Αυτό που χρειάζεται μια δημιουργική γυναίκα για να «ανθίσει» είναι αρκετός ελεύθερος χρόνος για τον εαυτό της, μια πολυτέλεια που από καταβολής κόσμου μέχρι σήμερα έχουν μόνο οι άνδρες, συνήθως σε βάρος των γυναικών που είναι δίπλα τους.
Επειδή στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι μια μέρα θα βρω χρόνο από τη δουλειά, τα παιδιά, τις δραστηριότητες, το διάβασμα, το μαγείρεμα, τα πλυντήρια και το συγύρισμα για να αφιερωθώ στην τέχνη που αγαπάω και να μεγαλουργήσω, σκέφτηκα να ξεκινήσω από τα βασικά. Να δω πώς το κατάφεραν οι αληθινές μεγαλοφυΐες. Οπότε διάλεξα για τις διακοπές την «Τέχνη της ρουτίνας» (εκδ. Key books) του Μέισον Κάρεϊ, ένα βιβλίο για τις ζωές των μεγάλων δημιουργών. Αντί όμως να βρω τις ιδέες που έψαχνα, κόλλησα με αυτό που συνειδητοποίησα ότι είχαν κοινό όλες αυτές οι προσωπικότητες, στη συντριπτική πλειονότητά τους άνδρες. Δεν ήταν ούτε τα προγράμματά τους, ούτε οι καθημερινές συνήθειες, αλλά ο ρόλος των γυναικών στην πορεία τους. Οι σύζυγοί τους τούς προστάτευαν από οτιδήποτε θα μπορούσε να τους αποσπάσει, οι καμαριέρες τους τούς ετοίμαζαν γεύματα τις πιο παράξενες ώρες και οι νταντάδες κρατούσαν τα παιδιά υπό έλεγχο για να μην τους αποσπούν. Η Μάρθα Φρόιντ όχι μόνο σιδέρωνε τα ρούχα του Ζίγκμουντ κάθε πρωί, αλλά του έβαζε ακόμα και την οδοντόκρεμα στην οδοντόβουρτσα. Η οικονόμος του Μαρσέλ Προυστ του έφερνε για πρωινό καφέ, κρουασάν, εφημερίδες και την αλληλογραφία σε ασημένιο δίσκο και όποτε της το ζητούσε καθόταν και κουβέντιαζε μαζί του με τις ώρες (όλοι έχουμε… διαβάσει πόσες ώρες μπορούσε να περάσει ο Προυστ φλυαρώντας). Μερικές γυναίκες αναφέρονται μόνο για όσα προσέφεραν, όπως η σύζυγος του Καρλ Μαρξ, χωρίς όνομα στο βιβλίο, η οποία μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια τα τρία επιζήσαντα από τα έξι παιδιά τους ενώ εκείνος βρισκόταν στο Βρετανικό Μουσείο και έγραφε.
Ο Γκούσταβ Μάλερ παντρεύτηκε μία πολλά υποσχόμενη νεαρή συνθέτρια που ονομαζόταν Αλμα και στη συνέχεια της απαγόρευσε να συνθέτει λέγοντας ότι υπάρχει χώρος μόνο για έναν καλλιτέχνη στην οικογένεια. Το καθήκον της ήταν να διατηρεί το σπίτι σιωπηλό ώστε εκείνος να δημιουργεί. Μετά το μεσημεριανό του μπάνιο, σφύριζε (ναι, σφύριζε) στη σύζυγό του για να πάνε έναν μακρύ αμίλητο περίπατο, κατά τον οποίο εκείνος συνέθετε μελωδίες στο μυαλό του. Εκείνη περίμενε για ώρες σε ένα παγκάκι ή στο γρασίδι, μην τολμώντας να τον διακόψει. «Παλεύω τόσο πολύ μέσα μου», έγραφε στο ημερολόγιό της. «Κι έχω μία θλιβερή ανάγκη για κάποιον που θα με σκεφτεί, που θα με βοηθήσει να βρω τον εαυτό μου. Εχω συρρικνωθεί στον ρόλο μιας οικιακής βοηθού». (Ευτυχώς η Αλμα Μάλερ βρήκε τον εαυτό της τελικά και έγινε μούσα κι άλλων σημαντικών ανδρών, όπως ο πρώτος σύζυγός της, αρχιτέκτων Βάλτερ Γκρόπιους, ο εμβληματικός ζωγράφος Οσκαρ Κοκόσκα και ο τρίτος σύζυγός της, ο ποιητής Φραντς Βέρφελ).
