«Μία ημέρα πριν από την εισβολή είχα meetings, η ζωή ήταν τέλεια, δούλευα πάνω σε κάποια projects. Ναι, δεν το περιμένεις ότι θα ξεκινήσει μια γενοκτονία στη μέση της Ευρώπης το 2022. Το βράδυ πριν από την εισβολή, τρώγαμε σε ένα ιταλικό εστιατόριο με φίλους, πίναμε ένα ωραίο κρασί μπαρόλο, μιλούσαμε για δουλειά. Πήγα για ύπνο και ξύπνησα στις 4 το πρωί με ένα κακό προαίσθημα. Αργότερα άκουσα την έκρηξη, γιατί το διαμέρισμά μου είναι στον 26ο όροφο. Πήρα τις γάτες μου και ταξιδιωτικά έγγραφα, τίποτε άλλο, καθόλου ρούχα, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και έφυγα. Τηλεφώνησα στους γονείς μου και είπα ότι θα πάω στο σύζυγό μου στην Αθήνα και ότι κι εκείνοι πρέπει να φύγουν από το Κίεβο, να πακετάρουν και να φύγουν αμέσως. Δεν με πίστεψαν, αρχικά η μητέρα μου είπε: “Ας μείνουμε εδώ, ίσως περάσει αυτό σύντομα”. Ευτυχώς, τους έπεισα και πήγαν στο εξοχικό μας στην ύπαιθρο, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Θέλoυν να είναι και κοντά στον αδελφό μου, ο οποίος παραμένει στη χώρα λόγω της επιστράτευσης. Οδηγούσα τρεις ημέρες μέχρι να φτάσω στα σύνορα, υπήρχε απίστευτη κίνηση. Πέρασα στην Πολωνία και πήρα αεροπλάνο για την Αθήνα».
Αφήνω τη Ναντία Σαποβάλ να μιλήσει, ενώ πίνουμε καφέ ένα παγωμένο πρωινό. Είναι η πρώτη φορά που γνωριζόμαστε, αν και η ίδια περνάει αρκετό καιρό τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, κυρίως τα καλοκαίρια στην Υδρα με τους καλλιτέχνες φίλους της. Την ακούω να αφηγείται τις πρώτες έξι ημέρες του πολέμου μέχρι να φτάσει στην Αθήνα όπου ζει ο σύζυγός της, ο ποδοσφαιριστής του Ιωνικού Ντμίτρο Τσιγκρίνσκι, ο οποίος πριν από μερικές εβδομάδες ύψωσε τη σημαία της Ουκρανίας μέσα στο γήπεδο μαζί με τους συναθλητές του ως ένδειξη συμπαράστασης στη χώρα του.
“Ο πόλεμος εξαφανίζει όλα τα άλλα που έχουμε γίνει. Το αν είσαι επιτυχημένος ή πόσα χρήματα έχεις στην τράπεζα δεν έχει πια σημασία. Μένεις με ότι είσαι μέσα σου”
«Χαίρομαι που ήμουν στο Κίεβο και το είδα με τα μάτια μου αυτό που γίνεται. Είναι για πάντα μαζί μου αυτή η εμπειρία, με άλλαξε για πάντα, με έκανε πιο ανθρώπινη. Ο πόλεμος εξαφανίζει όλα τα άλλα που έχουμε γίνει. Το αν είσαι επιτυχημένος ή πόσα χρήματα έχεις στην τράπεζα δεν έχει πια σημασία. Μένεις με ότι είσαι μέσα σου. Ο πόλεμος με άγγιξε και καθάρισε τη ματιά μου. Καταλαβαίνω τώρα ότι να πίνω καφέ και να μιλάω μαζί σου είναι ένα δώρο. Δεν είναι όμως αρκετό για μένα χωρίς τη χώρα μου και τη γη μου».
Οταν κάλεσαν τη Ναντία να αναλάβει τη διεύθυνση του ουκρανικού Marie Claire πριν από ένα χρόνο δέχτηκε υπό έναν όρο: να κυκλοφορήσει στην ουκρανική γλώσσα, γιατί έως τότε κυκλοφορούσε στα ρωσικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα ουκρανικό τεύχος που παρουσίασε με μοναδικό τρόπο τη σύγχρονη δημιουργική σκηνή της Ουκρανίας σε κάθε τομέα, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε ένα μοντέλο στο τεύχος παρά μόνο αληθινούς ανθρώπους. Ακόμη και στο εξώφυλλο βλέπαμε μια νέα γυναίκα που διατηρούσε φούρνο σε ένα χωριό, ως σύμβολο των αληθινών γυναικών.
