Αν κάναμε την συζήτηση που αφορά το μέλλον των μέσων πριν από είκοσι, δέκα, ακόμα και πέντε χρόνια, η απάντηση θα διέφερε σημαντικά. Τα δεδομένα της Αμερικής έρχονται να μας δείξουν δυστυχώς ότι όσο αυξάνεται το εύρος των μέσων, τόσο μειώνεται το βάθος και αυτό αντικατοπτρίζεται με τους πιο απ’ αρχής ίδιους τρόπους: απολύσεις και χρεοκοπήσεις.
Κάνεις δεν ισχυρίστηκε ότι ο Τύπος θα έμενε για πάντα ένα καλό-τυπωμένο χαρτί στα χέρια μας κάθε πρωί πριν τη δουλειά σαν αμερικανική ταινία του 2000. Θα ήταν παράλογο άλλωστε. Ωστόσο, οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν όταν μπήκε στο παιχνίδι της ενημέρωσης το διαδίκτυο, συνετρίβησαν απότομα και επίπονα. Κάτι που φάνηκε ως ο νέος χώρος ανάπτυξης του ενημερωτικού -αλλά και πολλών άλλων- λόγου αποδείχθηκε ένα γήπεδο διαφήμισης και ο τύπος απλά δεν μπορούσε μετά από ένα σημείο να εντυπωσιάσει αρκετά ώστε να έχει αυτές τις διαφημίσεις με το μέρος του. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν απλή. Κάθε εφημερίδα προσπαθούσε να τρέξει στο αγώνα της προβολής στη πρώτη σελίδα της Google. Οι αμοιβές των δημοσιογράφων δέθηκαν με τις προβολές. Αλλά αυτό που δεν περίμεναν ήταν ότι η εισαγωγή του διαδικτύου που τους έδωσε τον χώρο να αναπτυχθούν θα ερχόταν πάλι να τους υποβαθμίσει. Όσο πιο προηγμένο το πρώτο, τόσο μικρότερη γινόταν η αξία των κλικ.
Όπως διαβάζουμε και στο New Yorker, το 2008 οι δημοσιογράφοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, έφτασαν να αμοίβονται τα μισά σε σχέση με μόλις τέσσερα χρόνια πριν. Οι επαγγελματίες του πληκτρολογίου εναπόθεσαν τις ελπίδες τους σε νέες υποθέσεις και προβλέψεις. Με την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι εφημερίδες θα ανακάμψουν. Πώς; Θα συνδεθούν τα πρώτα με διασκέδαση και οι δεύτερες με ενημέρωση. Θα τις ξανααναζητήσουν οι αναγνώστες, πίστεψαν. Αλλά έκαναν λάθος. Ενισχύθηκε η παραπληροφόρηση και το τίμημα το πλήρωσε για ακόμη μία φορά ο τύπος. Στα social media, δημοσιογράφος έγινε όποιος είχε πληκτρολόγιο και γνώμη και μάλιστα τζάμπα. Η παντοδύναμη θέληση των ανθρώπων να διαβάζουν την προαποφασισμένη τους άποψη ονλάιν, ασχέτως γνώσης και τεκμηρίωσης έγινε μεγάλη πληγή στη σοβαρή δημοσιογραφία, αλλά η τελευταία συνέχισε τον αγώνα. Και ας μειώθηκαν οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για πλουραλισμό.
Μία ανάσα έδωσε αναπάντεχα, η προεδρία του Τράμπ. Ηταν ένα όφελος για ορισμένα ειδησεογραφικά μέσα, ιδιαίτερα την Times και την Washington Post, που συμμετείχαν σε έναν αγώνα να αποκτήσουν τα πιο εκρηκτικά ποστ. Η Times απέκτησε πέντε εκατομμύρια ψηφιακούς συνδρομητές κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών στην εξουσία του Τραμπ και η Post κέρδισε δύο εκατομμύρια. Αλλά και αυτό ήταν προσωρινό.
Όποιος θέλει να πάρει παράδειγμα επιβίωσης συνήθως κοιτάει την πορεία της Times. Μετά την εισαγωγή του paywall το 2011, ενός είδους επι πληρωμή συνδρομής μπόρεσε να αντέξει τα συνεχή οικονομικά χτυπήματα. Και πολλές εφημερίδες ακολούθησαν. Παρά ταύτα, δεν έχουν όλες την δύναμη μεγάλων μέσων. Από το 2005 μέχρι το 2024, έκλεισαν πάνω από 3.000 εφημερίδες και απολύθηκαν πάνω από 40.000 υπάλληλοι και δημοσιογράφοι. Μικρότερες περιοχές στερήθηκαν τον τύπο. Η έννοια της τοπικής εφημερίδας είναι στα όρια της εξαφάνισης, και μέχρι το τέλος του έτους προβλέπεται να έχει κλείσει περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των εφημερίδων των ΗΠΑ. Η Times εντωμεταξύ, συνέχισε να εξελίσσεται, να δίνει όλο και περισσότερο εύρος για να έχει μεγαλύτερο κοινό και κάποιοι την αποκαλούν ένα ηλεκτρονικό lifestyle brand. Kαι έρχονται πολλοί και ρωτούν εύλογα: «Αυτό είναι το κόστος επιβίωσης; Να γίνει ο σοβαρός Τύπος μία μικρή κατηγορία στην άκρη μιας ιστοσελίδας;»