Αντίθετα με τους άνδρες καλλιτέχνες, που συμπεριφέρονταν με δεδομένο ότι ο απεριόριστος ελεύθερος χρόνος είναι εκ γενετής προνόμιό τους, τα έργα και οι ημέρες των λιγοστών γυναικών δημιουργών που αναφέρονται στο βιβλίο οριοθετούνταν από τις υποχρεώσεις τους στο σπίτι και την οικογένεια. Η γυναίκα του Τολστόι διόρθωσε και καθαροέγραψε για λογαριασμό του επτά φορές το «Πόλεμος και Ειρήνη», που είναι πάνω από χίλιες σελίδες. Διόρθωνε το βιβλίο τις νύχτες, γιατί όλη μέρα έκανε δουλειές και φρόντιζε τα άπειρα παιδιά τους (13 εγκυμοσύνες). Και ο Τολστόι στοχαζόταν. Η Αλις Μονρό έγραφε στις χαραμάδες του χρόνου που έβρισκε ανάμεσα στο νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών. Και η Μάγια Αγγέλου δραπέτευε από το χάος του σπιτιού πηγαίνοντας σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο για να σκεφτεί, να διαβάσει και να γράψει.
Ακόμα και ο Αντονι Τρόλοπ, που έγραφε τον αξιοθαύμαστο αριθμό των 2.000 λέξεων πριν από τις 8 κάθε πρωί, λέγεται ότι πήρε αυτή τη συνήθεια από τη μητέρα του, που στα 53 της άρχισε το γράψιμο για να στηρίξει οικονομικά τον άρρωστο άνδρα της και τα έξι παιδιά τους. Σηκωνόταν στις 4 τα χαράματα ώστε να έχει τελειώσει εγκαίρως, πριν έρθει η ώρα να ετοιμάσει το πρωινό της οικογένειας.
Εκ γενετής ανδρικό προνόμιο
Αναλογίζομαι όλα τα βιβλία, τους πίνακες, τη μουσική, τις επιστημονικές ανακαλύψεις, τις φιλοσοφικές θεωρίες, όλα τα έργα του πνεύματος είναι δημιουργίες ανδρών. Γιατί; Μήπως είχε δίκιο ο μαέστρος Ζούμπιν Μέτα όταν είπε «πιστεύω ότι οι γυναίκες δεν έχουν θέση σε μια ορχήστρα». Μήπως η φύση τις προίκισε με λιγότερο ταλέντο; Σε μία συνέντευξή της η Πάτι Σιάλφα, συνθέτρια και σύζυγος του Μπρους Σπρίνγκστιν, εξηγούσε πόσο δύσκολο ήταν να γράψει μουσική για τον προσωπικό της δίσκο καθώς τα παιδιά της τη διέκοπταν συνεχώς και απαιτούσαν το χρόνο της, κάτι που ποτέ δεν έκαναν στον πατέρα τους όταν ετοίμαζε ένα καινούριο άλμπουμ. Και κάπως έτσι έφτασα στη στιγμή της αποκάλυψης. Ο λόγος που οι γυναίκες δεν έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στον κόσμο της τέχνης και της διανόησης δεν είναι η έλλειψη ταλέντου. Απλά δεν είχαν ποτέ το χρόνο.
Ο χρόνος των γυναικών έχει απαξιωθεί και κατακερματιστεί σε όλες τις φάσεις της Ιστορίας, σε κάθε κοινωνική δομή και τάξη. Το πρόγραμμα των ημερών τους ανέκαθεν καθοριζόταν από τις υποχρεώσεις του νοικοκυριού, της ανατροφής των παιδιών και της διατήρησης της οικογενειακής συνοχής. Αν αυτό που χρειάζεται κανείς για να δημιουργήσει είναι μακρές περίοδοι απερίσπαστης συγκέντρωσης, γενναίες ποσότητες χρόνου που μπορεί να τον διαχειριστεί όπως θέλει, χρόνου που μπορεί να τον ελέγξει, αυτό ακριβώς είναι που οι γυναίκες ποτέ δεν είχαν. Τουλάχιστον όχι χωρίς να κατηγορηθούν για ανάρμοστο εγωισμό ή για κάποιου είδους ψυχική διαταραχή.
