Κάθε φορά που προκύπτει μια καταγγελία κακοποίησης σεξουαλικού χαρακτήρα, λίγοι είναι εκείνοι που περιμένουν να αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Οι περισσότεροι έχουμε προαποφασίσει εσωτερικά ποια είναι η αλήθεια, ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, και απλώς αναμένουμε να δούμε αν τα προγνωστικά μας θα δικαιωθούν. Η όποια νομική διαδικασία μοιάζει να μην έχει και πολλή σημασία – αν συμπίπτει με την προσωπική μας ετυμηγορία θα έχει κάνει το καθήκον της, αν όχι, για άλλη μία φορά θα έχει κάνει τα στραβά μάτια.
Το δικαστικό τσίρκο μεταξύ Τζόνι Ντεπ και Άμπερ Χερντ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο πρόθυμοι είμαστε να ανατρέξουμε στα στερεότυπα αντί στα γεγονότα προκειμένου να επεξεργαστούμε μια υπόθεση για την οποία στην πραγματικότητα ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε – πέρα από τις κατακίτρινες σκόρπιες λεπτομέρειες που ουσιαστικά απλώς περιγράφουν το μελόδραμα ενός γάμου που δεν ήτανε να γίνει. Ο ρέμπελος, εκατομμυριούχος, αντικειμενικά κακομαθημένος σταρ για ορισμένους είναι ένοχος εκ προοιμίου για όσα του προσάπτει η πρώην σύζυγός του κι άλλα τόσα, κανένα τεκμήριο αθωότητας δεν ισχύει για όσους δεν εγκρίνουν τον τρόπο ζωής και τις καταχρήσεις του. Ιδιαίτερα για εκείνους που θεωρούν την προφανή διαφορά δυναμικής, όπως αυτή μεταξύ ενός σούπερ σταρ και μιας ανερχόμενης ηθοποιού μονόδρομο για κακοποιητικές συμπεριφορές, δεν υπάρχει καν λόγος συζήτησης. Η κουλτούρα της ακύρωσης να είναι καλά και αντίο Τζόνι, κρίμα που σε αγαπήσαμε κάποτε πολύ. Ακριβώς με την ίδια λογική αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση είναι εκείνοι που στο πρόσωπο της Χερντ βλέπουν την τυπική ανισόρροπη, χειριστική νεαρή γυναίκα που σίγουρα λέει ψέματα επειδή κάτι στο βλέμμα της δεν μας αρέσει και επιπλέον είναι και gold digger, γιατί, ας μην ξεχνάμε, ότι στο τέλος η Δικαιοσύνη θα μιλήσει σε δολάρια.
Οι προσωπικές μας προκαταλήψεις μοιάζουν να αντικαθιστούν αυτόματα τη λογική και τη στοιχειώδη κριτική σκέψη όταν έχουμε να κάνουμε με καταγγελίες κακοποίησης. Τα τελευταία χρόνια, το #MeToo, εκτός από δικαίωση και αλλαγές, έφερε και μια νοοτροπία που δεν εξετάζει γεγονότα, όποιος καταγγέλλεται είναι ένοχος και ας καούν και μερικά χλωρά προκειμένου να ξεφορτωθούμε το κακό. Πρόσφατες περιπτώσεις στην Ελλάδα, που δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, υπογραμμίζουν το πόσο εύκολα αδιαφορούμε για τα ψυχρά γεγονότα, όταν το στερεότυπο που έχουμε καρφωμένο στο μυαλό βγάζει μόνο του αποφάσεις κι όποιος δεν είναι ελέφαντας, πρόβλημά του.
Τα τελευταία χρόνια, το #MeToo, εκτός από δικαίωση και αλλαγές, έφερε και μια νοοτροπία που δεν εξετάζει γεγονότα, όποιος καταγγέλλεται είναι ένοχος και ας καούν και μερικά χλωρά προκειμένου να ξεφορτωθούμε το κακό.
Ανησυχητικά χαρακτηριστική και η αντίδραση στο ελληνικό Twitter στη σειρά «Ψέματα» (που βασίζεται στο βρετανικό «Liar»), όπου η χωρισμένη ηρωίδα βγαίνει ραντεβού με έναν γοητευτικό και επιτυχημένο καρδιοχειρουργό και μετά τον κατηγορεί για βιασμό. Αν κρίνουμε από τα tweets ορισμένων που έβριζαν χυδαία αυτό που έβλεπαν, με απερίγραπτες εκφράσεις και μασίφ μίσος για το φανταστικό χαρακτήρα μιας γυναίκας σε ένα σενάριο, το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από ένα στερεότυπο που λέει ότι πολλές γυναίκες καταγγέλλουν ψεύτικους βιασμούς, αφού ουσιαστικά μας λέει ότι άπαξ και βγεις με κάποιον συναινείς να κάνεις σεξ αυτομάτως και βιασμός δεν υφίσταται. Και αυτά δεν τα γράφουν ρομπότ, bots και εξωγήινοι, αλλά κανονικοί άνθρωποι που σίγουρα πιστεύουν πως είναι και καλά παιδιά.
