Αυτή είναι μία προσωπική ιστορία. Κάθε κορίτσι που κάποτε κρατούσε στα χέρια του τη δική του Barbie έχει κι από μια τέτοια να αφηγηθεί. Η Greta Gerwig, σκηνοθέτιδα της ταινίας Barbie, που έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 20 Ιουλίου, ήταν ένα από αυτά τα κορίτσια. Το ίδιο και η πρωταγωνίστρια Margot Robbie. Πιθανότατα και το υπόλοιπο καστ και κάποιοι από τους συντελεστές. Αυτή είναι μία προσωπική ιστορία, που ίσως μοιάζει με τη δικιά σου. Κι αν έχεις κλείσει ήδη τα εισιτήριά σου για να δεις την ταινία Barbie, να ξέρεις πως θα περάσεις όμορφα, θα γελάσεις, θα θυμηθείς την παιδική σου ηλικία και ίσως θα δακρύσεις. Σε μένα αυτό συνέβη για άλλους λόγους από αυτούς που περίμενα.
Η πρωταγωνίστρια Barbie της Margot Robbie είναι μία κλασική Barbie που ζει στο ονειρεμένο σπίτι της στη Barbieland. Όπως έχουμε δει και στο trailer της ταινίας, ξυπνάει το πρωί, ντύνεται, κάνει τη βόλτα της, χαιρετάει τις υπόλοιπες Barbie, πηγαίνει στην παραλία, παρτάρει και γενικώς κάνει αυτά που σε ένα βαθμό έβαζα κι εγώ τη δική μου κούκλα να κάνει. Κάποια στιγμή, αρχίζουν να της συμβαίνουν διάφορα περίεργα πράγματα κι έτσι αποφασίζει να επισκεφτεί τον πραγματικό κόσμο, με σκοπό να βρει μια λύση και κατόπιν να επιστρέψει στην καθημερινότητά της. Μαζί της έρχεται (για την ακρίβεια, ξεκουβαλιέται) και ο Ken του Ryan Gosling, που με την ευκαιρία του ταξιδιού στην Καλιφόρνια έρχεται αντιμέτωπος με διάφορες εκπλήξεις. Από τα ζαχαρωτά πλάνα της ταινίας παρελαύνουν δεκάδες Barbie: η Πρόεδρος της Αμερικής, η γιατρός, η φυσικός, η ανώτατη δικαστικός, η «περίεργη» Barbie, η Barbie που δεν ξέρεις τι δουλειά κάνει, αλλά δε σε νοιάζει κιόλας, διότι μπορείς να της αναθέσεις εσύ το επάγγελμα που σου αρέσει. Περνούν, επίσης, και δεκάδες Ken, οι οποίοι, όπως ο πρωταγωνιστής μας, κυρίως ασχολούνται με την παραλία και ό,τι δραστηριότητα μπορεί να γίνει σε αυτήν. H Barbieland είναι το καταφύγιο κάθε κούκλας, όπως η δική μας Barbie υπήρξε κάποτε το δικό μας παιδικό καταφύγιο.
Η ζωή, όμως, προχωράει, εμείς μεγαλώνουμε και το καταφύγιο αυτό αρχίζει να εξαφανίζεται. Από τη στιγμή που σταματάς να παίζεις με τις Barbie σου, εκεί γύρω στις αρχές της εφηβείας, έχεις ενταχθεί πλήρως στην πραγματικότητα, χωρίς να το έχεις καταλάβει, γιατί μεταξύ άλλων βιάζεσαι να μεγαλώσεις. Δεν υπάρχει πια escapism μέσα από αυτά τα παιχνίδια. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις. Κάποτε διάβαζες τα μαθήματά σου, επέστρεφες από το φροντιστήριο των αγγλικών ή το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά της ηλικίας σου έξω, καθόσουν στο πάτωμα του δωματίου σου, έπιανες τη Barbie σου, σκεφτόσουν μια ιστορία γύρω από εκείνη και τις υπόλοιπες κούκλες – αν είχες παραπάνω από μία – και αφοσιωνόσουν στη μυθοπλασία, χωρίς να μπορείς να αντιληφθείς τι ακριβώς έκανες. Η Barbie σου, που μπορεί να την έλεγαν κι αλλιώς (η δική μου ήταν η Diana) είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάθε ιστορία που έφτιαχνες με βάση τα λίγα πράγματα που γνώριζες τότε για τον κόσμο, τα ερεθίσματα που σου προσέφερε το σπίτι σου, το σχολείο, η τηλεόραση, η εποχή στην οποία μεγάλωνες. Μέχρι να φτιάξεις την ιστορία, ίσως να είχες ξεχάσει και την ίδια την κούκλα, ντυμένη φυσικά με τα κατάλληλα για το ρόλο της ρούχα, σε κάποιο σημείο του πατώματος. Σημασία είχε η αφήγηση. Η κούκλα ήταν το μέσο για να την επιτύχεις. Και η πηγή όμορφων εικόνων, με αξεσουάρ – αντικείμενα της καθημερινότητας άκρως στιλιζαρισμένα χωρίς καμία δυνατότητα πραγματικής χρήσης (άντε να γέμιζες τις κούπες του τσαγιού με νερό, αλλά ποιος θα το άδειαζε μετά), αλλά και τόσο εμβληματικά ταυτόχρονα, που ακόμα και σήμερα μπορείς να θυμηθείς τις αποχρώσεις, την υφή τους και το κουτί όπου τα φυλούσες, όταν τελείωνες το παιχνίδι.
