Και ενώ σε άλλες πόλεις της Ευρώπης οι άνθρωποι κυκλοφορούν με τα ΜΜΜ και ακόμη πιο εναλλακτικά με ποδήλατα, εδώ το ΙΧ αποτελεί το χρυσό άρμα του κάθε νεο Έλληνα, ο οποίος όταν οδηγεί έχει πάντα προτεραιότητα ενώ αποκλειστικά φταίνε οι άλλοι.
Ο Έλληνας οδηγός είναι ένα φαινόμενο το οποίο προκαλεί την εξέτασή του από κοινωνιολογικής, ψυχολογικής, ηθικής, πρακτικής και πολιτιστικής σκοπιάς.
Ορίζεται αρχικά ως το άτομο το οποίο ξεκινά να οδηγεί πριν την ενηλικίωσή του, παίρνει το δίπλωμά του γύρω στην ενηλικίωσή του ως επί το πλείστον λαδώνοντας τους εξεταστές, οδηγεί μιλώντας στο κινητό, καπνίζοντας ή κάνοντας scroll στα social media και εξακολουθεί να σπέρνει τον τρόμο στους συνανθρώπους του στην έσχατη γεροντική του ηλικία αφού δε λέει να σταματήσει να κυκλοφορεί κρατώντας σφιχτά το πολυαγαπημένο του τιμόνι.
Ο Έλληνας οδηγός λοιπόν:
Ξέρει μόνον αυτός να οδηγεί και κανείς άλλος.
Όταν τρακάρει έχει πάντα δίκιο.
Δεν αφήνει κανέναν άλλον να περάσει. Προχωράει ακόμη και αν κλείσει τη διασταύρωση χωρίς να μπορεί να πάει παραπέρα.
Οι πεζοί του είναι ενοχλητικοί και δεν τους δίνει ποτέ προτεραιότητα. Αργοί πεζοί όπως μητέρες με καρότσια και ηλικιωμένοι με μπαστούνια, του φαίνονται ακόμη πιο εκνευριστικοί γιατί τον καθυστερούν παραπάνω.
Βρίζει τους πάντες ακόμη κι αν φταίει ο ίδιος και κάνει χειρονομίες, αλλά πάντα κλειδωμένος μέσα στο αυτοκίνητό του, εκτός κι αν επιτεθεί σε κάποια ανήμπορη κυρία που δε μπορεί να αντιδράσει.
Κορνάρει χωρίς έλεος ενώ δεν υπάρχει κανένας λόγος, συνήθως με το που ανάψει το πράσινο, λες και ο μπροστινός έχει σκοπό να κατασκηνώσει στο φανάρι κι όχι να ξεκινήσει.
Μέσα στο αυτοκίνητό του κάνει πολλές από τις ανάγκες του: Tρώει, πίνει, καπνίζει, τσακώνεται, κάνει σεξ και κυρίως σκαλίζει τη μύτη του σταματημένος στην κίνηση.
Οδηγεί συνήθως με το ένα του χέρι κρεμασμένο έξω από το παράθυρο.
Ακούει μουσική στη διαπασών ενώ φοράει στο αυτοκίνητό του εξάτμιση από διαστημόπλοιο και αεροτομή από F16 52 block.
Σαχλά παιχνίδια στολίζουν το παρμπρίζ του και μπιχλιμπίδια κρέμονται από τον καθρέπτη του ( όμως τείνει να εκλείψει το “Μπαμπά μην τρέχεις” που ήταν 80s must).
Mπαίνει ανάποδα σε όλους τους δρόμους και όταν οδηγεί στην επαρχία έχει πάντα προτεραιότητα αυτός που είναι από το χωριό.
Αγνοεί ταμπέλες όπως το stop, το απαγορεύεται το παρκάρισμα, κλείνει τις ράμπες για τα ΑΜΕΑ και μπορεί να σκοτώσει για μια θέση πάρκινγκ την οποία συχνά κατοχυρώνει στο δρόμο τοποθετώντας μια καρέκλα.
Χρησιμοποιεί λάθος οχήματα για λάθος προορισμούς πχ. Θα πάει με Hummer στου Ψυρρή και με Porsche στο χωριό του.
Αν είναι γυναίκα οδηγός προτιμά να βάζει eyeliner στον καθρέπτη του αυτοκινήτου, τον οποίο κατά τα άλλα ξεχνάει να χρησιμοποιήσει.
Θεωρεί το φλας περιττό. Ο από πίσω και ο απέναντι πρέπει να μαντέψουν αν και που θα στρίψει.
Προσπερνάει και μπαίνει στο απέναντι ρεύμα χωρίς να έχει ορατότητα γιατί νομίζει ότι κυκλοφορεί μόνος του εκεί έξω.
Πίνει μέχρι να γίνει μπαούλο και το πρόβλημα είναι το αλκοτέστ και το πρόστιμο και όχι η ασφάλειά τόσο η δική του όσο και των άλλλων.
Βάζει το παιδί του στο κάθισμα του συνοδηγού ή ακόμα χειρότερο του οδηγού.
Yπερβαίνει τα όρια ταχύτητας.
STOP. Η πιο σημαντική σήμανση του ΚΟΚ που καλό είναι να μπει στο τέλος κάθε παραπάνω φράσης.