Πού ήσουν το βράδυ που σκότωσαν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο; Αυτή η φράση ακούγεται παντού ανήμερα της 6ης Δεκεμβρίου. Σε γραφεία, στο δρόμο, σε σπίτια, η συζήτηση κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα, αν όχι από την αρχή της, θα φτάσει στο περιστατικό που άλλαξε για πάντα τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Η λέξη περιστατικό δεν είναι καθόλου ενδεικτική όλων όσων συνέβησαν εκείνο το βράδυ στην οδό Μεσολογγίου, ούτε όσα ακολούθησαν σχεδόν για όλο τον Δεκέμβριο. Πώς να περιγράψεις τη δολοφονία ενός παιδιού με μία λέξη τόσο γενικόλογη; Επίσης, πώς πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από εκείνο το βράδυ που επέστρεφα από την Αγία Παρασκευή για να πάω σε ένα μπαρ στην Κολοκοτρώνη, στη γιορτή ενός Νίκου.
Ο φλεγόμενος μπλε κάδος στην Ιπποκράτους δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Έβλεπα στο βάθος, προς την Ερμού, ένα σύννεφο καπνών, αλλά δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Τότε δεν είχα Internet στο κινητό. Έφτασα στην Κολοκοτρώνη, μπήκα στο μαγαζί και όλοι διασκέδαζαν. Φεύγοντας από εκεί, κατά τις 4 το πρωί, κάποιοι συζητούσαν στα στενά πίσω από την Παλιά Βουλή και έλεγαν ότι συνέβη κάτι στα Εξάρχεια, ένας τραυματισμός, ίσως και θάνατος, αλλά κανείς δεν ήξερε σίγουρα. Δεν κυκλοφορούσαν παρά ελάχιστα αυτοκίνητα. Καθένας έφτασε σπίτι του χωρίς να γνωρίζει πως η επόμενη μέρα θα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.
Μέχρι τη στιγμή της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, εγώ ζούσα σε μία φούσκα. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά ήταν φούσκα. Πίστευα πως τέτοια περιστατικά (να ‘τη πάλι αυτή η λέξη) δεν μπορούσαν να συμβούν ξανά. Πίστευα τα αυτονόητα, πως δεν σηκώνεις όπλο απέναντι σε παιδιά, σε ένα δρόμο όπου άραζαν δεκάδες άνθρωποι κάθε Σαββατόβραδο. Πίστευα πως η λέξη Εξάρχεια είχε για όλους το ίδιο νόημα που είχε για μένα. Ήταν μια γειτονιά της Αθήνας, κι όχι ένα γκέτο, όπως προσπάθησαν να το περιγράψουν διάφοροι εκείνη την περίοδο, διαμορφώνοντας το πιο ηλίθιο ερώτημα του κόσμου: «τι δουλειά είχε εκεί».
Ο χυδαίος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν αυτή τη δολοφονία κάποιοι άνθρωποι (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έσπασαν ένα βράδυ ολόκληρη την οδό Σκουφά), όποια κι αν ήταν η ιδιότητά τους, ήταν η αποκάλυψη πως ο κόσμος στον οποίο ζούσα δεν συμπεριλάμβανε μόνο το echo chamber μου. 25 χρονών, κοσμάρα, λοιπόν.
«Να προσέχεις γιατί γίνονται μπάχαλα», μου έλεγαν όλοι όσοι έμεναν εκτός κέντρου. Τι να προσέχω, είδα στην πρώτη πορεία προς τον Άρειο Πάγο, στις 7 Δεκεμβρίου του 2008, να μας απωθούν βίαια χωρίς λόγο οι αστυνομικές δυνάμεις, είδα στις επόμενες πορείες να πέφτει ξύλο ένθεν κι ένθεν, να εκτοξεύονται εκατοντάδες μολότοφ, κάποιοι να κάνουν επαναστατική γυμναστική κι άλλοι να δέρνουν άγρια διαδηλωτές που απλά περπατούσαν στο δρόμο. Είδα κι άκουσα τέρατα. Είχα κατάθλιψη πάνω στην υπάρχουσα κατάθλιψη, έβλεπα τον κόσμο να καταρρέει, την πόλη μου να καταστρέφεται, τον κόσμο να μου αποκαλύπτεται. 25 χρονών, ζωντανή όμως. Και τόσο αφελής.
Και μετά που άρχισαν να αραιώνουν οι διαδηλώσεις, έβλεπες τους συνομηλίκους του σκοτωμένου παιδιού να είναι τόσο μπερδεμένοι, τόσο απογοητευμένοι από όλους και όλα κι αναρωτιόσουν αν είχες δικαίωμα να είσαι κι εσύ τόσο μπερδεμένη κι απογοητευμένη, που είχες τέτοιου μεγέθους άγνοια του τι συμβαίνει εκεί έξω ενόσω ήσουν ενήλικη και είχες δει, θεωρητικά, δέκα πράγματα στη ζωή σου.
Το παραμύθι είχε τελειώσει, η γιαγιά ήταν ο μεταμφιεσμένος λύκος, εμείς ήμασταν οι Κοκκινοσκουφίτσες και στον κυνηγό δεν μπορούσες να έχεις καμία εμπιστοσύνη. Πολύ μεγάλο το κόστος αυτής της υπαρξιακής σφαλιάρας στα τρυφερά μου μάγουλα. Εγώ βέβαια – το ξαναλέω, γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο – αναπνέω ακόμα, πιθανότατα από καθαρή τύχη, μία συνθήκη που ισχύει για πολλά πράγματα στη ζωή μου. Τελικά τι δουλειά είχε στα Εξάρχεια; Τι δουλειά έχω κι εγώ μερικούς δρόμους πιο πάνω, στο σπίτι μου; Τι δουλειά έχουμε όλοι; Να θυμόμαστε και να σεβόμαστε τη μνήμη αυτού του δεκαπεντάχρονου παιδιού, από το οποίο ο δολοφόνος του είχε πει πως δεν θα ζητούσε καμία συγγνώμη. Και κυρίως να μη ζούμε μέσα στην άγνοια. Φυσικά και η ζωή είναι όμορφη και δεν πρέπει να είμαστε διαρκώς μίζεροι. Άλλο μίζεροι, άλλο αφελείς.