Όπως και στην περίπτωση με το Στάθη Παναγιωτόπουλο, έτσι και η ιστορία της Γεωργίας Μπίκα στο ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – και συγκεκριμένα από τον ίδιο άνθρωπο, τον ακτιβιστή Ηλία Γκιώνη. Σηκώθηκε ένα χαλί που έκρυβε τόση βρωμιά από κάτω, που είναι να απορείς, αφελώς ίσως, πώς δεν είχε σκοντάψει ποτέ κανείς πάνω σε όλα αυτά μέχρι να αναλάβουν δράση τα πληκτρολόγια. Ακολούθησαν αποκαλύψεις και πολλή και δικαιολογημένη οργή, που όπως ήταν απόλυτα αναμενόμενο υπερκάλυψε τη λογική. Γιατί η λογική ποτέ δεν ήταν φωτεινός φάρος στην αγριεμένη θάλασσα των social media.
Το αν ήταν απαραίτητο να γίνουν οι καταγγελίες μέσα από το facebook και το instagram, ας το κρίνει ο καθένας μόνος του. Ας λάβει υπόψη ότι τα θύματα, αδύναμα μπροστά στον πλούτο και τη φήμη των θυτών, ίσως ένιωσαν ότι αλλιώς δεν θα έβρισκαν δικαιοσύνη και ότι η αμεσότητα του Μέσου δεν θα επέτρεπε σε κανέναν απρόθυμο αρμόδιο να κοιτάξει από την άλλη, να καθυστερήσει, να αφήσει την υπόθεση να μαζεύει σκόνη στο συρτάρι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως να μην υπήρχε άλλος, καλύτερος τρόπος.
Τα θύματα, αδύναμα μπροστά στον πλούτο και τη φήμη των θυτών, ίσως ένιωσαν ότι αλλιώς δεν θα έβρισκαν δικαιοσύνη και ότι η αμεσότητα του Μέσου δεν θα επέτρεπε σε κανέναν απρόθυμο αρμόδιο να κοιτάξει από την άλλη
Είναι όμως τα social ο χώρος όπου πρέπει να γίνονται πάσης φύσεως καταγγελίες; Εκεί όπου, χωρίς φίλτρο ή αποδείξεις, όποιος θέλει λέει ο,τι θέλει, ο,τι έχει ακούσει, ο,τι του φαίνεται πιο εντυπωσιακό ή εξυπηρετικό προς την ατζέντα του και το τεκμήριο της αθωότητας μετατρέπεται σε επιχείρηση απόδειξης ότι κάποιος δεν είναι ελέφαντας; Ακόμα κι αν πούμε ότι η εξέλιξη του Μέσου είναι γόνιμο έδαφος για καταγγελίες όταν κάποιος έχει βρει τοίχο ακολουθώντας την επίσημη οδό, σίγουρα δεν είναι το πλαίσιο όπου κρίνεται η ενοχή και η τύχη του κόσμου. Δυστυχώς, πολλοί χρήστες δεν αντιλαμβάνονται ότι το λαϊκό δικαστήριο που στήνεται δεν είναι πραγματικό δικαστήριο. Και αφού αποφασίσουν, κρίνουν ένοχο τον κατηγορούμενο, βρίσουν στα σχόλια όποιον διαφωνεί, καταραστούν παιδιά και οικογένειες και, κυρίως, περιφρονήσουν τους κανόνες δικαίου ως γελοίες λεπτομέρειες μπροστά στην ιδιοσυγκρασιακή τους αντίληψη περί δικαιοσύνης, γίνονται ακόμα πιο έξαλλοι όταν οι αρχές δεν λειτουργούν ακριβώς όπως προστάζει ο όχλος του facebook.
Και φυσικά, το νόημα χάνεται. Γιατί μια καταγγελία δεν γίνεται για να μαλώσουν χιλιάδες άσχετοι άνθρωποι μεταξύ τους, ή για να συλλέξει καρδούλες και φατσούλες που κλαίνε, αλλά για να φτάσει στην απονομή δικαιοσύνης. Της πολιτισμένης, όχι του πληκτρολογίου. Ακόμα κι αν ξεκινά από τα social, η δίκη δεν θα γίνει εκεί, οπότε ας δώσουμε όλοι μια άδεια αορίστου χρόνου στον εισαγγελέα που κρύβουμε μέσα μας κι ας περιμένουμε να κάνει ο κανονικός τη δουλειά του.