Με πτυχίο δημοσιογραφίας και εξειδίκευση στις εκδόσεις βιβλίων, η Σαποβάλ είναι ένα ανήσυχο πνεύμα που αλλάζει διαρκώς πεδίο δράσης κυνηγώντας μόνο αυτό που τη γεμίζει, χωρίς να συμβιβάζεται με νόρμες. Από το 2010 και για τα επόμενα πέντε χρόνια εργάστηκε ως μοντέλο γυρίζοντας τον κόσμο σε Εβδομάδες Μόδας, φωτογραφήσεις, καμπάνιες, είδε το πρόσωπό της σε εξώφυλλα μεγάλων περιοδικών. Και μία ημέρα τα άφησε όλα: «Κατάλαβα ότι γίνομαι χαζή και εξαρτημένη από ατζέντηδες και μάνατζερ γύρω μου και ότι σίγουρα δεν είναι καθόλου του γούστου μου αυτή η ζωή. Αυτός ο κόσμος είναι πολύ ψεύτικος και δεν μπορούσα να είμαι μέρος του πια. Τα χρόνια που έκανα μόντελινγκ δεν υπήρχε ακόμα δυνατό Instagram, δεν είχες φωνή, ήσουν μέρος μιας μηχανής που χρησιμοποιούσε το σώμα σου και απλώς σε έστελνε σε όλο τον κόσμο. Φυσικά γνώρισα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους και έμαθα πώς γίνονται τα αληθινά editorials μόδας, γιατί δούλευα με κορυφαίους φωταγράφους, για μεγάλα διεθνή περιοδικά, και φοβερά έμπειρους στυλίστες. Υπήρχαν τρία δωμάτια με ρούχα. Οχι όπως τώρα που απλώς παραγγέλλουμε πέντε δείγματα από κάθε οίκο μόδας. Τότε υπήρχαν τεράστιες ποσότητες ρούχων, ατελείωτες τροχήλατες κρεμάστρες. Ηταν μια πραγματικά δημιουργική διαδικασία. Και έτσι έμαθα να δουλεύω και τώρα, κάθε φορά που συνεργάζομαι με περιοδικά. Παραγγέλλω και παραγγέλλω δείγματα. Και πάντα δυσανασχετούν: “Γιατί το κάνεις αυτό, γιατί παραγγέλλεις τόσα πολλά αφού δεν θα τα χρησιμοποιησεις όλα;”».
“Τα χρόνια που έκανα μόντελινγκ δεν υπήρχε ακόμα δυνατό Instagram, δεν είχες φωνή, ήσουν μέρος μιας μηχανής που χρησιμοποιούσε το σώμα σου και απλώς σε έστελνε σε όλο τον κόσμο”.
Οταν αφήνει το μόντελινγκ φεύγει για την Ιταλία και κάνει μάστερ στο Fashion Business και Brand Management στο Istituto Marangoni στο Μιλάνο. «Ξεκίνησα να εργάζομαι ως στυλίστρια γιατί είδα ότι με ενδιαφέρει περισσότερο να δουλεύω έξω παρά μέσα σε ένα γραφείο. Φωτογράφιζα για περιοδικά μόδας, στην Ουκρανία και στο εξωτερικό, έκανα καμπάνιες για brands, μέχρι που βίωσα κι εδώ μια υπαρξιακή κρίση. Ναι μεν ήμουν από την άλλη πλευρά της μόδας, δεν ήμουν το μοντέλο, αλλά η στυλίστρια, όμως και πάλι δεν έβγαζε νόημα για μένα αυτό. Και με κατέθλιβε. Τώρα πια δουλεύω ως creative director, έχω μια ιδέα και την υλοποιώ με τους δικούς μου όρους, καλλιτεχνικά».
