Η πιο βασική πληροφόρηση που έχουμε σχετικά με τον καταραμένο κορωνοϊό είναι ότι πρέπει να πλένουμε τα χέρια μας σχολαστικά με σαπούνι για τουλάχιστον 20 δευτερόλεπτα ή όσο μας παίρνει για να τραγουδήσουμε το «Happy Birthday» δύο φορές. Η αμέσως επόμενη πληροφορία είναι ότι αν δεν είσαι ηλικιωμένο άτομο και δεν έχεις κάποιο υποκείμενο νόσημα κινδυνεύεις απείρως λιγότερο να πεθάνεις από αυτόν. Και έτσι, για κάποιο λόγο, σαν να συμφωνήσαμε μεταξύ μας ότι είναι απολύτως εντάξει να μας ανακουφίζει το γεγονός ότι οι μεγάλοι σε ηλικία και οι ασθενείς είναι πιθανότερο να μπουν στη μαύρη λίστα που ανακοινώνεται καθημερινά. Μόνο που δεν είναι καθόλου εντάξει.
Στην πραγματικότητα, είναι ρατσιστικό (ελλείψει άλλης καθημερινής λέξης για τη διάκριση σε βάρος ηλικιωμένων και αρρώστων) στη νιοστή, σαν μια σιωπηρή αποδοχή ότι αν κάποιος πρέπει να πεθάνει, ας μην είναι ο νέος ή ο υγιής, μια ιεράρχηση για το ποιος περισσεύει λίγο περισσότερο από τον μάταιο τούτο κόσμο συνήθως από εκείνους που νιώθουν ότι δεν είναι καθόλου η σειρά τους να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και άρα δικαιούνται να κάνουν υποδείξεις περί του ποιος πρέπει να ζει και ποιος να πεθαίνει.
Οταν ξεκίνησε αυτή η απαίσια ιστορία, το μήνυμα ήταν ότι οι νέοι δεν είχαν λόγο να ανησυχούν, καθώς μόνο οι ηλικιωμένοι κινδύνευαν να πεθάνουν (εμείς, είπαμε, πλύσιμο χεριών και όλα θα πάνε καλά). Αυτού του είδους τα σχόλια, σε συνδυασμό με τις επίσημες ανακοινώσεις στα media που έλεγαν ότι τα θύματα του ιού ήταν «μόνο» ηλικιωμένα άτομα, αφήνουν μια όχι και τόσο αόριστη εντύπωση ότι ο κορωνοϊός δεν ήταν ακριβώς πανδημία για όλες τις ηλικίες. Ως αποτέλεσμα, πολλοί ένιωσαν άτρωτοι και συνέχισαν αμέριμνοι τις δραστηριότητές τους, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο να είναι φορείς. Κάποιες χώρες μάλιστα καθυστέρησαν δραματικά να πάρουν μέτρα γιατί θεώρησαν την απειλή του ιού προς τους γηραιότερους «λιγότερο σημαντική από την προσπάθεια να τον περιορίσουν», όπως διαπίστωσε ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Η οικονομική ζημιά του lockdown βάρυνε περισσότερο στη ζυγαριά ακόμα και σε χώρες των οποίων οι ίδιοι οι ηγέτες ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και μια απλή αναζήτηση στο Google για το αν πρέπει να θυσιαστούν οι γηραιότεροι για να σωθεί η οικονομία είναι αποκαλυπτική για το ποσοστό της κοινωνίας που το συζητά ως μια υπόθεση ρεαλιστικών προτεραιοτήτων.
Tα social media, δε, έγιναν το θερμοκήπιο γι’ αυτές τις αντιλήψεις. Υπάρχουν -μεταξύ των νέων και υγιών- άπειρα σχόλια ότι αν πεθάνουν αυτοί που έχουν φάει τα ψωμιά τους δεν είναι ακριβώς το τέλος του κόσμου, και ακόμα χειρότερα, υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν ότι ίσως και να είναι η εκδίκηση της φύσης απέναντι στη «γενιά που κατέστρεψε τον πλανήτη». Το meme που χαρακτηρίζει τον κορωνοϊό («Boomer Remover», όπου boomer είναι όποιος έχει γεννηθεί μεταξύ του 1946 και 1964) δεν είναι αστείο, αλλά απλώς μακάβριο. Τέτοιος αρνητικός συσχετισμός μεταξύ μιας συγκεκριμένης ομάδας της κοινωνίας και ενός ιού έχει να γίνει από την εποχή που κάποιοι ισχυρίζονταν ότι το AIDS ήταν η τιμωρία του Θεού απέναντι σε αυτούς που την άξιζαν και καλά να πάθουν.
