Ο Ντέιβιντ Έντελσταϊν, κορυφαίος κριτικός κινηματογράφου στο περιοδικό New York και συνεργάτης του μιντιακού οργανισμού NPR (National Public Radio) απολύθηκε από τη ραδιοφωνική του απασχόληση όταν έκανε το λάθος να ανεβάσει μια πάρα πολύ κακόγουστη ανάρτηση με αφορμή το θάνατο του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Συγκεκριμένα, δημοσίευσε μια φωτογραφία από την πολυσυζητημένη σκηνή βιασμού με το βούτυρο από την ταινία Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι, όπου το βούτυρο χρησιμοποιείται δήθεν ως λιπαντικό, κάτι που ήταν εκτός σεναρίου, η πρωταγωνίστρια Μαρία Σνάιντερ δεν γνώριζε και δήλωσε πως ένιωσε ταπεινωμένη σαν να βιάστηκε. Πολύ κακή ιδέα ούτως ή άλλως, πόσω μάλλον αφού συνοδευόταν από το σχόλιο “Ακόμα και το πένθος είναι καλύτερο με βούτυρο”. Όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε κύμα οργισμένων αντιδράσεων, που είχε ως αποτέλεσμα την απόλυσή του και την απολογία του, ότι δεν είχε ιδέα για την ιστορία πίσω από τη συγκεκριμένη σκηνή, την οποία δεν πίστεψαν όλοι απαραίτητα.
Κανείς δεν αρνήθηκε ότι ήταν ένα πολύ προσβλητικό σχόλιο, πολλοί όμως αναρωτιούνται κατά πόσο μια ηλίθια ανάρτηση σε μια προσωπική σελίδα σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης είναι βάσιμος λόγος για την απόλυση κάποιου από τη δουλειά του. Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που συμβαίνει. Η κωμικός Κάθι Γρίφιν απολύθηκε από το CNN όταν ανέβασε στο twitter βίντεο όπου κρατούσε το καρατομημένο κεφάλι του Ντόναλντ Τραμπ. Η Ροζάν Μπαρ είδε την πολύ επιτυχημένη σειρά Roseanne όπου πρωταγωνιστούσε να κόβεται και απολύθηκε από το το ABC μετά την προφανώς ρατσιστική της ανάρτηση στο twitter, όπου σύγκρινε την σύμβουλο του Λευκού Οίκου Βάλερι Τζάρετ με το φανταστικό παιδί της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του πλανήτη των πιθήκων. Και στα δικά μας, όλοι θυμόμαστε τι συνέβη όταν η Βούλα Παπαχρήστου έγραψε την εξυπνάδα της στο twitter περί Αφρικανών στην Ελλάδα και κουνουπιών του Δυτικού Νείλου.
Η περίπτωση του Έντελσταϊν αναζωπύρωσε μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει καιρό τώρα, για το αν ένα λάθος στο facebook (ή στα social media γενικώς) πρέπει να επιφέρει επαγγελματικό ξαφνικό θάνατο. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι σελίδες είναι προσωπικές, αλλά μάλλον δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως ιδιωτικός χώρος που επιτρέπει τις κακόγουστες προσωπικές απόψεις, κυρίως όταν αυτές συγκρούονται με την πολιτική ορθότητα και ο συντάκτης κάνει το λάθος να είναι δημόσιο πρόσωπο. Πολλές από τις αντιδράσεις που προκαλούνται κινούνται στα πλαίσια της λογικής, τις περισσότερες φορές όμως το πλήθος των διαμαρτυρόμενων υπερβάλλει και η ψυχολογία του όχλου δεν είναι ακριβώς άγνωστη στον κόσμο των social media. Κανείς δεν θέλει την κακή δημοσιότητα που μπορεί να επιφέρει μια ανάρμοστη ανάρτηση, κυρίως οι εργοδότες του συντάκτη, έτσι οι ποινές για τα online αδικήματα είναι συχνά δυσανάλογα μεγάλες και η ελευθερία έκφρασης στο (κάθε) facebook πάει περίπατο.
Όχι πως τα social media ήταν, ή θα έπρεπε ποτέ να ήταν ένας ψηφιακός χώρος όπου όλοι θα μπορούσαν να σπέρνουν μίσος και δηλητήριο χωρίς έλεγχο και κυρώσεις, όμως στις δημόσιες περιπτώσεις “εγκλήματος” και τιμωρίας, συνήθως δεν έχουμε να κάνουμε με απειλές και βία, αλλά για κακόγουστες, ίσως άκαρδες, προσωπικές απόψεις. Όσο οι απόψεις αυτές δεν έχουν να κάνουν αμιγώς με το επάγγελμα κάποιου, η απόλυση είναι μάλλον ασύμμετρη συνέπεια. Ένας δικηγόρος που γράφει ότι οι γυναίκες δικαστές είναι ηλίθιες, ίσως πρέπει να χάσει τη δουλειά του. Ένας δικηγόρος που γράφει ότι σιχαίνεται τις εύσωμες γυναίκες με μαγιώ, ίσως όχι. Μερικές φορές ένα απλό block και delete φαίνονται λίγα, αλλά είναι αρκετά.