Η 30χρονη Πωλίνα Γιαννακούρα, ανήκει στη γενιά που τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει για τη συνεχιζόμενη κρίση στην χώρα μας και που θέλησε να δοκιμάσει την τύχη της στο εξωτερικό. Μοιράζοντας την μέχρι τώρα επαγγελματική της πορεία στη δημοσιογραφία και στις τουριστικές επιχειρήσεις, τους τελευταίους έξι μήνες ζει στη Βρετανία και συγκεριμένα στο Μπράιτον. Εκεί εργαζόταν στα γνωστά ξενοδοχεία Hilton και Grand και είχε σκοπό να συνεχίσει να ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο, για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη, καθώς όπως λέει οι συνθήκες στην Αγγλία για ένα νέο είναι πολύ καλύτερες. Και όμως, όλα ανατράπηκαν εξαιτίας του κορωνοϊού και μπήκαν σε παύση για άγνωστο χρονικό διάστημα.
Κάπου όμως μέσα σε όλο αυτό που επικρατεί και με τον Βρετανό Πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, ν’ ανακοινώνει το κλείσιμο των σχολείων μόλις χθες, στάθηκε και τυχερή. Κατάφερε να είναι στην τελευταία πτήση, από τη Μεγάλη Βρετανία προς την Ελλάδα και να βρεθεί κοντά στους δικούς της ανθρώπους. Και όλο αυτό δίχως να το έχει υπολογίσει. Έκλεισε το εισιτήριο δίχως να γνωρίζει πως αυτή θα είναι και η τελευταία ημερομηνία, που θα μπορούσε να ταξιδέψει κανείς από την Αγγλία στην Ελλάδα, εφόσον βρίσκεται εκτός Ευρώπης. Έλληνες και αλλοδαποί από χώρες της ΕΕ μπορούν να εισέλθουν πλέον στη χώρα μας, για απολύτως αναγκαία συνθήκη, που σχετίζεται αποκλειστικά για επείγουσα εργασία ή οικογένεια και με την ηχηρή σύσταση πως θα πρέπει να μπουν σε καραντίνα για 14 μέρες . Την εμπειρία της περιγράφει η Πωλίνα, στο marieclaire.gr.
“Στην Αγγλία αργήσαμε πολύ να καταλάβουμε ποσό σοβαρό είναι όλο αυτό που συμβαίνει. Η μόνη ενημέρωση που είχαμε, ήταν από τις οικογένειές μας στην Ελλάδα. Αν και όλος ο υπόλοιπος κόσμος είχε πάρει προληπτικά μέτρα, εκεί μέχρι και προχθές που έφυγα, κυκλοφορούσαμε χωρίς κανέναν περιορισμό. Την τελευταία εβδομάδα που επιδεινώθηκε η κατάσταση και μετά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού της Αγγλίας οι οποίες δεν προέβλεπαν την ασφάλειά μας, οι πιο πολλοί αποφασίσαμε από μόνοι μας να προστατεύουμε. Άλλοι σταματήσαμε την δουλειά, ελαττώσαμε τις εξόδους μας και το επίκεντρο των συζητήσεων ήταν μόνο αυτό. Βέβαια υπήρχαν και αυτοί που ήταν κλεισμένοι σε bar κι εστιατόρια αδιαφορώντας για τον ιό. Την τελευταία εβδομάδα όμως κυκλοφορούσαν ελάχιστοι στο δρόμο. Μέχρι και τα σούπερ μάρκετ, είχαν αδειάσει και δεν είχαν ούτε ψωμί.
Οι Έλληνες βέβαια που μένουν στην Αγγλία έχουν τρομοκρατηθεί από νωρίς, αφού ενημερώνονται από τις οικογένειες τους για τις εξελίξεις, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούν να προστατέψουν τον εαυτό τους, με τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται, να λειτουργούν κανονικά. Κάπως έτσι αποφάσισα κι εγώ πριν από λίγες ημέρες να κλείσω το εισιτήριο της επιστροφής, ώστε να βρεθώ κοντά στην οικογένειά μου και να νιώσω ασφαλής. Δίχως να γνωρίζω αυτό που θ’ ακολουθούσε.”