Σήμερα, σε όλο τον κόσμο, με τόσες γυναίκες στο εργατικό δυναμικό το φύλο μας εξακολουθεί να δαπανά διπλάσιο χρόνο απ’ ό,τι οι άνδρες στο νοικοκυριό και τη φροντίδα των παιδιών. Ακόμα όμως και στη δουλειά οι γυναίκες δεν δουλεύουν απερίσπαστες. Μια έρευνα της κοινωνιολόγου Τζόγια Μίσρα σε διδακτικό προσωπικό πανεπιστημίων έδειξε ότι οι εργάσιμες ημέρες των καθηγητριών είχαν μεν την ίδια διάρκεια με αυτές των ανδρών συναδέλφων τους, όμως ο χρόνος τους αναλωνόταν σε εξυπηρετήσεις, συμβουλευτικές υπηρεσίες και καθοδήγηση. Οι καθηγητές, αντίθετα, είχαν απερίσπαστο χρόνο να σκεφτούν, να ερευνήσουν, να γράψουν, να δημιουργήσουν και να δημοσιεύσουν για να χτίσουν το όνομά τους, να προωθήσουν την καριέρα τους και να διαδώσουν τις ιδέες τους στον κόσμο.
Στο βιβλίο «Η θεωρία της αργόσχολης τάξης» (εκδ. Κάλβος), ο Θορστάιν Βέμπλεν έγραψε ότι οι άνθρωποι που είχαν κατεξοχήν τη δυνατότητα να ελέγχουν το χρόνο τους ανά τους αιώνες ήταν οι άνδρες υψηλού κοινωνικού προφίλ. Από τη δεύτερη κιόλας σελίδα εξαιρεί τις γυναίκες από το παιχνίδι, γράφοντας ότι εκείνες, όπως οι υπηρέτες και οι σκλάβοι, ήταν πάντα υπεύθυνες για τη χαμαλοδουλειά που επιτρέπει στους άνδρες με στάτους να σκέφτονται τις σοφές σκέψεις τους. Ερευνήτριες του φεμινισμού ανακάλυψαν ότι πολλές γυναίκες δεν νιώθουν ότι αξίζουν οριοθετημένο χρόνο για τον εαυτό τους, όπως τον αξιώνουν οι άνδρες. Αισθάνονται ότι πρέπει να τον κερδίσουν. Και ο μόνος τρόπος για να τον διεκδικήσουν είναι να φτάσουν στο τέλος μιας λίστας υποχρεώσεων χωρίς τέλος. Ο καθηγητής Ψυχολογίας Μιχάλι Τσικτσεμιχάλι είναι ο επιστήμονας που έχει εισαγάγει την έννοια της ροής, αυτής της κατάστασης κατά την οποία το μυαλό είναι τόσο απορροφημένο σε μια δραστηριότητα ώστε ο χρόνος εξαφανίζεται. Για τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους αυτή είναι η φάση που προαπαιτείται για να δημιουργηθεί κάτι σπουδαίο. Στην ερώτηση αν στην έρευνά του εξέτασε το κατά πόσο οι γυναίκες έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους άνδρες να μπουν σε ροή, σκέφτηκε λίγο και στη συνέχεια διηγήθηκε την ιστορία μιας κυρίας που έχασε την αίσθηση του χρόνου καθώς σιδέρωνε τα πουκάμισα του άνδρα της.
