Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο, ένας άντρας να κρύψει ότι είναι παντρεμένος και να κάνει μια εξωσυζυγική σχέση, με τη σύζυγο να μην γνωρίζει την ύπαρξη της ερωμένης και την ερωμένη να αγνοεί την ύπαρξη της συζύγου. Εκείνος, τον ξέρει καλά το λόγο: Αν το μάθει κάποια από τις δύο θα τον αφήσει. Και δε θέλει να τη χάσει, μέχρι να… θέλει να τη χάσει. Επομένως, πότε το λέει στη μία από τις δυο τους; Πιθανότατα όταν θέλει να τη χωρίσει.
Αν μια γυναίκα ξέρει την οικογενειακή κατάσταση ενός άντρα και δεν έχει πρόβλημα με το να γίνει το τρίτο πρόσωπο, τότε έχουμε διαφορετική ψυχοσύνθεση από αυτή μιας γυναίκας που δεν ξέρει ότι έχει κάνει δεσμό με έναν παντρεμένο ο οποίος δεν της έχει πει ότι είναι παντρεμένος. Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία που έχει λίγο από όλα: Ψέμματα, έρωτα, δράμα και μαθήματα ζωής.
Mια καλοκαιρινή νύχτα του 2005 έτρωγα στο εστιατόριο του Καζίνο μαζί του. Καθόμουν στο λευκό τραπέζι τύπου φερ φορζέ που η μητέρα μου πάντοτε μου έλεγε πως αντιπροσώπευε την κομψότητα στα έπιπλα κήπου, μπροστά μου είχα ένα πιάτο με ελάφι και πάνω του κάτι που θύμιζε κέρατο για διακόσμηση. Λίγο καιρό αργότερα συνειδητοποίησα πως από εκείνη τη νύχτα έπρεπε να κρατήσω μόνο αυτό τo κέρατo και καμία άλλη ανάμνηση ή ακόμα χειρότερα υπόσχεση.
Όταν είσαι 24 χρονών, πιστεύεις τους άντρες. Ειδικά όταν είναι μεγαλύτεροί σου, σου φέρονται πολύ καλά και έχουν κύρος και οικονομική επιφάνεια. Εκείνο το βράδυ καθώς δειπνούσα κάτω από τα αστέρια, ένα μικρό κουτάκι έφτασε σε μένα με μια χαριτωμένη κίνηση πάνω στο τραπέζι. Το άνοιξα και μέσα είχε το ομορφότερο και ακριβότερο δαχτυλίδι που είχα δεχθεί μέχρι τότε σαν δώρο. Δεν ήταν μονόπετρο. Ήταν ένα εκθαμβωτικό δαχτυλίδι με πολλά διαμάντια. Ως εκεί. Η φράση όμως που το συνόδευε, θα μπορούσε να συνοδεύει ένα μονόπετρο. “Θα ήθελα πολύ να δεχθείς αυτό το δώρο, όσο το φοράς θα νιώθω ότι είσαι μόνο δική μου.”
Το φόρεσα.
Μου είχε πει, όταν κοιμάμαι το πρωί πάντα να έχω κλειδωμένη την πόρτα του σπιτιού του και το κλειδί πάνω. Αφού έτσι μου είχε πει, έτσι έκανα. Θα ανησυχεί σκέφτηκα. Ήμουν μερικές ημέρες διακοπές στο νησί του. Εκείνος έφευγε πολύ νωρίς για να πάει στο γραφείο. Ξυπνούσα αργά, ερχόταν η γραμματέας του, με έπαιρνε και πηγαίναμε για μπάνιο, για ψώνια, για καφέ και φαγητό, για ότι θέλαμε μέχρι να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνο το πρωί ξύπνησα από τις φωνές και τα χτυπήματα στην πόρτα. Κάποιοι ήθελαν να μπουν μέσα με άγριες διαθέσεις. Φοβήθηκα και τον πήρα τηλέφωνο. Έφτασε μόλις η κυρία ήταν έτοιμη να ανοίξει το σπίτι. Το σπίτι της, όπως κατάλαβα λίγο αργότερα.
