποκορύφωμά του», εξηγεί η Ορελιά Σνάιντερ, ψυχίατρος και συγγραφέας ενός βιβλίου πάνω στις διαφορές των δύο φύλων στο burn out. «Οι μαμάδες φτάνουν στον Αύγουστο εξαντλημένες και υποχρεωμένες να ετοιμάσουν βαλίτσες για όλη την οικογένεια, να τσεκάρουν για δέκατη φορά ότι βρίσκονται όλα μέσα, να σκεφτούν τα πάντα και να προβλέψουν κάθε ενδεχόμενο. Αν μάλιστα είναι τελειομανείς, η προετοιμασία γίνεται μαρτύριο. Κι αν κάνουν το λάθος να συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλες μαμάδες, αληθινά υποφέρουν».
Φυσικά, και είμαστε τελειομανείς. Ο δικός μας παραθερισμός πρέπει να είναι ιδανικός για πολλούς λόγους: για να έχουν ωραίες αναμνήσεις τα παιδιά, για να ευχαριστηθεί ο σύζυγος ή όποιος άλλος περιμένουμε να μας επιβεβαιώσει, για να αποδείξουμε τέλος πάντων ότι είμαστε σούπερ επιτυχημένες σε όλα. Σύμφωνα με την ψυχαναλύτρια Κορίν Μάιερ, μερικές μαμάδες ελπίζουν να αναπληρώσουν το καλοκαίρι τις ώρες που δεν αφιέρωσαν στα παιδιά τους στη διάρκεια του χειμώνα. Στο βιβλίο της #MeFirst!, ένα μανιφέστο για το γυναικείο εγωισμό, καλεί τις γυναίκες να «επαναστατήσουν». «Η φροντίδα των άλλων στραγγίζει την ενέργειά τους και μπλοκάρει τους ορίζοντές τους. Κλείνονται πίσω από τα κάγκελα της “προσφοράς” και ξεχνούν τον εαυτό τους, ωστόσο είναι απαραίτητο να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους στον εγωισμό». Αλλά πώς μπορούμε να βάλουμε την ευημερία μας, τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας πάνω από εκείνες των άλλων; «Είναι μια συνειδητοποίηση και μια καθημερινή άσκηση: κάθε φορά που φροντίζουμε τους άλλους πρέπει να αναρωτιόμαστε αν είναι πραγματικά απαραίτητο».
Το 70% των γυναικών δηλώνουν κουρασμένες και το 53% αγχωμένες μετά τις διακοπές τους. Γιατί τόση ένταση ενώ θα έπρεπε να γυρίσουμε ανανεωμένες; «Όταν φεύγουμε για διακοπές το ψυχικό φορτίο είναι στο αποκορύφωμά του», εξηγεί η Ορελιά Σνάιντερ, ψυχίατρος και συγγραφέας ενός βιβλίου πάνω στις διαφορές των δύο φύλων στο burn out.
Οι εραστές του καλοκαιριού
Η ανάγκη μας να χωρέσουμε σε λίγες εβδομάδες ό,τι δεν προλάβαμε τον υπόλοιπο χρόνο μάς κάνει να φορτώνουμε τις διακοπές με υπερβολικές προσδοκίες. Από τα πρώτα καλοκαίρια της ελευθερίας μας, ο έρωτας ήταν ο στόχος. Ποιον θα γνωρίσουμε, πώς θα φλερτάρουμε, αν θα συνεχιστεί η σχέση έως το χειμώνα. Και αργότερα, ως δεσμευμένες, μεταφέραμε όλα μας τα όνειρα για ξένοιαστο σεξ στην άδεια του καλοκαιριού, τότε που δεν έχει σημασία τι ώρα θα κοιμηθείς, ούτε αν θα κλειστείς στο δωμάτιο το μεσημέρι με τον εραστή σου. Οι ευγενείς προθέσεις υποστηρίζονται και από τη χημεία. Μελέτες έχουν αποδείξει ότι η αυξημένη έκθεση στο ηλιακό φως ανεβάζει τα επίπεδα βιταμίνης D, η οποία σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης – τόσο στους άνδρες, για τους οποίους είναι απαραίτητη για τη στυτική λειτουργία, όσο και στις γυναίκες.
Η πραγματικότητα, βέβαια, απέχει από το ευχολόγιο. Οι έρωτες του καλοκαιριού δεν είναι δεδομένοι, μπορεί να έρθουν, μπορεί και να μην έρθουν. Όσο για τα ζευγάρια, το πιο πιθανό είναι να μαλώσουν. Δύο άνθρωποι που τις καθημερινές βρίσκονται λίγη ώρα ή καθόλου αλλά στην άδειά τους περνούν όλη τη μέρα μαζί θα συγκρουστούν κάποια στιγμή. Για τους γονείς τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα γιατί τα παιδιά στις διακοπές απορροφούν όλη την ενέργειά τους, άσε που δεν υπάρχει ιδιωτικός χώρος για σεξ μέσα στο τετράκλινο. Ακόμη και εκείνοι που ξεκινούν με υποσχέσεις προς τον εαυτό τους ότι θα έχουν επαφές κάθε νύχτα, τελικά συμβιβάζονται με την πραγματικότητα του θερινού κοινόβιου. Το σεξ δεν είναι παγωτά για να τα μετράμε με τις μέρες του καλοκαιριού. Θέλει το χώρο του και το χρόνο του. Μπορεί να είναι προγραμματισμένο ώστε να βρίσκει τη θέση που του αξίζει στη ζωή μας, δεν μπορεί όμως να μετριέται σαν να κάνουμε διαγωνισμό με τον εαυτό μας.
Το σεξ δεν είναι παγωτά για να τα μετράμε με τις μέρες του καλοκαιριού. Θέλει το χώρο του και το χρόνο του. Μπορεί να είναι προγραμματισμένο ώστε να βρίσκει τη θέση που του αξίζει στη ζωή μας, δεν μπορεί όμως να μετριέται σαν να κάνουμε διαγωνισμό με τον εαυτό μας.
Ωραία θα ήταν αν το θαλασσινό νερό μπορούσε να ξεπλύνει από πάνω μας την εργασιακή εξάντληση, το μητρικό burn out ή την έλλειψη επαφής στην ερωτική σχέση. Ομως όλα αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν και όταν γυρίσουμε. Ο εκατομμυριούχος Τζιμ Ρον, εμψυχωτής προτού ακόμη εφευρεθεί το coaching, έλεγε: «Βρίσκω ενδιαφέρον το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σχεδιάζουν τις διακοπές τους με περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι τη ζωή τους. Ισως γιατί η απόδραση είναι πιο εύκολη από την ουσιαστική αλλαγή».