Η αδελφή του Μότσαρτ
Η ποιήτρια Ελέανορ Ρος Τέιλορ πέρασε τη ζωή της στη σκιά του συζύγου της, του συγγραφέα βραβευμένου με Πούλιτζερ Πότερ Τέιλορ. «Στο πέρασμα των χρόνων πολλές φορές έλεγα στα ποιήματα που μου έρχονταν στο μυαλό “φύγετε, δεν έχω χρόνο τώρα”», είπε σε μια συνέντευξή της το 1997. «Αλλά αυτό ήταν εν μέρει τεμπελιά. Αν θέλεις πραγματικά να γράψεις, μπορείς. Εγώ πάντως κρατούσα το σπίτι καθαρό και λουστραρισμένο. Πράγμα που μου θύμισε τη μητέρα μου. Οταν ήμουν μικρή μου έβαζε “δουλειές”, από το να σκουπίσω τις βεράντες μέχρι να ισιώσω τα κρόσσια στα χαλιά – αυτή ήταν η πιο μάταιη απ’ όλες. Στην αντίδρασή μου “μα, γιατί;”, η απάντηση ήταν “γιατί πρέπει να μαθαίνεις”. Από την ψυχαναλυτική άποψη, σίγουρα ανακύκλωνε σε μένα τον τρόπο που είχε μεγαλώσει εκείνη χωρίς να μπορεί να αντιμετωπίσει τα δικά της τραύματα. Από μια πρακτική θεώρηση, όμως, με προετοίμαζε να γίνω μια γυναίκα νοικοκυρά (εκτός από εργαζόμενη), όχι μια γυναίκα δημιουργός. Ο χρόνος μου έπρεπε να διοχετεύεται στο σπίτι, όχι στον εσωτερικό μου κόσμο. Νομίζω ότι έτσι έχουν ανατραφεί πολλές γενιές κοριτσιών πριν από μένα, ίσως και μετά.
Βέβαια, δεν είμαι και η αδελφή του Μότσαρτ. Ούτε σε ταλέντο, ούτε σε μοίρα. Η Νανέρλ, ταλαντούχα όπως και εκείνος, έκανε περιοδείες από επτά χρονών με τον Βόλφγκανγκ και τον πατέρα τους για να δίνουν συναυλίες. Ωστόσο καθώς μεγάλωνε, της απαγορεύτηκε να παίζει μουσική μπροστά σε κοινό γιατί ήταν σε ηλικία γάμου.
Ο πατέρας της την ανάγκασε να παντρευτεί έναν χήρο και να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά του μαζί με τρία ακόμα που γέννησε η ίδια. Η Βιρτζίνια Γουλφ, από τη μεριά της, είχε αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν ο Σαίξπηρ είχε γεννηθεί γυναίκα ή αν είχε μία αδελφή. «Η θηλυκή Σαίξπηρ δεν θα είχε ποτέ το χρόνο ή τη δυνατότητα να αποκαλύψει τη μεγαλοφυΐα της. Θα την απέκλειαν από το σχολείο, θα την έστελναν στην κουζίνα, θα την πάντρευαν μικρή και θα τη χτυπούσαν αν αρνιόταν. Η αδερφή του Σαίξπηρ, παρ’ όλο το ταλέντο της, θα κατέληγε τρελή, νεκρή ή κλεισμένη σε μια καλύβα στο δάσος με το χωριό να τη φωνάζει “μάγισσα”». Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Η Γουλφ οραματίστηκε ότι στο μέλλον θα εμφανιστεί μια γυναίκα ιδιοφυΐα. Η ικανότητά της να ανθίσει και να κάνει τη φωνή και το όραμά της να ακουστούν εξαρτάται από τον κόσμο που εμείς θα δημιουργήσουμε. «Θα έρθει όταν θα δουλέψουμε γι’ αυτό», είχε γράψει.
Τελικά το να μην μπορεί μια γυναίκα να εξοικονομήσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για τον εαυτό της και, κυρίως, να μην είναι σε θέση να το πετυχαίνει αυτό τακτικά δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Και δεν αφορά μόνο την ίδια, αλλά όλη την κοινωνία. Θα θέλαμε να έχουμε άφθονο χρόνο ενδοσκόπησης και αυτοσυγκέντρωσης. Οχι μόνο για να αλλάξουμε τη ζωή μας και να της δώσουμε καλύτερη ποιότητα, αλλά γιατί μπορεί αυτός να είναι ο τρόπος να αλλάξουμε τον κόσμο.