Στην ειδησεογραφία των τελευταίων εβδομάδων, ανάμεσα στις πολιτικές εξελίξεις και τα νέα από το μέτωπο του covid-19, ξεχωρίζουν δυο υποθέσεις που φαίνεται ότι μας απασχολούν περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες. Η ιστορία της απαγωγής της 10χρονης αλλά και αυτή της επίθεσης με το βιτριόλι είναι τα θέματα που συγκεντρώνουν απίστευτα μεγάλο αριθμό κλικ σε ιστοσελίδες που δεν είναι απαραίτητα ειδησεογραφικές – περιλαμβάνονται μάλιστα και σε σάιτς που είναι αμιγώς κουτσομπολίστικα, υπογραμμίζοντας τη διάθεση με την οποία καμιά φορά αντιμετωπίζουμε τα δράματα που δεν συμβαίνουν στο σύμπαν του δημόσιου βίου, αλλά έχουν περισσότερο ιδιωτικό χαρακτήρα.
Δεν είναι πρωτάκουστο, ούτε καν ανεξήγητο ότι καταναλώνουμε τις λεπτομέρειες γι’ αυτές τις δύο υποθέσεις τόσο αχόρταγα. Πάντα όταν συμβαίνει ένα παράλογο έγκλημα ο άνθρωπος προσπαθεί να μάθει όσα περισσότερα γίνεται για να κατανοήσει όσα μπορεί και να προστατευτεί από παρόμοιο κίνδυνο. “Συναισθηματική άσκηση”, χαρακτηρίζουν κάποιοι την προσπάθεια να μπεις στη θέση του άλλου και να δεις τι θα έκανες διαφορετικά, μπροστά σε ένα κακό σενάριο που δεν είχες φανταστεί ότι υπάρχει. Καμία γυναίκα δεν θέλει να την κάψουν με οξύ και κάθε γονιός θα έκανε τα πάντα προκειμένου να προστατεύσει το παιδί του.
Από εκεί, μέχρι την νοσηρή υπερπληροφόρηση για τις δυο αυτές υποθέσεις, υπάρχει τεράστια απόσταση. Το πού πήγαινε η δράστης για καφέ και αν το θύμα διασκέδαζε στα μπουζούκια, δεν έχουν απολύτως καμία αξία ως πληροφορίες, τουλάχιστον όχι εκτός του πρίσματος της κλειδαρότρυπας. Το αν η απαγωγέας πείραξε τη 10χρονη έχει σημασία – το τι ακριβώς της έκανε, όχι. Σίγουρα, εκπομπές, εφημερίδες και ηλεκτρονικά media θα συνεχίσουν να προσφέρουν αυτό που πουλάει, αλλά κάποια στιγμή ίσως θα πρέπει να περιορίσουμε, ως αποδέκτες αυτού του καταιγισμού αχρείαστων λεπτομερειών, την κατανάλωση. Μπορεί το τηλεοπτικό είδος του true crime να έχει φανατικό κοινό, όμως όταν πρόκειται για δράματα σε εξέλιξη δεν μας τιμά και τόσο να τα αντιμετωπίζουμε σαν ψυχαγωγία. Ας αφήσουμε την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να ζητάμε διαρκώς να μας τροφοδοτούν με επουσιώδεις (για εμάς) ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Τα θύματα δικαιούνται να καταφέρουν να ανασάνουν χωρίς όλο αυτό το θόρυβο κι όλοι εμείς πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στο ανθρώπινο ενδιαφέρον και την ανάρμοστη περιέργεια για τις τραγωδίες των άλλων.