Η Barbie ήταν η ψυχική προέκτασή σου. Ακόμα κι αν δεν είχες μεγαλεπίβολα όνειρα για την κούκλα σου (εμένα ήταν καθηγήτρια πανεπιστημίου, αλλά χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο διδασκαλίας), έβαζες μέσα στις ιστορίες της όλα όσα σε προβλημάτιζαν, έκανες διαλόγους που ίσως ήθελες να κάνεις και στην πραγματική ζωή, έκανες το styling που επιθυμούσες χωρίς να σου λέει κανείς τη φράση «τα αθλητικά δεν ταιριάζουν με το νυφικό ή το ταγιέρ», άφηνες τη φαντασία σου ελεύθερη και σε άφηνε κι εκείνη να είσαι όπως ήθελες. Ποτέ δεν είδα την Barbie ως σωματικό πρότυπο. Σε πολλά άλλα κορίτσια αυτό συνέβη, δυστυχώς. Εκτός από την Barbie, όμως, αγαπούσα πάρα πολύ και το φαγητό, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να θέλω να της μοιάσω εξωτερικά. Είχα την τύχη, όμως, η Diana μου να μού μοιάζει με κάποιο τρόπο, ίσως και γι’ αυτό να είχα επιλέξει εκείνη ως βασική πρωταγωνίστρια σε όλες τις ιστορίες. Είχε σταρένιο χρώμα, ήταν ινδικής ή πακιστανικής καταγωγής, είχε μαύρα σγουρά μαλλιά που δεν έστρωναν με τίποτα (καλή ώρα όπως τα δικά μου) και ήταν δώρο του αγαπημένου θείου μου. Το επάγγελμα που έγραφε στο κουτί ήταν αεροσυνοδός. Είχε το βαλιτσάκι της, το διαβατήριό της, τη φωτογραφική μηχανή της. Ανακάλυπτε κι εκείνη τον κόσμο δουλεύοντας, όπως έκανε και ο πατέρας μου, ο βασικός προμηθευτής παιχνιδιών στο σπίτι μας. Από κάθε μακρινό του ταξίδι επέστρεφε με μία Barbie ή με μια αλλαξιά ρούχα της. Σαν να ταξίδευαν μαζί με την Diana και να του έλεγε τι θα μου άρεσε και τι όχι.
Κι έτσι περνούσε η παιδική μου ζωή, με δεκάδες ιστορίες που έφτιαχνα για τα αγαπημένα μου παιχνίδια, χάρη στα δώρα του πατέρα μου, του θείου μου και της νονάς μου. Ταξίδευα κι εγώ στο storytelling, είχα φτιάξει έναν κόσμο όπου η Diana ζούσε όπως ήθελε – το ίδιο και οι ξαδέλφες της και οι υπόλοιπες φίλες της και φίλοι της – έκανε ό,τι ήθελε και, με κάποιο τρόπο, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τον φεμινισμό, οι κούκλες μου είχαν διαμορφώσει μια φεμινιστική κοινωνία, όπου υπήρχε ισότητα σε όλα. Ή τουλάχιστον, όπου δεν υπήρχαν εμπόδια για να γίνουν οι ίδιες οι δικές μου ηρωίδες. Όπως ήθελα έπαιζα μαζί τους. Κι από μόνη μου θεωρούσα δεδομένη την ισότητα στη μικρή αποικία των 20 περίπου Barbie που είχα μαζέψει με τα χρόνια.
Βλέποντας την αποικία της Barbieland στη μεγάλη οθόνη, αυτόματα μεταφέρεσαι στην εποχή όπου είχες τη δυνατότητα να παραμείνεις ξέγνοιαστη έστω για κάποιες ώρες την ημέρα. Τότε η καθημερινότητά σου δεν άλλαζε από τη μία στιγμή στην άλλη. Δεν υπήρχαν δυστυχή περιστατικά για να σε βγάλουν από την παιδική σου ευδαιμονία. Η Barbie μπορούσε να σε προετοιμάσει και γι’ αυτό, βέβαια, ανάλογα με το πού ήθελες να φτάσεις τη μυθοπλασία σου. Αυτό προσπάθησε να κάνει και η Gerwig με την ταινία της. Έφτασε τη μυθοπλασία της εκεί όπου ήθελε. Είπε στο κοινό όλα όσα την προβλημάτιζαν. Έδειξε πτυχές της Barbie που ένας προκατειλημμένος απέναντι στο εν λόγω παιχνίδι άνθρωπος θα έλεγε πως δε θα μπορούσαν να υπάρχουν, ούτε καν στη φανταστική Barbieland. Η ταινία είναι ταυτόχρονα πρωτότυπη και οικεία. Νοσταλγική και απόλυτα ταγμένη στο σήμερα. Αστεία και συγκινητική, όχι μόνο για το ταξίδι στην παιδική μας ηλικία. Για τη συνειδητοποίηση του ποιες είμαστε τώρα, και χάρη στη Barbie της παιδικής μας ηλικίας.
Οι 20 Barbie μου δεν ξέρω πού βρίσκονται σήμερα. Αν ζούσε ο πατέρας μου και μάθαινε πως έβγαινε ταινία Barbie, ίσως είχε περιέργεια να τη δει. Ίσως πηγαίναμε και μαζί. Ίσως του έλεγα «είδες, όλος ο χρόνος που αφιέρωσες για να μου βρεις τα κατάλληλα παιχνίδια ήταν κάτι που με βοήθησε να γίνω αυτό που θέλω».
Πήγαινε να δεις την Barbie. Μόνη σου, με το παιδί σου, αν έχεις, με το ανίψι σου. Θα δεις στη μεγάλη οθόνη και την αγαπημένη σου κούκλα και τη ζωή σου. Και θα δακρύσεις και για τα δύο, για την όμορφη και τη λιγότερο όμορφη πλευρά τους.