Το «quiet quitting» εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως όρος πέρυσι τον Μάρτιο, όταν ένας coach εργασίας ονόματι Bryan Creely άρχισε να σχολιάζει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα άρθρο του Insider σχετικά με τα νέα ήθη στο χώρο της δουλειάς. Ο όρος είναι κάπως παραπλανητικός, καθώς δεν αφορά κυριολεκτικά σε παραίτηση, αλλά σε διάφορες πρακτικές που άρχισαν να εφαρμόζουν οι εργαζόμενοι κυρίως μεγάλων εταιρειών στις ΗΠΑ ώστε να μειώσουν τον όγκο εργασίας τους. Με δυο λόγια, αποφάσισαν να μην «τα δίνουν όλα» κατά τη διάρκεια του ωραρίου τους, να παραμένουν πιο ήρεμοι και, εν τέλει, πιο υγιείς ψυχικά και πιο ευχαριστημένοι με τη δουλειά τους. Αυτή η «σιωπηλή», «ήσυχη» – αν προτιμήσουμε την ευθεία μετάφραση του «quiet» – προσέγγιση στη δουλειά, το αντίθετο δηλαδή της εργασιομανίας, άρχισε δειλά δειλά να κάνει την εμφάνισή της και σε διάφορες άλλες πτυχές της ζωής, όπως οι σχέσεις των ζευγαριών και, εσχάτως, οι φιλικές σχέσεις. Τι είναι όμως το «quiet quitting» στη φιλία, η νέα «μόδα» των διαπροσωπικών σχέσεων και πόσο καλό μπορεί να μας κάνει στην πραγματικότητα;

Η ησυχία γενικά ως έννοια είναι ένα ωραίο πράγμα, αρκεί βέβαια να γίνεται με τους όρους που θέλουμε εμείς. Στην περίπτωση ενός χώρου εργασίας, το «quiet quitting» ίσως να είναι πράγματι εφικτό, αν και προσωπικά δεν θα το συνέδεα άμεσα με την έννοια της παραίτησης, αλλά με τα όρια που πρέπει έτσι κι αλλιώς να υπάρχουν εκ μέρους μας σε κάθε τομέα της ζωής. Ας πούμε, λοιπόν, πως πίσω από αυτή τη νεόκοπη έννοια υπάρχει ένα σύνολο συμπεριφορών που σημαίνει τη θέση ορίων. Πώς επέρχεται όμως αυτό το αποτέλεσμα; Στον εργασιακό χώρο κάποιος μπορεί να ξεκινάει τη δουλειά του ένα μισάωρο μετά την επίσημη έναρξη του ωραρίου του και να μην αναπληρώνει αυτό το χρόνο μετά το πέρας του.

Unsplash

Και δε χτυπάει το τηλέφωνο

Στη φιλία, το «quiet quitting» εμφορείται θεωρητικά από την ίδια έννοια, και περιλαμβάνει παραπλήσιες πρακτικές. Στην αρχή δεν θα σηκώσεις ένα τηλέφωνο. Στη συνέχεια, δεν θα απαντήσεις άμεσα σε ένα μήνυμα. Θα βρίσκεις δικαιολογίες για την όποια καθυστέρηση στην επικοινωνία σας. Αυτά γίνονται πανεύκολα και είναι πιστευτά, εξάλλου σε ποιον δεν έχει τύχει να ακούσει μια κλήση μέσα στη βαβούρα της δουλειάς ή του λεωφορείου; Στη συνέχεια, αυτή η ήρεμη, ήσυχη απομάκρυνση, θα συμπεριλάβει κι άλλες συμπεριφορές. Ή μάλλον δεν θα συμπεριλάβει πράγματα όπως τηλεφωνήματα, προσκλήσεις για εξόδους, καφέ, φαγητό ή ποτό, προτάσεις για βόλτες, και συζητήσεις σε βάθος. Όσο αυτά θα προστίθενται στο «ήσυχο» μενού της τοποθέτησης ορίων, τόσο θα μειώνεται σε συχνότητα και όγκο και η online επικοινωνία, έστω και μονόπλευρα στην αρχή. Σταδιακά, λοιπόν, θα «σβηστούν» τα στοιχεία που κρατούν ζωντανή μια φιλία, η οποία θα παραμείνει στάσιμη και ανεπίκαιρη.

Δε χρειάζεται να εξετάσουμε σε βάθος τους λόγους για τους οποίους δε θέλουμε πια να είμαστε φίλοι με κάποιον. Ίσως οι ζωές μας να έχουν πάρει διαφορετικά μονοπάτια, ίσως να διαφωνούμε πλέον ριζικά σε κάποια θεμελιώδη πράγματα, σε βαθμό δηλαδή να μην αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας κι ίσως η ρουτίνα να μάς έχει επηρεάσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να θέλουμε να αποκτήσουμε νέους ανθρώπους στον κύκλο μας, μιας και οι παλιοί «δε μας κάνουν πια».

To μεγάλο «μπαμ»

Σ’ αυτό το σημείο, όμως, προκύπτουν δυο σημαντικά ζητήματα: αφενός υπάρχουν αληθινές φιλίες που κρατάνε στο χρόνο, ανεξάρτητα από το πόσες φορές θα συναντηθούν ή θα μιλήσουν οι φίλοι σε ένα χ χρονικό διάστημα (το πώς δουλεύουν δε μας αφορά άμεσα σε αυτή την περίπτωση), κι αφετέρου, το «quiet quitting» πολλές φορές δε γίνεται ήσυχα. Τουναντίον, κάνει τόσο θόρυβο που μπορούν να στραφούν πάνω του πολλά παραπάνω βλέμματα από αυτά των φίλων που εγκαταλείπουμε σταδιακά. Στην περίπτωση αυτή, δεν τοποθετούμε όρια: ξεκόβουμε. Κι αυτή η συμπεριφορά είναι τουλάχιστον υποκριτική εκ μέρους μας και άδικη για αυτόν που έχουμε απέναντί μας.

