Πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος, ο Γιάννης Σκαραγκάς μας συγκίνησε το χειμώνα που πέρασε με το θεατρικό του Η Κυρά της Ρω, έναν μονόλογο που ερμήνευσε η Φωτεινή Μπαξεβάνη σε σκηνοθεσία Κατερίνας Μπερδέκα. Ο συγγραφέας που έχει στο ενεργητικό του τα βιβλία Επιφάνεια (Ελληνικά Γράμματα, 2002), Η πατρίδα της αφής (Πατάκης, 2004), Το αινιγματικό βλέμμα του αγγέλου (Πατάκης, 2008), Ο ουρανός που ονειρεύτηκες (Κριτική, 2014), Τρία θεατρικά (Κριτική, 2015), Mode und Moden (Seismo Verlag, Ελβετία, 2016) και έχει εργαστεί για πολλά χρόνια στον χώρο της τηλεόρασης (Mega, Alpha) και του κινηματογράφου, γράφει στα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά, διηγήματα και ποίηση που δημοσιεύονται σε γνωστά αμερικανικά λογοτεχνικά περιοδικά (World Literature Today, Copper Νickel, American Chordata, The Charles Carter, The Tower Journal, Spilled Milk, Midnight Circus) τα τελευταία δέκα χρόνια.

Στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες» (εκδ. Κριτική) το σκηνικό είναι η Αθήνα της Μπελ Επόκ. Η πρωταγωνίστρια, η Δανάη, είναι μια δυναμική γυναίκα που θέλει να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό μόνο για γυναίκες. Ωστόσο, συμπρωταγωνίστριά της στο βιβλίο είναι η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας στη δεκαετία του 1890, μία δεκαετία που περιλαμβάνει τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, τα αιματηρά επεισόδια των Ευαγγελικών και τη σύρραξη με την Τουρκία. Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι τρομακτικές.

Τι σε παρακίνησε να διαλέξεις ως σκηνικό την Αθήνα της Μπελ Επόκ;
Η Αθηναϊκή Μπελ Επόκ έχει κάτι μοναδικό: αν για άλλες χώρες είναι η εποχή της αθωότητας, για την Αθήνα η Μπελ Επόκ είναι μια περίοδος σκοτεινής ενηλικίωσης. Πίσω από τη γοητεία της θα βρεις αίμα, μεγάλα λάθη και φυσικά το μικρόβιο του διχασμού.

Έγραψες ένα βιβλίο για μια δυναμική γυναίκα, για (τον αγώνα για) τη δημοτική γλώσσα, την Αθήνα. Η ραχοκοκαλιά της ιστορίας σου είναι γένους θηλυκού λοιπόν. Θα έλεγες ότι ξέρεις καλά τις γυναίκες;
Μπορεί και όχι. Κάθε φορά που καταπιάνομαι όμως με γυναικείο χαρακτήρα, είμαι εκατό φορές πιο προσεκτικός με τις λεπτομέρειες. Ξέρω τις γυναίκες, θα πει για μένα ότι αντιλαμβάνομαι την πολυπλοκότητά τους και κυρίως ότι μπορώ να την εκφράσω.

Η κεντρική ηρωίδα σου, η Δανάη, φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό μόνο για γυναίκες, ιδέα τολμηρή και ασύμφορη και όχι μόνο για την εποχή. Ποια είναι η σχέση σου με τα περιοδικά καθώς μεγάλωνες; Και σήμερα; Πιστεύεις στο μέλλον τους;
Αγαπάω τα περιοδικά, όχι απλώς επειδή μεγάλωσα μαζί τους, αλλά και επειδή δούλεψα και δουλεύω ακόμα σε αυτά. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα τα περιοδικά με τοποθέτησαν στο χώρο ως αγγλόφωνο συγγραφέα. Το τελευταίο μου βραβείο ήρθε από ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό περιοδικό, το Copper Nickel του πανεπιστημίου του Κολοράντο. Οι δουλειές μου σε αυτά είναι που μου άνοιξαν πόρτες. Φυσικά και πιστεύω στο μέλλον τους.

«Έχεις ένα περίεργο ταλέντο να βλέπεις τις γυναίκες είτε ως τέρατα είτε ως μυθικές υπάρξεις που πέφτεις πάνω τους για να σε μαγέψουν», λέει κάπου προς το τέλος του βιβλίου η Δανάη. Εσύ, πως βλέπεις τις γυναίκες;
Άλλες φορές τις αγαπάω και άλλες τις παιδεύω. Και τις περισσότερες φορές δεν βλέπω τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο. Η πιο ειλικρινής όμως απάντηση είναι ότι τις βλέπω για αυτό που είναι, και όχι για αυτό που θα ήθελα εγώ να γίνουν. Μου φέρθηκαν με πίστη, και τους οφείλω τα φωτεινότερα κομμάτια του χαρακτήρα και της πορείας μου.

