Πριν λίγο καιρό, βρέθηκα τυχαία, σε μια γειτονιά, από την οποία είχα να περάσω χρόνια. Πολλά χρόνια. Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν,οι αναμνήσεις όμως μένουν. Κάπου ανάμεσα στην περιοχή του Ερυθρού Σταυρού και των Ελληνορώσσων, απέναντι από το Παλαιό Ψυχικό, εκεί, που μια λεπτή γραμμή χώριζε τον καθωσπρεπισμό από την γνήσια αλητεία, είχα να πατήσω τουλάχιστον είκοσι χρονια. Όμως βρέθηκα. Και τότε θυμήθηκα:
Ήμουν στην πλατεία που μαζευόταν η παρέα μου τα βράδια.Μερικοί γελούσαν, άλλοι έκαναν κόλπα με skates και bmx, και οι περισσότεροι κάπνιζαν ή έπιναν μπύρες. Στην άκρη της πλατείας καθόταν σε ένα παγκάκι ο Δημήτρης.Είχε ρίξει κάτω το παπί του και πότιζε ένα στουπί με βενζίνη απο το ντεπόζιτο,το έβαζε στη μύτη του και εισέπνεε: «Τζίνα, η φτηνή μαστούρα» μου την είχε περιγράψει κάποτε που τον ρώτησα γιατί εισπνέει αναθυμιάσεις από καύσιμο. Είχε έρθει η ώρα να φύγω.Ήταν καλοκαίρι και μόλις είχα τελειώσει τη Δευτέρα Γυμνασίου.Πέρασα απο μπροστά του. «Ψιτ,μικρή που πάς;» με ρώτησε. «Επιστρέφω στο σπίτι μου» του απάντησα. «Πώς;» μου λέει. «Με τα πόδια» είπα. «Δεν είναι ώρα αυτή να κυκλοφορείς μόνη σου. Ανέβα στο μηχανάκι θα σε πάω εγώ.» Καβάλησα, έφυγε με σούζα. Η κοτσίδα μου σκούπιζε το δρόμο. Τότε δε φοβόμουν, τώρα που το σκέφτομαι, παθαίνω κρίση πανικού. Φτάσαμε στο σπίτι μου.
«Σ’ευχαριστώ πολύ. Θέλεις να ανέβεις πάνω να σε κεράσω ένα παγωτο;» τον ρώτησα. Γέλασε. «Εντάξει» μου είπε. Ανεβήκαμε λοιπόν. Οι γονείς μου έλειπαν, είχαν βγει έξω. Κοίταξε την κυρία που καθάριζε απορημένος. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα. « Έχω δει Φιλιπιννέζες, αλλά πρώτη φορά μπαίνω σε σπίτι που να εργάζονται» αποκρίθηκε. Καθήσαμε στην κουζίνα. «Εσύ πού μένεις;» τον ρώτησα. «Απο δω κι απο κεί. Με τον πατέρα μου έχω να μιλήσω χρόνια. Η μάνα μου έχει ένα γκόμενο που δεν τα πάω καλά, όλο πλακωνόμαστε και δε γουστάρω να μένω σπίτι. Μερικές φορές κοιμάμαι στο μαγαζί που δουλεύω, κάτι άλλες σε κανένα σπίτι φίλου και συνήθως σε μια βίλα που έχουν καταλάβει οι αναρχικοί και μπορούμε να την πέφτουμε. Άλλες φορές πάω Στρέφη, Εξάρχεια, Βικτώρια, αυτό σημαίνει αναρχία.» «Στη Βίλα Αμαλία κοιμάσαι;» ψέλλισα. Ξαφνιάστηκε. «Ναι.Εσύ πού ξέρεις αυτό το μέρος;» απόρησε. «Εχω πάει σε κάτι συναυλίες εκεί.» απάντησα. Κάθησε. Κοίταξα τ’αρβυλά του.Φορούσε ένα περίεργο χρώμα κορδόνια.Τον ρώτησα γιατί επέλεξε αυτά τα κορδόνια.Μου είπε οτι το χρώμα είναι συμβολικό.Το φορούσαν όσοι έχουν τραβήξει μαχαίρι σε τσαμπουκά.
