Οσο μεγάλες -και μοιραία ανικανοποίητες- κι αν είναι οι προσδοκίες που τρέφουμε για τις καλοκαιρινές διακοπές, έρχονται πάντα μαζί με μια ανασφάλεια, μια ανησυχία, έναν ακαθόριστο φόβο. Θα μας φτάσει ο καιρός που σ’ αυτό το πλαίσιο μοιάζει συμπυκνωμένος και ξεχειλωμένος συγχρόνως; Θα είναι όλα τέλεια ή θα μας κοστίσουν οι επιλογές που κάναμε για το μέρος, τις συνθήκες και την παρέα; Ολοι έχουμε άλλωστε διαπιστώσει στο παρελθόν πως ακόμα και το πιο ιδανικό σκηνικό (και η Ελλάδα, αλλά και η Μεσόγειος συνολικά, είναι γεμάτη από τέτοια) μπορεί να εξελιχθεί, φαινομενικά από τα πουθενά, σε Βατερλό και Χιροσίμα των σχέσεων (συζυγικών, ερωτικών, οικογενειακών, φιλικών), αλλά και σε αναζωπύρωσή τους ενίοτε, αν ευνοήσουν οι θεότητες του καλοκαιριού και οι περιστάσεις.
Μια από τις ταινίες που ανέδειξε με τον πιο γλαφυρό αισθητικά τρόπο όλο αυτό το πανηγύρι ματαιοδοξίας, μεθυστικού ηδονισμού, προσδοκίας, ματαίωσης, φωτογένειας, θερμοπληξίας, εκπλήξεων ευχάριστων και δυσάρεστων, ιδανικών αισθήσεων και παραισθήσεων, ίντριγκας, παρεξηγήσεων, συγκρούσεων και μιας βαθιάς επιθυμίας για λήθη είναι το «Κάτω από τον ήλιο» ή «A Bigger Splash», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της (από το διάσημο ομώνυμο ζωγραφικό έργο του Ντέιβιντ Χόκνεϊ) με την Τίλντα Σουίντον (βουβή κι απέριττη στην πισίνα) και τον Ρέιφ Φάινς (δαίμονας του θέρους, απόστολος του χάους) να οργιάζουν και να τρώνε τις σάρκες τους με φόντο το γραφικό νησάκι της Παντελερία στο νοτιότερο άκρο της ιταλικής χερσονήσου, απέναντι από την Τυνησία.
Μεγάλο μέρος του δράματος (αλλά και της κωμωδίας, οι καλοκαιρινές διακοπές αποτελούν συνήθως υβρίδιο διάφορων κινηματογραφικών ειδών, από τη φάρσα ως το θρίλερ) συμβαίνει γύρω από την επιβλητική πισίνα της βίλας, όπου εξελίσσεται σε μεγάλο βαθμό η δράση, προκαλώντας για άλλη μια φορά ένα ερώτημα που οι περισσότεροι έχουμε κάνει: Τι χρειάζεται μια πισίνα όταν βρίσκεσαι ήδη σε έναν επίγειο παράδεισο που περιτριγυρίζεται από παραλίες; Ετερον εκάτερον, θα αντιτείνει κανείς. Στις διακοπές τα θέλουμε όλα ή όσα τέλος πάντων μπορούμε να εξασφαλίσουμε με τον χρόνο και το χρήμα που μπορούμε να διαθέσουμε. Κι ας έχουμε δει στο σινεμά να συμβαίνουν τόσα φριχτά πράγματα στις πισίνες και στα κότερα και στα πολυτελή θέρετρα.
Πανηγύρι ματαιοδοξίας,
μεθυστικού ηδονισμού,
προσδοκίας, ματαίωσης, φωτογένειας,
θερμοπληξίας
Η ταινία είναι βασισμένη (χαλαρά) σε μια άλλη κινηματογραφική παραγωγή που επίσης μοιάζει να κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην παραίσθηση και αποτελεί ένα από τα διαχρονικά σουξέ των ελληνικών θερινών σινεμά. Πρόκειται βέβαια για την «Πισίνα» (La Piscine) με τον Αλέν Ντελόν και τη Ρόμι Σνάιντερ να ζουν τις επικίνδυνες εντάσεις και τις διαβρωτικές τριβές της σχέσης τους σε μια βίλα στην Cote d’Azure αυτή τη φορά, θα μπορούσε όμως να συμβαίνει οπουδήποτε κάτω από τον καυτό μεσογειακό ήλιο. Χρόνια αργότερα ο Ντελόν θα δήλωνε ότι του ήταν αδύνατο να δει ξανά την ταινία επειδή και οι δύο συμπρωταγωνιστές του σε αυτήν (η Σνάιντερ και ο Μορίς Ρονέ) χάθηκαν τόσο πρόωρα και τόσο τραγικά. Αυτό που δεν έκρινε σκόπιμο να δηλώσει ήταν ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είχε ξεσπάσει η υπόθεση Μάρκοβιτς, που θα τον στοίχειωνε για χρόνια, από το όνομα του σωματοφύλακά του που είχε βρεθεί νεκρός σε μια χωματερή, το φθινόπωρο του 1968.
Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά με τη μορφή ημερολογιακών αποσπασμάτων οι «Ελληνικές παράγραφοι» του Αμερικανού συγγραφέα Τρούμαν Καπότε, τα κείμενα όμως είχαν γραφτεί μία δεκαετία πριν, όταν ο συγγραφέας τριγυρνούσε το Αιγαίο καβάλα στην «Κρεολή», την προσωπική θαλαμηγό του Νιάρχου, ενώ είχε περάσει αρκετό καιρό και στην Πάρο. Γράφει, μεταξύ άλλων, για το μελτέμι που «λυσσομανά σαν τις φωνές φαντασμάτων πνιγμένων ναυτικών ανά τους αιώνες», για το επιμελώς μεγαλωμένο νύχι στο μικρό δάχτυλο του χεριού που διατηρούν οι μορφωμένοι (!) Ελληνες «για να δείχνουν στις κατώτερες τάξεις ότι οι ίδιοι δουλεύουν με το μυαλό, όχι με τα χέρια τους» (!!), για τις ιστορίες που αφηγείται ο Ιταλός πλοίαρχος της «Κρεολής» με τα «δραματικά μάτια και τη σκοτεινών τόνων φωνή – θα μπορούσε να είναι ηθοποιός, και όλοι οι ηθοποιοί είναι ψεύτες, δεν γνώρισα ποτέ κανένα που δεν ήταν…».
Γράφει και για ένα ιδανικό καλοκαιρινό σπίτι που είχε την ευκαιρία να αγοράσει «κοψοχρονιά» στη Λίνδο (πολλά χρόνια πριν την αγοράσουν ολόκληρη σχεδόν οι Pink Floyd), αλλά τελικά δεν πήρε τη μεγάλη απόφαση: «Είναι ένα μικρό πέτρινο αγροτόσπιτο που βρίσκεται μέσα σ’ έναν κολπίσκο που έχει σχήμα αλογοπέταλου. Η παραλία είναι μια αμμώδης πανδαισία και τα νερά ήρεμα σαν ζαφείρι που τρεμοπαίζει σε βιτρίνα κοσμηματοπωλείου. Με διαβεβαιώνουν ότι θα μπορούσε να γίνει δικό μου με τρεις χιλιάδες δολάρια: μια επιπλέον επένδυση πέντε-έξι χιλιάδων θα έβαζε το σπίτι σε μια εξαίσια τάξη. Είναι μια προοπτική που ερεθίζει τη φαντασία. Τις νύχτες σκέφτομαι “ναι, θα το κάνω“, το πρωί όμως ανακαλώ – η πολιτική, η θνητότητα, άβολες συναισθηματικές δεσμεύσεις, οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας, ένα τρισεκατομμύριο δυσκολίες. Κι όμως, θα έπρεπε να έχω το κουράγιο. Ποτέ δεν θα ξαναβρώ κάτι τόσο ιδανικό».
Η επόμενη παράγραφος τον βρίσκει προσγειωμένο στην πλατεία Συντάγματος μέσα στην ντάλα του Αυγούστου, δεν μπορεί όμως να ξεχάσει εκείνο το μαγευτικό καταφύγιο στη Ρόδο: «Τώρα που το σκέφτομαι, πολλοί από τους περιπλανώμενους ανά τον κόσμο που κατέληγαν κάποτε στην Ταγγέρη συχνάζουν πλέον στην Αθήνα. Στον δρόμο απέναντι από δω που κάθομαι μπορώ να δω κάθε λογής κοσμοπολίτες και τυχοδιώκτες, από μπρατσαράδες του λιμανιού μέχρι στρουμπουλές Αιγύπτιες κουκλίτσες με κυματιστές πλατινένιες περούκες. Κάνει τρομερή ζέστη και η πανταχού παρούσα λευκή σκόνη της Αθήνας ψεκάζει τον αέρα, καλύπτοντας τον δρόμο αλλά και το τραπεζομάντιλό μου, όπως η χλωμή τραχιά κρούστα πάνω σε μια χολική γλώσσα. Θυμάμαι εκείνο το πέτρινο σπίτι στον γαλάζιο κόλπο. Μόνο αυτό όμως θα κάνω για πάντα. Θα το θυμάμαι».
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Αυγούστου του Marie Claire.
Στη φωτογραφία: Παρίσι 1961. Ο Ουμπέρ ντε Ζιβανσί και ο Φιλίπ Βενέ κάθονται πλάι στην πισίνα της θερινής κατοικίας του δεύτερου. Ο Ζιβανσί κρατάει μια μηχανή πολαρόιντ και φωτογραφίζει τον Τόνι Βακάρι τη στιγμή που κι εκείνος κάνει το ίδιο.