Πόσες φορές έχεις αναρωτηθεί αν το κείμενο που γράφεις, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενό του, “σηκώνει” μικρή ή μεγάλη βελτίωση, πριν το παρουσιάσεις εκεί όπου θέλεις; Όλοι μας κάποια στιγμή στην online ζωή μας έχουμε καταφύγει σε κάποια μηχανή αναζήτησης, ώστε να πάρουμε ιδέες για το πώς συντάσσουμε σωστά μια επίσημη επιστολή, ποια συνώνυμη λέξη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στη θέση αυτής που ήδη έχουμε γράψει πάνω από πέντε φορές σε μια παράγραφο, ποιες ολόκληρες παράγραφοι από έγγραφα – φασόν γίνεται να ενταχθούν στο δικό μας κείμενο και, κάνοντας, έτσι, καλύτερη εντύπωση στον αποδέκτη του και, φυσικά, πώς μπορούμε να γράψουμε κάτι σε μια ξένη γλώσσα την οποία δε μιλάμε πλέον – ή δε μιλούσαμε και ποτέ – άπταιστα. Κακά τα ψέματα, το Internet έχει μειώσει σημαντικά τον απαιτούμενο χρόνο παραγωγής κειμένων κάθε είδους και, πλέον, το ChatGPT ή το OpenAI Playground δεν είναι απλώς εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που μας βοηθούν να βελτιώνουμε το έργο μας, αλλά “online παιδικές χαρές”, στις οποίες μπορούμε να “παίζουμε” με τις λέξεις, σε επίπεδα και πεδία που μέχρι πρότινος μας φαινόντουσαν άπιαστα. Από τη στιγμή που η τεχνητή νοημοσύνη έγινε προσιτή στον απλό χρήστη του Internet, οι επαγγελματίες του γραπτού λόγου άρχισαν να αισθάνονται τουλάχιστον ανάμεικτα συναισθήματα: “έφτασε δηλαδή η στιγμή που θα μας αντικαταστήσουν οι μηχανές;” ή “τίποτα δε μπορεί να πάρει τη θέση του ανθρώπου, του εγκεφάλου του, των συναισθημάτων του και συνολικά της ύπαρξής του“. Ερώτηση και δογματική κατάφαση.
O Jay Caspian Kang, δημοσιογράφος με πλουσιότατη εμπειρία στο χώρο και συντάκτης του περιοδικού New Yorker, έθεσε με ένα πρόσφατο άρθρο του τον προβληματισμό “αν υπάρχει νόημα στο να διαβάζουμε κείμενα γραμμένα από ανθρώπους κι αν πρέπει να θέλουμε την αντικατάσταση της δημοσιογραφίας από ένα πανίσχυρο εργαλείο τεχνητής νοημοσύνης“. Ο ίδιος ξεκίνησε να απαντάει στα ερωτήματά του βασιζόμενος στον παράγοντα “ταλέντο” και την αποδοτικότητα ενός ανθρώπου. Αυτά τα δυο στοιχεία, μπορούν να είναι αξιόπιστα κυρίως σε σχέση με τις ευκαιρίες που έχουν δοθεί στον καθένα, τόσο για να “ξεδιπλώσει” το εκάστοτε χάρισμά του, όσο και για να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Για τον ίδιο, οι δημιουργοί πνευματικών έργων όπως ένα τραγούδι ή ένα μυθιστόρημα, προκειμένου να δημιουργήσουν μια μεγάλη επιτυχία, εργάζονται καθημερινά χ αριθμό ωρών, γράφοντας και σβήνοντας, μέχρι τη στιγμή που η “επιφοίτηση” θα τους χαρίσει το μεγάλο hit. Αυτό, δηλαδή, στο οποίο έχουν καταφύγει, είναι μια διαρκής προσπάθεια μεγιστοποίησης του ταλέντου και της αποδοτικότητάς τους.