Του σέρβιρα σε ενα μπόλ τρεις μπάλες παγωτό.Σοκολάτα,βανίλια και κρέμα. Πάνω έβαλα μια ομπρελίτσα για διακόσμηση και άναψα κι ενα μικρό βεγγαλικό που σπινθήριζε. Το κοίταξε και γέλασε. «Ωραία κόλπα» μου έκανε. Περίμενε να σβήσει, έπιασε την ομπρελίτσα και άρχισε να την ανοιγοκλείνει.Πήρε το κουτάλι και άρχισε να τρώει το παγωτό. «Έχω πιεί κάτι τσιγάρα και είναι ότι πρέπει αυτό το σκηνικό τώρα» μου είπε. Κοίταξα τα μάτια του.Ήταν καταπράσινα.Πρώτη φορά έβλεπα τόσο πράσινα μάτια.Γύρω γύρω ήταν κόκκινα απο τους μπάφους. Άνοιξε η πόρτα.Ήρθαν οι γονείς μου.Η μητέρα μου μπήκε στην κουζίνα.Τον κοίταξε έκπληκτη.Μάλλον είχε ξαναδεί τέτοιο τύπο,αλλά πρώτη φορά τον έβλεπε στην κουζίνα της.Ο Δημήτρης σηκώθηκε απότομα όρθιος. «Κάθησε αγόρι μου, φάε το παγωτό σου» του είπε και μου έκανε ένα νεύμα να πάω στο σαλόνι. Πήγα μέσα. «Ποιός είναι αυτός Έλενα;» «Ενας φίλος μου μαμά.»«Φίλος σου απο πού παιδί μου;’Εχεις κάνει φυλακή και δεν το ξέρω;» Γύρισε και είπε στον πατέρα μου: «Μα πού τους βρίσκει όλους αυτούς τους μυστήριους τύπους;» « Παιδιά είναι Αναστασία, περνάνε εφηβεία, μην κάνεις έτσι, δε μας έριξε και μολότωφ.»
Στεναχωρήθηκα γιατί ο Δημήτρης θα είχε καταλάβει οτι κάτι δεν πήγαινε καλά. Γύρισα στην κουζίνα. «Θα είχα φύγει Ελενάκι,αλλά έμεινα γιατί δεν ήθελα να την κάνω χωρίς να σε ευχαριστήσω.Ξέρω πως δεν αρέσω καθόλου στις μαμάδες.Εδώ δεν αρέσω στη δικιά μου» μου είπε. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. «Συγγνώμη. Είμαι σίγουρη πώς αν η μητέρα μου σε γνωρίσει ,θα σε συμπαθήσει.Φεύγω σε λίγες μέρες και πάω στο Λονδίνο.Θα παρακολουθήσω καλοκαιρινά τμήματα σε ένα κολέγιο.Τι θέλεις να σου φέρω όταν επιστρέψω;» «Τίποτα. Δεν έχω συνηθίσει να μου κάνουν δώρα και μου φαίνεται περίεργο.» είπε και με κοίταξε στα μάτια. «Εγώ θέλω να σου φέρω κάτι. Δε μπορεί,κάτι θα θέλεις, σκέψου» επέμεινα. Γέλασε. «Φέρε μου ενα κασκόλ της Arsenal. Είσαι κι εσύ κανόνι όπως λένε για την ομάδα. Καλό ταξίδι και να προσέχεις».Κι έφυγε.
Το καλοκαίρι πέρασε και επέστρεψα στην Ελλάδα.Ήταν οι εποχές που δεν κουβαλούσαμε ακόμα κινητά τηλέφωνα μαζί μας. Ανοιξαν τα σχολεία.Ο Δημήτρης δεν πήγαινε στο σχολείο.Το είχε σταματήσει.Ερχόταν με το μηχανάκι,πηδούσε τα κάγκελα και κάπνιζε με κάτι φίλους του σ’ ένα καβατζωμένο χώρο στο πίσω προαύλιο.Ρώτησα αν θα έρθει την πρώτη μέρα. Μου απάντησαν τα εξής:
Είχε αυτοκτονήσει πρίν μερικές εβδομάδες.Κρεμάστηκε μέσα στο μαγαζί που δούλευε.Τον βρήκαν ένα πρωί απαγχονισμένο οι άλλοι εργάτες.Ηταν 16 ετών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί την αυτοκτονία έσχατη αμαρτία και στην ταφή του δεν εψάλη νεκρώσιμη ακολουθία.Στο τελευταίο αντίο βρέθηκαν ελάχιστοι. Δεν άφησε κανένα χειρόγραφο σημείωμα,κάτι που κάνει η μειοψηφία των αυτόχειρων.
*Στον Δ.Π.