Όπως γνωρίζει όποιος δεν έχει περάσει την τελευταία εβδομάδα παγιδευμένος κάτω από μια πέτρα, η Σίσσυ Χρηστίδου και ο Θοδωρής Μαραντίνης ανακοίνωσαν ότι χωρίζουν μετά από αρκετά χρόνια γάμου. Η είδηση ξάφνιασε τον κόσμο που δεν τους γνωρίζει προσωπικά και καθόλου τους φίλους και τους γνωστούς του ζεύγους, όπως δηλαδή συμβαίνει και στα ζευγάρια που χωρίζουν χωρίς σχετική ανακοίνωση στα media – ενημερώνουμε τον κύκλο μας αν πρόκειται να πάρουμε διαζύγιο, αλλά ο γείτονας εννιά φορές στις δέκα είναι καταδικασμένος να πέσει από τα σύννεφα.
Αντίθετα όμως με ο,τι συμβαίνει στα διαζύγια επωνύμων του Χόλιγουντ, όπου οι φανς στενοχωριούνται (Μπεν Άφλεκ – Τζένιφερ Γκάρνερ), παίρνουν θέση (Μπραντ Πιτ – Τζένιφερ Άνιστον) ή καταλήγουν στο καθόλου υπερβολικό και τελείως ψύχραιμο συμπέρασμα ότι η αγάπη ως σύλληψη πέθανε και πάει (Άννα Φάρις – Κρις Πρατ), ήτοι βιώνουν αισθήματα συμπόνιας και μιας κάποιας ταύτισης, στην περίπτωση Χρηστίδου – Μαραντίνη, τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά. Τα σχόλια κάτω από τα δημοσιεύματα και τις αναπαραγωγές τους στα social media, για να το θέσουμε ευγενικά, δεν δείχνουν συμπόνια, ούτε ευτυχώς και χαρά. Περισσότερο επικρατεί το γνωστό συναίσθημα του ανέκδοτου με το γρύλο για όλο αυτό το επικοινωνιακό μπαράζ του τέλειου γάμου μέσα από τα σόσιαλ του (πρώην) ζεύγους όλα αυτά τα χρόνια – αν και φυσικά δεν λείπουν και οι μουρλοί που βρίσκουν λογικό να σχολιάσουν ότι για το χωρισμό ευθύνονται τα κιλά και το ύψος τους, προφανώς επειδή έχουμε κρίση και οι γιατροί κοστίζουν.
Για το φαινόμενο των θαυμαστών που συμπάσχουν και στενοχωριούνται όταν ένα διάσημο ζευγάρι χωρίζει οι ψυχολόγοι έχουν διατυπώσει απόψεις που εν ολίγοις λένε ότι οι σταρ μας γοητεύουν εν μέρει επειδή τους θεωρούμε επιτυχημένους και τείνουμε να (προσπαθούμε να) τους μιμούμαστε, συνειδητά ή όχι και τόσο, προκειμένου να γίνουμε κι εμείς επιτυχημένοι. Οι σελέμπριτις συμβολίζουν κατά κάποιο τρόπο τις φαντασιώσεις μας, οπότε όταν κάτι πάει στραβά προφανώς και το παραμύθι παίρνει τροπή που δεν μας αρέσει. Στην περίπτωση της Σίσσυς Χρηστίδου και του Θοδωρή Μαραντίνη, απολύτως τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Η χαιρεκακία με την οποία αντιμετώπισαν πολλοί τα νέα αγγίζει τα όρια της κακοήθειας, όμως το ξέσπασμα όσων δήλωσαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο ότι η προηγούμενη προβολή της οικιακής τους ευτυχίας μέσω των social media δεν χρειαζόταν, δεν είναι και ακατανόητη. Στημένες πόζες και φίλτρα παντού, στο κρεβάτι, στις διακοπές, στο αυτοκίνητο, στην τουαλέτα (και όχι μια αυθόρμητη απλή φωτογραφία μία στις τόσες) προσπαθούν να πουν μια ιστορία και να δώσουν μια εντύπωση που δεν ανταποκρίνεται απαραίτητα στην πραγματικότητα. Δεν είναι έγκλημα φυσικά, αλλά όταν έρχεται η δύσκολη ώρα όπου αποκαλύπτεται ένα όχι και τόσο τέλειο φινάλε, ας μην απορούμε που ουδείς συμπάσχει. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον για λίγη διακριτικότητα από όλους, έστω και κάπως αργά.