Η πιο ευχάριστη μουσική έκπληξη της τελευταίας πενταετίας στην Ελλάδα είναι μία κολλεκτίβα που παίζει dub. Βέβαια ο Blend Mishkin δραστηριοποιείται σε αυτόν τον γεμάτο από beat και ενέργεια χώρο πολύ περισσότερα χρόνια πριν προκύψουν οι Roots Evolution, που ήρθαν να καλύψουν τις ανάγκες των δύο προηγούμενων άλμπουμ του, «Survival of the Fittest» (2015) και «In Real Life» (2016). Καλοκαιρινοί ρυθμοί που αντέχουν και σε χαμηλές θερμοκρασίες, reggae, hip hop, jamaican bass και αναπάντεχα remix που σε βάζουν σε κίνηση όπως το φως τα μικρά παιχνίδια που δουλεύουν με φωτοκύτταρο, αυτό είναι το Wild Fire, το ολοκαίνουριο άλμπουμ των Blend Mishkin & Roots Evolution που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες. Θα το παρουσιάσουν σε μία συναυλία-φωτιά στις 10 Μαΐου στο Gagarin 205 και με αφορμή αυτό το live που ήδη μαρκάραμε στο ημερολόγιο, ζητήσαμε από τον Blend Mishkin οδηγίες για τη χαρτογράφηση του μουσικού ιδιώματος της reggae και του dub, και, φυσικά, τη συνταγή για το καλύτερο πάρτυ.
Καραϊβική: Ποια είναι η πρώτη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό; Τι σχεδιάζεις να κάνεις όταν φτάσεις ως εκεί;
Έχω αρκετούς φίλους εκεί, αλλά δεν έχω πάει ακόμη. Αν και ο καλύτερος σύνδεσμος με την Καραϊβική είναι ο BnC (Jeff Gonzales) που κατάγεται από τον Άγιο Δομίνικο και έχει οικογένεια στο νησί. ‘Ισως να πρέπει να ξεκινήσω από εκεί.
Αν υπάρχει ένας ήχος, ένα μουσικό όργανο, ένα σημείο αναφοράς στον τζαμαϊκανό ήχο, ποιο είναι αυτό;
Σίγουρα το μπάσο. Είναι το όργανο που θα προσέξει κανείς πρώτα σε αυτή τη μουσική. Είναι δυνατό και τραχύ, επιπλέον οι περισσότερες μελωδίες βασίζονται στη γραμμή του μπάσου. Αυτό το κάνει αδιαμφισβήτητα πρωταγωνιστή, ειδικά στα dub κομμάτια. Αλλωστε το μπάσο είναι αυτό που σε κάνει να χορεύεις.
Χορευτική μουσική συνδεδεμένη με κοινωνικά θέματα και αγώνες. Ποια πιστεύεις ότι είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από τη reggae;
Η μεγαλύτερη παρεξήγηση είναι η λάθος αντίληψη που υπαγορεύει πως μια χορευτική μουσική δεν μπορεί συγχρόνως να εκφράζει κοινωνικό μήνυμα και αγώνα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη soul, την jazz, τη funk και φυσικά τo hip hop. Η reggae άρχισε να διαμορφώνεται ως μουσικό είδος στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ως φυσική συνέχεια του rocksteady και του ska που παιζόταν στην Τζαμάικα από μεγάλες μπάντες όπως οι Skatalites και φωνητικά γκρουπ όπως οι Techniques και οι Melodians. Αντίθετα από το rocksteady και τo ska, η reggae είναι παράγωγο μιας φορτισμένης κοινωνικά και πολιτικά περιόδου της Τζαμάικα με μεγάλες εντάσεις μεταξύ πολιτικών κομμάτων, παρακράτους και συμμοριών, κάτι που αποτυπώνεται στη μουσική και τον στίχο.
Calypso, ska, dub: Εύκολα ακούσματα ή ακριβώς το αντίθετο; Πότε συναντήθηκες μαζί τους και πότε τα παντρεύτηκες;
Ολα τα μουσικά είδη της Kαραϊβικής είναι εύκολα ακούσματα και όλα συνδέονται ιστορικά μεταξύ τους. Το calypso γεννήθηκε στο Τρινιντάντ, βασίζεται σε αφρικανικούς ρυθμούς και εξαπλώθηκε σε όλη την Καραϊβική πολύ πριν από τη reggae. Στην Τζαμάικα το calypso εξελίχθηκε στo mento και αυτό με τη σειρά του στo ska, που έθεσε τα θεμέλια για τη reggae, το dub και μετέπειτα το dancehall. Ολη η μουσική κουλτούρα της Καραϊβικής έχει μεγάλο ενδιαφέρον ιστορικά. Είναι μια μουσική ζωντανή που εξελίσσεται συνεχώς μέσα στα χρόνια. Η εποχή μας, όπου στη μουσική κυριαρχεί η φιλοσοφία του remix, χρωστάει τα πάντα στους πρωτοπόρους Τζαμαϊκανούς παραγωγούς των 70s που πειραματίστηκαν και εφηύραν το dub ως μέθοδο. Το πρώτο κομμάτι reggae που άκουσα ποτέ ήταν το «Stop that Train» των Clint Eastwood & General Saint, όταν ήμουν 17 ή 18 σε ντισκοτέκ – και ακουγόταν τόσο διαφορετικό από τα υπόλοιπα κομμάτια που έπαιζαν εκείνη την εποχή οι DJs. Αργότερα είχα την τύχη να δουλέψω σε πολλά δισκοπωλεία στην Αθήνα, και έτσι κάθε μέρα είχα ένα οκτάωρο στη διάθεσή μου να ψάχνω και να ανακαλύπτω νέα για μένα μουσική.