Αναρωτώμενος δε για την ποιότητα του περιεχομένου που μπορεί να παράγει π.χ. ένας δημοσιογράφος σαν εκείνον, επικαλέστηκε τους δυο διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους έχει δουλέψει μέχρι σήμερα: στα πρώτα του βήματα, με λίγα κείμενα που απαιτούσαν μελέτη και έρευνα σε βάθος, και στη συνέχεια, κυρίως για λόγους βιοπορισμού, με τη σύνταξη χιλιάδων λέξεων ανά εβδομάδα. “Έχασε” σε ποιότητα το έργο του Kang, όταν άρχισε να γράφει πιο εντατικά; Σε αυτό το σημείο η συζήτηση αρχίζει να αποκτά υπαρξιακές αποχρώσεις. Η τεχνητή νοημοσύνη “τρέφεται” από τον άνθρωπο, αυτό είναι δεδομένο – τουλάχιστον για την ώρα. Το κάθε τέτοιο εργαλείο “εκπαιδεύεται” από την ανθρώπινη χρήση και μπορεί να παράξει κείμενα, των οποίων, όμως η πρωτοτυπία συναρτάται άμεσα με τα δεδομένα που έχει ή δεν έχει στη διάθεσή του. Ωστόσο, ο υπαρξιακός προβληματισμός του Kang εκτείνεται στο βαθμό όπου ο ίδιος πιστεύει πως υπάρχει πιθανότητα, αν μελλοντικά η τεχνητή νοημοσύνη καταφέρει να γράψει βιβλία, πως δεν θα έχει πλέον, για τον ίδιο, νόημα να ασχολείται καν με τη συγγραφή.
Η παρουσία της τεχνητής νοημοσύνης στην καθημερινότητα είναι εξ ορισμού εντυπωσιακή και τρομακτική ταυτόχρονα. Το γεγονός ότι τα κείμενά μας, όπως και κάθε πτυχή της ζωή μας, αντανακλούν τις γνώσεις και τις προσλαμβάνουσες που ήδη έχουμε, δε μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως και η πιο κλισέ, ίσως, φράση που υπάρχει εκεί έξω και αφορά στην τέχνη, το ότι η παρθενογένεση στο πλαίσιό της είναι μια έννοια ανύπαρκτη. Είναι, όμως, αυτό το νόημα της τέχνης, της δημοσιογραφίας και της συγγραφής εν γένει; Ένα εργαλείο AI θα μπορεί ενδεχομένως μελλοντικά να αναλύει με εγκυρότητα πολιτικές καταστάσεις, ακόμα και να προβλέπει τα αποτελέσματα επικοινωνιακών στρατηγικών, αλλά και εκλογικών αναμετρήσεων. Ίσως να μπορεί και να γράφει μυθιστορήματα on demand, τριλογίες ολόκληρες με κόσμους φανταστικούς ή πραγματικούς, πράγματα που πολλοί άνθρωποι του πνεύματος θεωρούν πως θα τους καταστήσουν πασέ, απαρχαιωμένους, αχρείαστους. Κι εδώ είναι το σημείο όπου διαφωνούμε με τον Kang, στο ζήτημα της τυχόν “κυριαρχίας των μηχανών”: δεν αμφιβάλλουμε ούτε ότι ο αναγνώστης θα συνεχίσει να επιθυμεί το διάβασμα πρωτότυπων κειμένων, γραμμένων από ανθρώπινο χέρι, ακόμα κι αν οι μηχανές αποδειχτούν “παντοδύναμες” σε αυτό τον τομέα, ούτε όμως ότι κι εμείς δεν θα θελήσουμε να συνεχίσουμε να γράφουμε μόνοι μας, ακόμα με την όποια εξωτερική βοήθεια. Ο έγκριτος δημοσιογράφος καταφεύγει στο πανάρχαιο κόλπο της επίκλησης στο συναίσθημα: “εγώ θα έπρεπε να ρωτάω εσένα, τον αναγνώστη, αν θα με θέλεις όταν θα κυριαρχήσουν οι μηχανές, κι εσύ θα πρέπει να με ρωτήσεις αν εξακολουθώ να σε θέλω κι εγώ“, αναφέρει στο τέλος του κειμένου του, κλείνοντας με την ευχή ότι θα ήθελε οι απαντήσεις ένθεν κι ένθεν να είναι θετικές.
Ναι, θετικές θα είναι μάλλον, όχι όμως επειδή είμαστε άνθρωποι και αισθανόμαστε πράγματα, αλλά επειδή είμαστε συνθέσεις σκέψεων, συναισθημάτων, εμπειριών και καταστάσεων, που ακόμα κι αν καταφέρουμε να τις αποθηκεύσουμε στους servers ενός εργαλείου AI, κανένας κώδικας δεν θα μπορέσει να μας φοβίσει ή να μας δημιουργήσει αβεβαιότητα για το πολυσύνθετο της ανθρώπινης φύσης, τη δημιουργικότητα, την εφευρετικότητά του του και την ικανότητά του να σκέφτεται συχνά με τρόπους που δεν του έχει (υπο)δείξει κανείς.
Άνθρωποι και ηλεκτρονικά ποντίκια πορεύονται μαζί εδώ και χρόνια, κι έτσι θα συνεχίσουν. Τα ποντίκια δεν είναι θηρία και οι άνθρωποι μπορούν να τα κυνηγούν για συγκεκριμένους σκοπούς.