Στην επίκαιρη εξίσωση ηλικιωμένου και κορωνοϊού που επιμένει για να καθησυχάζει το φόβο μας, ας προσθέσουμε και όλη την παραφιλολογία για «παππούδες που κάθονται στα παγκάκια» και «γιαγιάδες που τρέχουν στις εκκλησίες και τις λαϊκές» και τα σχόλια που τη συνοδεύουν επικριτικά, με τη λογική ότι δεν σέβονται την τεράστια θυσία που κάνουμε για χάρη τους με το να μένουμε στα σπίτια μας, ενώ έχουμε μια πολύ καθαρή εικόνα για το επιπλέον βάρος που φορτώνουμε με τόση ευκολία στις πλάτες των ηλικιωμένων που κανονικά έπρεπε να μας λένε και ευχαριστώ που δεν αφήνουμε τον COVID-19 να τους θερίσει.
Εν τω μεταξύ, από τον κορωνοϊό πεθαίνουν και πολύ νεότεροι (αλλά και ανήλικοι) άνθρωποι, όπως μαθαίνουμε από τα media, που, για να πάρουμε τα πράγματα επιτέλους στα σοβαρά, φροντίζουν να μεταδίδουν τα νέα με τίτλους «Oχι μόνο ηλικιωμένοι ανάμεσα στα θύματα» – και η λέξη «μόνο» κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου για την αντίληψη ορισμένων ότι κάποιοι ανάμεσά μας περισσεύουν.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι οι οικονομικές συνέπειες αυτής της ιστορίας, όταν με το καλό τελειώσει, θα είναι δυσβάσταχτες για όλους. Είναι όμως βαθιά αντικοινωνικό να αφήνουμε το ντόμινο της δικαιολογημένης στενοχώριας και του φόβου μας να καταλήγει στην περιθωριοποίηση ανθρώπων και στη δημιουργία πολιτών δεύτερης κατηγορίας, σαν στρατιώτες στο σκάκι που πρέπει να χαθούν για να κερδηθεί η παρτίδα. Ξεχνάμε μάλιστα ότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι παιχνίδι στρατηγικής και ότι στην κατηγορία των συνταξιούχων δεν είναι μόνο υπεραιωνόβιες γιαγιάδες, αλλά μια γενιά δραστήριων και δημιουργικών ανθρώπων, γεμάτων ζωή, που έχουν πολλά χρόνια μπροστά τους που δεν τα χρωστούν σε κανέναν. Ακόμα όμως κι αν είναι υπερήλικες, ακόμα κι αν έχουν επιβαρημένη υγεία, ακόμα κι αν όλες οι πιθανότητες είναι εναντίον τους και χωρίς τη βοήθεια του κορωνοϊού, ποιος αποφασίζει ότι πρέπει να γίνουν σύγχρονες Ιφιγένειες και ότι ο θάνατός τους έχει λιγότερη σημασία; Ποιος κοιμάται ήσυχος το βράδυ στην ιδέα να φύγει ο πατέρας και η μάνα του χωρίς να τους δώσει και να πάρει μια αγκαλιά και ένα τελευταίο φιλί, ολομόναχοι σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου; Ευτυχώς, όσο μπαίνουμε πιο βαθιά στο τούνελ και όπως δείχνει η συμμόρφωση των περισσότερων στον αυτοπεριορισμό, ακόμα και εκείνων που νιώθουν άτρωτοι, όχι πολλοί. Οι μέρες που θα ακολουθήσουν σίγουρα θα μας διαμορφώσουν ως κοινωνία. Και ιδανικά, θα αποδείξουν ότι όσο κι αν τελείως ανθρώπινα γαντζωνόμαστε από τη στατιστική για να παρηγορήσουμε το φόβο μας, η αλήθεια είναι ότι δεν περισσεύει κανείς.