Θα μας συστήσεις τους Roots Evolution;
Στην τωρινή τους μορφή οι Roots Evolution είναι οι: General Sticks – drums, Βασίλης Νιτσάκης – μπάσο, Von Loopen – πλήκτρα, Bassment Rats – τρομπέτα, Στέλιος Μίχας Εγγλέζος – τρομπόνι και BNC The Disco Vampire – φωνητικά. Είχαν περάσει οκτώ χρόνια από το τελευταίο πρότζεκτ που είχα με live μουσικούς (Blend Sextet) επί σκηνής και μου είχε λείψει η ενέργεια αυτή. Οι Roots Evolution συστάθηκαν το 2015 κυρίως για τις ηχογραφήσεις του δίσκου «Survival of the Fittest» και στην τότε σύνθεσή τους ήταν κυρίως μέλη των Burger Project. Πέραν του Von Loopen (Θάνος Κοσμίδης) συμμετείχαν και ο Αλέξης Ιωάννου στην κιθάρα και ο Σπύρος Μοσχούτης στα τύμπανα (στον δίσκο εκείνο πνευστά έπαιζαν οι: Κώστας Φόρτσας – κλαρίνο, Τζιμ Σταρίδας – τρομπόνι και Κώστας Κεφαλάς – τρομπέτα). Ηταν μετά το επόμενο άλμπουμ, «In Real Life», που γεννήθηκε η ανάγκη να εξελιχθούν σε γκρουπ που όχι μόνο ηχογραφεί στο στούντιο αλλά και περιοδεύει μαζί. Στο «Wildfire» συμμετέχουν και οι Oleg Dergatsiov και Αλέκος Γεωργουλόπουλος στις κιθάρες και ο Stavros Parceiro στα κρουστά. Τα φωνητικά έχουν αναλάβει καλλιτέχνες από έξι διαφορετικές χώρες: Gappy Ranks, Teacha Dee, Skarra Mucci, Carlton Livingston, Collieman, Jay Spaker, Daphne Bluebird, Bunna και Natural Bless.
Χωράει η καινούρια σας δουλειά κάτω από ταμπέλες; Πώς θα την περιέγραφες σε κάποιον που δεν σας έχει ακούσει ποτέ πριν;
Αποφεύγω τις περιγραφές γιατί ο καθένας αντιλαμβάνεται τη μουσική διαφορετικά και μερικές φορές οι ορισμοί και οι κατηγορίες σε πάνε αλλού. Το χαρακτηριστικό στοιχείο του δίσκου είναι ότι πρωταγωνιστούν οι Roots Evolution ενώ στα δύο προηγούμενα άλμπουμ έβγαινε περισσότερο η παραγωγή. Και αυτό είναι κάτι που επιδιώκαμε από την αρχή. Οταν μπήκαμε στο στούντιο να γράψουμε, ερχόμασταν από ένα καλοκαίρι γεμάτο συναυλίες, οπότε ήμασταν ζεστοί και δεμένοι. Χρειάστηκαν περίπου 180 ώρες στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε και να μιξάρουμε τη μουσική.
Πολύ ωραίο εξώφυλλο! Το «Wildfire» με έκανε να σκεφτώ το υγρό πυρ, αλλά έψαξα και για συμβολισμούς. Η μουσική που σου τρώει τα σωθικά; Η μουσική που σταματά τις συγκρούσεις;
Το θέμα του ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους. Εγώ πάλι βλέπω ένα έρημο τοπίο, ένα διαστημόπλοιο να φλέγεται μετά από σύγκρουση και μια καμήλα δίπλα να τρώει ανενόχλητη. Για μας είναι αλληγορικό. Το illustration είναι του Bassment Rats και τον σχεδιασμό του εξωφύλλου έκανε ο Exidas, που κάνει όλα τα γραφιστικά μας.
Συνταγή για το καλύτερο πάρτυ υπάρχει;
Φυσικά, και είναι ένας συνδυασμός ενός μεγάλου ηχοσυστήματος, σωστής για τη στιγμή μουσικής και κατάλληλης παρέας.