Το στερεότυπο της εκδικητικής τρελής που θέλει να καταστρέψει όποιον την απορρίπτει καταγγέλλοντας κακοποίηση ή βιασμό, είναι βαθιά ριζωμένο στη νοοτροπία μας ως κοινωνίας, κι ας μη βασίζεται ουσιαστικά παρά στην εξαίρεση του κανόνα. Τα εξωπραγματικά ευρήματα της σχετικής έρευνας της Κομισιόν του 2016 το επιβεβαιώνει, αφού μας πληροφορεί ότι το 32% των Ελλήνων πιστεύει πως το σεξ χωρίς συναίνεση (επίσημη ορολογία μάλλον για το βιασμό) μπορεί να είναι δικαιολογημένο αν η γυναίκα βρίσκεται υπό την επήρεια μέθης ή ουσιών, αν φορά προκλητικά ρούχα, αν συνοδεύεται με τη θέλησή της στο σπίτι μετά από πάρτι, αν περπατά μόνη της τη νύχτα ή αν έχει πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους. Όταν 3 στους 10 πιστεύουν ότι ο νόμος πάει περίπατο και το θύμα παύει να είναι θύμα επειδή δεν τικάρει το προσωπικό τους κουτάκι περί ηθικής, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί επικρατεί το στερεότυπο της μυθομανούς καταγγέλλουσας και το victim blaming πάει σύννεφο, ούτε γιατί τόσες και τόσες γυναίκες συναντούν δυσπιστία και απροθυμία όταν τολμούν να ζητήσουν το δίκιο τους.
Έρευνα της Κομισιόν του 2016 μας πληροφορεί ότι το 32% των Ελλήνων πιστεύει πως το σεξ χωρίς συναίνεση (επίσημη ορολογία μάλλον για το βιασμό) μπορεί να είναι δικαιολογημένο
Τα media, από τη μεριά τους, δεν μας παρακινούν να αφήσουμε πίσω τις προκαταλήψεις που πολλές φορές μπλοκάρουν την κοινή μας λογική. Είτε σε περιπτώσεις προβεβλημένων υποθέσεων υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη πλευρά, επιλέγοντας να υπογραμμίζουν πτυχές του χαρακτήρα των εμπλεκόμενων που θα ακουμπήσουν ευαίσθητες ηθικές χορδές του κοινού που ανυπομονεί με την πέτρα ανά χείρας, είτε στη μυθοπλασία, όπου ο βιασμός και η κακοποίηση παρουσιάζονται σχεδόν πάντα διαιωνίζοντας στερεότυπα. Ακόμα και στην περίπτωση του «Liar», η ηρωίδα-θύμα συμπεριφέρεται εμμονικά (γεια σου ξανά, κλισέ τρελής καταγγέλλουσας) και ο ήρωας θύτης είναι μεν υπεράνω πάσης υποψίας, αλλά τελικά αποκαλύπτεται όχι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, όπως είναι στην πραγματικότητα συνήθως οι δράστες, αλλά ψυχοπαθής βιαστής κατά συρροή – που επίσης μπορεί να είναι στην πραγματικότητα, αλλά λιγότερο συχνά.
Σύμφωνα με μια θεωρία, τα στερεότυπα είναι ένα είδος πρακτικής στατιστικής, ένα αναπόφευκτο υποπροϊόν της εγκεφαλικής μας δραστηριότητας προκειμένου να βάλουμε λίγη τάξη σε έναν πολύ περίπλοκο κόσμο. Δεν είναι το κυρίαρχο εργαλείο της σκέψης όμως και οι γενικεύσεις δεν πρέπει να επισκιάζουν την κρίση μας, όσο δελεαστικά πιο εύκολο κι αν είναι. Κανείς δεν είναι αθώος ή ένοχος επειδή έτσι μας φαίνεται πιο πιστευτό και το πόσο ισοπεδωτικά μπορεί να λειτουργήσει η προκατάληψη, ξαναγυρνώντας στον Τζόνι Ντεπ και την Άμπερ Χερντ, το κατανοεί κανείς από την ηχογραφημένη της φράση, όταν ακούστηκε στο δικαστήριο να του λέει με αφορμή τον ισχυρισμό του ότι εκείνος ήταν το θύμα της κακοποίησης. «Άντε, πες στον κόσμο ότι “εγώ, ο Τζόνι Ντεπ, είμαι επίσης θύμα ενδοοικογενειακής βίας”. Να δούμε ποιος θα πιστέψει ότι ένας λευκός προνομιούχος άνδρας μπορεί να είναι το θύμα μιας γυναίκας». Κανείς και όλοι είναι η απάντηση, κι αυτή ακριβώς είναι η ζημιά που κάνουν τα στερεότυπα. Στους ανθρώπους, αλλά, κυρίως, στην αλήθεια.