Τα όρια είναι ακριβώς σαν την ησυχία, μια πολύ όμορφη έννοια, αρκεί να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μας. Βάζω όρια, όταν για παράδειγμα κάνω μια οποιαδήποτε συζήτηση με τον φίλο μου και, αν θεωρώ ότι με προσβάλλει προσωπικά με τα λεγόμενά του, του το επισημαίνω και το επιλύουμε μαζί – κι αν όχι σε φορτισμένο κλίμα, σε κάποια επόμενη επικοινωνία μας. Βάζω όρια σημαίνει επίσης ότι αν ένας φίλος επιμένει, για παράδειγμα, να βγούμε ενώ εμείς ήδη έχουμε γίνει ένα με το πάπλωμα, ξεκαθαρίζουμε απλά και όμορφα τη θέση μας απέναντί του. Τα όρια, ωστόσο, υπάρχουν εξαρχής σε μια φιλία και εξελίσσονται μαζί της, όπως υπάρχουν σε κάθε ανθρώπινη σχέση. Αν δεν υπάρχουν εξαρχής ή καταργηθούν ξαφνικά στην πορεία ή αν δεν εξελίσσονται, τότε σημαίνει πως η σχέση μας δεν βασίζεται σε στέρεο έδαφος έτσι κι αλλιώς. Δε βασίζεται σε εμάς ως προσωπικότητες δηλαδή. Το να μην τα βρίσκεις πλέον με ένα φίλο σου δε σημαίνει ότι ήρθε η ώρα να βάλεις όρια στη σχέση σας. Σημαίνει ότι τα όρια που προϋπήρχαν δεν ανταποκρίνονται πλέον στις επιθυμίες σας – ή ότι δεν υπήρχαν καθόλου.

Τελειώσαμε, λοιπόν, και τι να πούμε

Αν, λοιπόν, ένα όμορφο πρωινό συνειδητοποιήσουμε ότι ο τάδε δεν είναι στην ουσία πια φίλος μας – ή δεν ήταν και ποτέ – μπορούμε απλά να διακόψουμε τις σχέσεις μαζί του, με τις ευλογίες του – πάρα πολύ βολικού – «quiet quitting» και την αιτιολογία πως δε μας περισσεύει ο χρόνος, να τον σπαταλάμε σε/ με ανθρώπους που δεν θέλουμε να συναναστρεφόμαστε. Πριν, ωστόσο, ακολουθήσουμε αυτή τη νέα «μόδα», καλό είναι να αναλογιστούμε τα εξής: πρώτον, πόσο η σχέση μας ανταποκρινόταν στον όρο φιλία και δεύτερον, αν στην πραγματικότητα αυτό που κρύβεται πίσω από την άρνησή μας να πούμε ξεκάθαρα στον άλλο την αλήθεια βρίσκεται η διάθεση να αποφύγουμε κάποια σύγκρουση, έστω κι αν μέσα από αυτήν η φιλία μας μπορεί να διασωθεί. Υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που όταν δει πως κάτι δεν προχωράει, αποφασίζει να το εγκαταλείψει, γιατί φοβάται ή βαριέται την αντιπαράθεση. Έτσι, όμως, αποστερεί την ευκαιρία, τόσο από τον εαυτό του, όσο και από τον απέναντι, να ακούσει και να δώσει εξηγήσεις, να προσαρμόσει την επικοινωνία σε νέα βάση, εν ολίγοις, να βάλει όρια, αυτό για το οποίο μιλάει το «quiet quitting» εξ ορισμού.

Ο δε αποδέκτης μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι εξόχως πιθανό αρχικά να μην πάρει χαμπάρι τι συμβαίνει, στη συνέχεια να προβληματιστεί, λιγότερο ή περισσότερο, ακολούθως να διεκδικήσει πράγματα και, αν δει ότι μπροστά του ορθώνεται μια κλειστή πόρτα, απλά να το πάρει απόφαση πως έτσι θα είναι η κατάσταση από τώρα και στο εξής. Φυσικά, αυτό το γεγονός μπορεί να είναι ως και τραυματικό για τον ίδιο, πέρα από άδικο, καθώς σε μια σχέση υπάρχουν δυο πλευρές και καλό είναι να ακούγονται και οι δυο, ειδικά όταν περνάει κάποια κρίση.

Unsplash

Από πότε, λοιπόν, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στο νηπιαγωγείο και την τακτική «μου πήρες το παιχνίδι, δε σου μιλάω», και να κανονικοποιούμε ως και το online μπλοκάρισμα ενός ανθρώπου, επειδή η φιλία μας έχει τελειώσει; Αν ακολουθήσουμε και αυτή τη «μόδα», το πιθανότερο είναι να χάσουμε πολλές ευκαιρίες να επιδιορθώσουμε τις σχέσεις μας, να μη μάθουμε ποτέ να αναλαμβάνουμε την όποια ευθύνη για τη συμπεριφορά μας και, γενικότερα, να πραγματοποιήσουμε ένα συναισθηματικό πισωγύρισμα, το οποίο δεν θα ωφελήσει κανέναν. Και, κυρίως, δε θα αφήσει ήσυχο κανέναν.

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below