Έξω από την πόρτα, ήταν η σύζυγός του, με κάποια μέλη της οικογένειάς της. Η ποιά; Σκέφτηκα μέσα στον πανικό. Κρατούσα το σκυλάκι μου αγκαλιά και κοιτούσα χωρίς να καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Όλοι οι υπόλοιποι ήξεραν, εγώ όχι. Κι όμως, ήμουν η κατηγορούμενη. Χωρίς να ξέρω, χωρίς να φταίω, χωρίς να θέλω. Εγώ το μόνο που ήξερα ήταν ότι έμενε μόνος του, ότι ήταν χωρισμένος και ότι με αγαπούσε. Η αλήθεια ήταν κάπως διαφορετική.
Ήταν χωρισμένος από τον πρώτο του γάμο, ήταν ακόμη παντρεμένος με τη δεύτερη σύζυγό του και είχε και ένα παιδί 7 ετών. Η σύζυγος του ζούσε σε άλλη πόλη με την κόρη τους για επαγγελματικούς λόγους. Εκείνος, όταν με κάλεσε στο σπίτι, άλλαξε τα ονόματα στα κουδούνια, ξήλωσε το σταθερό τηλέφωνο, ανέβασε όλα τα πράγματα του παιδιού στο πατάρι και ξεκρέμασε τα πτυχία της γυναίκας του από τους τοίχους ενώ εξαφάνισε όλα της τα προσωπικά αντικείμενα.
Εγώ βέβαια, χωρίς να ξέρω τίποτα απολύτως, εμπιστεύτηκα έναν άνθρωπο ο οποίος μου είπε ύστερα από όλα αυτά: “Θα σου το έλεγα. Θα ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου.” Πότε; Αναρωτήθηκα; “Δεν ήθελα να σε χάσω και σου το έκρυψα, θα χωρίσω.” συνέχισε. Οι γείτονες, είχαν ενημερώσει για την παρουσία μου την επίσημη αγαπημένη η οποία κατέβηκε με σκοπό μάλλον να με κουρέψει γουλί , να μου κρεμάσει μια ταμπέλα στο λαιμό “αντροχωρίστρα” και να με διαπομπεύσει σε ολόκληρη τη χώρα. Με φανταζόμουν κάπως σαν μια Malena στην κεντρική πλατεία του νησιού να με αποδοκιμάζει το πλήθος.
Κοίταξα το δαχτυλίδι. Ένιωσα μια αηδία για αυτό, για εκείνον, για εμένα, για τη ζωή. Το έβγαλα. Σκέφτηκα τί να το κάνω. Να το πετάξω σε μια αποχέτευση; Να το δώσω σε έναν τοκογλύφο; Να το κρατήσω για να θυμάμαι πάντα πως δεν πρέπει να εμπιστεύομαι; Μετά από αρκετή σκέψη, το χάρισα στον καλύτερό μου φίλο και του είπα να το δώσει στη μία και μοναδική. Πίστευα πως κάποια θα μπορούσε να κάνει ευτυχισμένη αυτό το δαχτυλίδι. Και δεν ήμουν εγώ, αλλά θα μπορούσε να είναι μια άλλη.
Αυτό που έμαθα όμως είναι ότι οι άντρες ξεχνούν να αναφέρουν κάποιες πολύ βασικές «λεπτομέρειες» για τη ζωή τους. Τη γυναίκα τους, τα παιδιά τους, τη γκόμενά τους, ότι έχει ο καθένας και θεωρεί πως πρέπει να κρύψει για μην του φύγεις πριν σε κατακτήσει. Πότε το λέει; Μα φυσικά αφού σε κατακτήσει. Γιατί; Γιατί πλέον είναι η “τέλεια” δικαιολογία για να φύγει. Αλλά όπως δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα, δεν υπάρχει και τέλεια δικαιολογία.