Καμιά είδηση δεν μένει για πάντα στην πρώτη σελίδα, όσο σοκαριστική κι αν είναι – αυτή είναι η μοίρα του νέου, να παλιώσει, αλλά όχι απαραίτητα να ξεχαστεί. Στην περίπτωση του Στάθη Παναγιωτόπουλου, υπάρχει κόσμος που βαρέθηκε κιόλας την ιστορία, δεν θέλει άλλα ρεπορτάζ, αποκαλύψεις και σχόλια.
Κατανοητό, εν μέρει, μόνο που η επικαιρότητα δεν ανταποκρίνεται πάντα στην ανάγκη του ακροατηρίου για φρέσκα κουλούρια και δεν υπακούει στους κανόνες τηλεοπτικής σειράς, όπου κάθε επεισόδιο πρέπει ντε και καλά να μας κρατά σε αγωνία. Υπάρχουν ιστορίες που χρειάζεται να μείνουν λίγο περισσότερο στο οπτικό μας πεδίο προκειμένου να αντιληφθούμε το μάθημα που έχουμε να πάρουμε μέσα από αυτές.
Το ψηφιακό νταβατζιλίκι σε βάρος ανυποψίαστων γυναικών που βρέθηκαν εν αγνοία τους σε πορνογραφικές πλατφόρμες είναι μία από αυτές και προφανώς το να ακυρωθεί ο Στάθης Παναγιωτόπουλος κοινωνικά και επαγγελματικά (που ακυρώθηκε ακαριαία) είναι μια καλή αρχή, αλλά σίγουρα όχι ο επίλογος.
Πριν αυτή η ιστορία περάσει σε δεύτερο, τρίτο, τελευταίο πλάνο, ας προλάβουμε να συζητήσουμε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσες πολλές σελίδες όπου όποιος θέλει μεταχειρίζεται τις γυναίκες (οι οποίες είναι το 90% των θυμάτων αυτής της πρακτικής σύμφωνα με το κέντρο μελετών και ερευνών Διοτίμα) σαν άψυχα σεξουαλικά προϊόντα που εκθέτει κατά βούληση. Ας αντιληφθούμε ότι αυτές τις σελίδες τις επισκέπτονται άπειροι φαινομενικά νορμάλ άνθρωποι που θα δουν τα βίντεο αδιαφορώντας παγερά για την απουσία συναίνεσης.
Αυτά είναι πραγματικά ανατριχιαστικά δεδομένα, γιατί Στάθηδες υπάρχουν χιλιάδες και δεν γεννιούνται σε κενό αέρος, αλλά σε ένα περιβάλλον που μοιάζει να έχει αποδεχτεί να συνυπάρχει με τη νοσηρότητα και το βίτσιο σαν να είναι απλώς ένα δυσάρεστο, αλλά αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής. Μαζί ας αναλογιστούμε ότι όταν βλέπουμε έναν μεσήλικα να πλησιάζει επίμονα ερωτικά πολύ νεαρά άτομα, να γίνεται παρενοχλητικός, να κάνει γλοιώδη σχόλια, δεν δικαιούμαστε να πετάμε στα σύννεφα για να πέσουμε όταν αυτός αποδεικνύεται Στάθης. Ας τα κάνουμε όλα αυτά, ας διορθώσουμε ο,τι διορθώνεται και μετά εντάξει, ας μην ξαναμιλήσουμε ποτέ γι’ αυτό.