Ένα από τα εγκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο το 2019 ήταν η δολοφονία της άτυχης Αντζελίνας, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, από τα χέρια του ίδιου της πατέρα, στην περιοχή Αλεπού της Κέρκυρας. Εκείνη έχει καταφέρει να φύγει από το σπίτι όπου ζούσαν τον τελευταίο χρόνο κι εκείνος, ανήμπορος πια να της ορίζει τη ζωή, γίνεται εκδικητικός και βίαιος. Τον αφήνει “έξω” από την ευτυχία της και τη σχέση της με το σύντροφό της που τη λάτρευε. Δεν είναι πια κτήμα του. Δεν μπορεί να την εκμεταλλεύεται και να δουλεύει μαζί του στην οικοδομή. Μπορεί και πηγαίνει στη σχολή που πάντα ονειρευόταν και που εκείνος δεν την άφηνε. Πού και πού όμως η Αντζελίνα προσπαθεί. Θέλει να βρίσκεται κοντά του, αλλά με τους όρους της.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς αποφασίζει να τον επισκεφτεί για λίγες ώρες. Έχοντας το κινητό της τηλέφωνο στα χέρια για να μπορεί να επικοινωνεί άμεσα με τον σύντροφό της, επειδή φοβάται, ο πατέρας της τσαντίζεται και ξεκινά καβγάς. Εκείνος αρπάζει τη σιδερόβεργα από την ξυλόσομπα, εκείνη τρέχει και πηδά από το παράθυρο της κουζίνας στον κήπο. Την ακολουθεί. Την χτυπά μέχρι θανάτου. Η πατριαρχία δεν πληγώνει μόνο. Η πατριαρχία δολοφονεί.
Δεν υπάρχουν «εγκλήματα πάθους». Δεν υπάρχουν «οικογενειακές τραγωδίες». Δεν υπάρχει το «θόλωσε το μυαλό του». Αυτό που υπάρχει είναι ότι εξακολουθεί να αναπαράγεται ένα φάσμα από αντιλήψεις, νοοτροπίες και στερεότυπα που οπλίζουν τα χέρια δολοφόνων. Αυτές οι νοοτροπίες, σαν του Α.Π., πρέπει να εξαφανιστούν. Καμία Αντζελίνα λιγότερη, καμία Ελένη, καμία Μαντώ.
Ο ίδιος είχε περιγράψει με απάθεια τα όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα.
Συγκεκριμένα, ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία με δόλο επέβαλε το μικτό ορκωτό δικαστήριο Θεσπρωτίας στον 52χρονο Αλβανό, ο οποίος την Πρωτοχρονιά του 2019 είχε δολοφονήσει την 28χρονη κόρη του, Αντζελίνα, και στην συνέχεια, για να εξαφανίσει τα ίχνη της, την είχε θάψει στον κήπο του σπιτιού όπου διέμενε.
Επίσης, το δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 30 μηνών για οπλοφορία και οπλοχρησία και 1.000 ευρώ χρηματική ποινή. Ο δικηγόρος του, Βασίλειος Νουλέζας, άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Ως μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν ο Αφγανός σύντροφος της άτυχης κοπέλας και η νονά της. Μια γυναίκα από την Κέρκυρα, που μαζί με τον σύζυγό της την αγάπησαν σαν παιδί τους. Η μητέρα της, η οποία ζει στο Μπεράτι της Αλβανίας, λόγω μέτρων κατά του κορονοϊού, δεν είχε καταφέρει να έρθει στην Ελλάδα.
Η υπερασπιστική γραμμή του κ. Νουλέζα στηρίχθηκε στα άρθρα 34 και 36 του Π.Κ, με τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τελέσει το έγκλημα, και πως λόγω οργής και θυμού, μετά το διαπληκτισμό με την κόρη του, οι πνευματικές λειτουργίες και η συνείδησή του είχαν διαταραχθεί.