«Μπορείς να αγαπάς κάποιον …με κάποιο ήσυχο όνειρο φτιαγμένο από σκέψεις αποκλειστικά για εκείνον». Γίνεται;
Μεγαλώνοντας αρχίζω να προτιμώ όλο και περισσότερο το μυθοποιητικό κομμάτι του έρωτα και της έλξης. Θεωρώ πολύ δίκαιο, απαραίτητο και απίστευτα ερωτικό να προσθέτεις μόνος σου τα χαρακτηριστικά και τις μυθικές διαστάσεις των ανθρώπων που σε απασχολούν ερωτικά. Πες το αφέλεια. Εγώ το λέω εκλεκτική αυτοδιάθεση.

Στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστεί, με τον τρόπο της, η οικονομική καταστροφή της Ελλάδα στη δεκαετία του 1890, μίας δεκαετίας που περιλαμβάνει τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, τα αιματηρά επεισόδια των Ευαγγελικών, τη σύρραξη με την Τουρκία. Οι ομοιότητες με το σήμερα είναι τρομακτικές. Ήθελες να σχολιάσεις το γεγονός ότι η ιστορία κάνει κύκλους;
Με ενδιαφέρει ο ανθρώπινος χαρακτήρας μπροστά στην επανάληψη του λάθους. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο μεγάλο επίτευγμα και την καταστροφή. Έχουμε ανάγκη να επενδύουμε τα πάθη μας σε κάτι δυσδιάκριτο, σκοτεινό ίσως. Καταλαβαίνουμε τα λάθη του παρελθόντος, αλλά η ζωή είναι κάτι πάνω από λογικά συμπεράσματα και συγκρίσεις.

Πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, ποιητής. Είναι δύσκολο να ιεραρχήσεις αυτές σου τις ιδιότητες; Ποια είναι πιο κοντά στην καρδιά σου;
Όταν ξεκινώ να γράψω μια ιστορία, χρειάζομαι μερικούς μήνες να παρακολουθήσω τις προτάσεις που παράγει αυτή η ιστορία. Ξέρω τελικά με ποια ιδιότητα θα την πω, όταν καταλήξω στο είδος του λόγου. Δεν θα ήμουν το ίδιο απρόβλεπτος, αν μου έλειπε κάποια από αυτές τις ιδιότητες. Τις αγαπάω και τις έχω ανάγκη όλες.

Εργάστηκες αρκετό καιρό στην τηλεόραση. Τι σου έμαθε αυτή η θητεία για τον τρόπο που χρησιμοποιούμε το λόγο, τις λέξεις; Και τι παραπάνω σου έμαθε για τους ανθρώπους;
Η πρώτη μου τηλεοπτική δουλειά ήταν η «Επιφάνεια» το 2001. Δούλεψα κοντά μια δεκαετία. Είναι πολλά χρόνια όμως που απομακρύνθηκα, και δεν έχω πολλά πράγματα να πω. Θυμάμαι ένα άτομο που έκανε επιτυχία και χρήματα, γράφοντας αηδίες, και το άκουσα πριν από κάποιον καιρό να μιλάει με μένος για τα τσοντοκάναλα της διαπλοκής. Αυτή ήταν η ελληνική τηλεόραση με φωτεινές, βεβαίως, εξαιρέσεις: μια επηρμένη φυλή αυτοδημιούργητων σε σύγχυση, που μπέρδευαν τη φιλοδοξία τους με επαγγελματισμό. Πιθανώς να υπήρξα ένας από αυτούς.

Γράφεις σε δύο γλώσσες. Είναι κάποιου είδους διγαμία αυτό; Υπάρχουν πράγματα/θέματα για τα οποία θα μπορούσες να μιλήσεις μόνο στη μία από τις δύο γλώσσες;
Είναι πολύ εύστοχο το παράδειγμα της διγαμίας, ιδιαίτερα στον τρόπο που προσπαθείς να κρυφτείς από τη μία γλώσσα όταν γράφεις στην άλλη—να μην τις μπερδεύεις δηλαδή όταν σκέφτεσαι. Δεν έχω διαφορετική θεματολογία, αλλά ας πούμε διαφορετικό τρόπο σύνθεσης του λόγου.

Έχεις δει τα θεατρικά σου έργα να ανεβαίνουν στην Ελλάδα, την Ελβετία και τις ΗΠΑ. Εντόπισες ομοιότητες ή και μεγάλες διαφορές στον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν θέατρο σε αυτές τις τρεις χώρες;
Θα αναφερθώ σε δύο προσωπικά παραδείγματα: Η Κυρά της Ρω που έγραψα και παίζεται με την Φωτεινή Μπαξεβάνη σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Μπερδέκα θα παρουσιαστεί στο πρόγραμμα του θεάτρου του CAP UCLA στο Λος Άντζελες το 2019. Είναι ένας μεγάλος θεατρικός οργανισμός και είναι η δεύτερη ελληνική παράσταση που κλείνει όλα αυτά τα χρόνια μετά του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Από την άλλη, το κείμενο της παράστασής μου στη Ζυρίχη (Courage) με τη Ruth Schwegler έχει να κάνει με την εμπειρία του προσφυγικού σε κάποιο ελληνικό νησί. Οι ιστορίες μιας γυμνής και βαθιάς ανθρωπιάς μιλάνε σε όλες τις γλώσσες και τα είδη κοινού.

  •  * H συνέντευξη του Γιάννη Σκαραγκά δημοσιεύτηκε στο τεύχος Αυγούστου του Marie Claire που κυκλοφορεί στα περίπτερα.

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below