“Ημέρα Τρίτη λοιπόν, 17/ 3 και πετάω με την πτήση των 3:35 (ώρα Ελλάδος). Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Gatwick, συνάντησα πολύ λίγο κόσμο και οι άνθρωποι που φορούσαν μάσκες και γάντια ήταν ελάχιστοι. Από τους ηλικιωμενους σχεδόν κανείς δεν φορούσε μάσκα, ενώ οι νέοι έδειχναν να φοβούνται πιο πολύ. Όταν περάσαμε την πύλη και κατευθυνόμασταν προς το αεροπλάνο, είχαμε μείνει οι Έλληνες που θέλαμε να ταξιδέψουμε προς την χώρα μας. Τότε κατάλαβα ότι σαν λαός έχουμε πάρει πιο σοβαρά την κατάσταση, αφού όλοι μας φορούσαμε μάσκες και γάντια.
Λίγο πριν μπούμε στο αεροπλάνο, Έλληνες φοιτητές που σπουδάζουν στην Αγγλία ενημέρωναν τις οικογένειες τους και τους καθησύχαζαν για το κλίμα που επικρατούσε στο αεροδρόμιο. Στην δική μας την πτήση, όλοι τηρήσαμε τα μέτρα προστασίας και μάλιστα επειδή δεν ήταν γεμάτο το αεροπλάνο, καθίσαμε σε ξεχωριστές θέσεις. Οι πιο πολλοί, μιλούσαν με τις οικογένειες τους, παίρνοντας συμβουλές για το πώς να προσέξουν.”
“Προσγειωθήκαμε στην Ελλάδα στις 19:15 περίπου. Στο άδειο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, πέρα από το ότι δεν μας πλησίαζε κανείς, όταν φτάσαμε, μας έλεγαν συγχαρητήρια, τονίζοντας πόσο τυχεροί είμαστε, καθώς βρισκόμασταν στην τελευταία πτήση από Αγγλία προς την χώρα μας, αφού την επόμενη ημέρα θα έκλειναν τα σύνορα λόγω κορωνοϊού.
Βέβαια αυτό μας έκανε να χαμογελάσουμε και να πιστέψουμε κι εμείς πόσο τυχεροί ήμασταν. Τα μοναδικά άτομα που συναντήσαμε στο αεροδρόμιο εκτός από το προσωπικό, ήταν οι συγγενείς των ταξιδιωτών που είχαν έρθει με μάσκες, ώστε να παραλάβουν τα πρόσωπα της οικογένειας τους. Οι Έλληνες φίλοι μου, που έμειναν πίσω στην Αγγλία και δεν θα μπορέσουν νε πετάξουν άμεσα είναι ήδη αγχωμένοι. Η κατάσταση εκεί για την ώρα, είναι ανεξέλεγκτη. Εγώ φοβόμουν όσο καιρό ήμουν στην Αγγλία, δίχως να γνωρίζω το μέγεθος της σοβαρότητας. Ήμουν πολύ τυχερή που ήμουν στην τελευταία πτήση, αν και την ημερομηνία την είχα επιλέξει δίχως να το γνωρίζω πριν από μερικές μέρες.”
“Όταν ξεκίνησε όλο αυτό με τον κορωνοϊό είχα σκοπό να γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ κι έτσι έβαλα μια τυχαία ημερομηνία, γιατί δεν περνούσε από το μυαλό μου ότι θα είχαμε αυτή την κατάληξη, με απαγόρευση προσέλευσης στη χώρα μας. Με το που επέστρεψα μίλησα με φίλους μου μετανάστες που βρίσκονται σε απόγνωση. Πολλοί από αυτούς σκέφτονται ακόμα και να παραιτηθούν από τις δουλειές τους και να έρθουν εδώ για να είναι πιο ασφάλεις. Δεν έχουν τον τρόπο όμως να γυρίσουν. Βέβαια πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να πιστεύουν κι ελπίζουν να βγει σε καλό η στάση του πρωθυπουργού μας.
Στο Μπράιτον βρισκόμουν τους τελευταίους 6 μήνες κι εργαζόμουν στα δύο μεγαλύτερα ξενοδοχεία της πόλης, το Hilton και το Grand. Θέλω οπωσδήποτε να επιστρέψω εκεί, γιατί οι συνθήκες για έναν νέο είναι καλύτερες, αλλά δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί όλο αυτό. Αν είναι καταστροφικό, σίγουρα θα προτιμήσω να μείνω εδώ, κοντά στην οικογένειά μου. Ελπίζω όμως για το καλύτερο.”