Το δημιουργικό πνεύμα της βρίσκει έκφραση σε κάτι πιο χειροπιαστό: ιδρύει ένα brand κεραμικών που βασίζονται στην ουκρανική κληρονομιά, με εθνικά παραδοσιακά μοτίβα και σχήματα που μεταμορφώνονται σε μοντέρνες φόρμες. Τα κεραμικά που συνυπογράφει με την καλλιτέχνιδα, φίλη της και απόφοιτο του Saint Martins, Μάσα Ρέβα, ταξιδεύουν στο Salone del Mobile, στη London Design Week, σε χώρους τέχνης και καταστήματα από το Κίεβο έως το Παρίσι. Οι «Αφροδίτες» της, γυναικείες μορφές γονιμότητας, το ουκρανικό δοχείο για κρασί, οι ζωγραφισμένες πιατέλες, όλα βασίζονται στη λαϊκή τέχνη και μιλούν για τον ουκρανικό τρόπο ζωής και την κουλτούρα. Το brand γίνεται διεθνές και η ίδια στρέφει παράλληλα το ενδιαφέρον της σε κάτι μεγαλύτερο: στην καλλιτεχνική διεύθυνση projects που αφορούν τη διατήρηση του ουκρανικού φολκλόρ και της τέχνης, κάνοντας έρευνα αλλά και προσκαλώντας ξένα brands να έρθουν στη χώρα και να συνδημιουργήσουν κάτι εκεί, όπως έγινε με τον σουηδικό οίκο μόδας Rodebjer στην Εβδομάδα Μόδας της Κοπεγχάγης, όπου η Ναντία ανέλαβε όλη την καλλιτεχνική διεύθυνση και τη σκηνογραφία του σόου και όπου τα μοντέλα βγήκαν στην πασαρέλα κρατώντας τα κεραμικά της.
«Συνδέω κόσμους ουκρανικούς και διεθνείς, προσπαθώ να είμαι η γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους. Αυτή η γέφυρα τώρα καταστράφηκε. Το κέντρο της δουλειάς μου ήταν πάντα η Ουκρανία, γιατί τη λατρεύω, ποτέ δεν θέλησα να ζήσω στο εξωτερικό ή να γίνω πρόσφυγας. Σπούδασα στο εξωτερικό, αλλά ποτέ δεν πήρα την υποτροφία που κέρδισα για να παραμείνω και να δουλέψω στο εξωτερικό, γύρισα στο Κίεβο να χτίσω το πρόσωπο της Ουκρανίας που ήθελα».
“Η Ουκρανία ήταν μια χώρα όπου μπορούσες να βρεις τα πάντα: τέχνη, clubbing, εστιατόρια, είχαμε μια τέλεια ζωή, δεν είχαμε φτώχεια, δεν θέλαμε να περάσουμε τα σύνορα και να γίνουμε πρόσφυγες στην Ευρώπη”
Γεννημένη στο Κίεβο, παιδί δύο μελών της ουκρανικής ιντελιγκέντσιας (ο πατέρας καθηγητής του Πολυτεχνείου και η μητέρα βιβλιοθηκάριος), η Ναντία ανατράφηκε σε ένα σπίτι όπου η μόρφωση είχε πολύ υψηλή θέση και όπου υπήρχε έντονη διάθεση να διατηρηθούν η εθνική ταυτότητα και η γλώσσα που είχαν υποβαθμιστεί επί σοβιετικού καθεστώτος. Οι γονείς της, όπως και εκατομμύρια άλλοι πολίτες, έζησαν τη ματαίωση της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. που οδήγησε στην «επανάσταση της αξιοπρέπειας», όπως έμειναν στην Ιστορία τα γεγονότα του 2014, και στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. «Στην Κριμαία είχα περάσει όλα τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Ο παππούς μου ήταν αστρονόμος, ένας από τους κορυφαίους επιστήμονες στην Ουκρανία. Στην Κριμαία είχε αστεροσκοπείο όπου δούλευε τα καλοκαίρια και μας έπαιρνε μαζί του, οπότε η Κριμαία είναι πολύ προσωπική ιστορία για μένα. Κατά τη δεκαετία του ’60, όταν πέθανε ο Στάλιν και ανήλθε στην εξουσία ο Χρουστσόφ υπήρχε μια πενταετία σχετικής ελευθερίας, όπου καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και διανοούμενοι μπορούσαν να εκφραστούν ξανά. Οι παππούδες μου ήταν τότε στην ηλικία μου, την περίοδο που ήταν δυνατά αυτά τα κινήματα κατά της σοβιετικής καταπίεσης. Οι φίλοι τους, ζωγράφοι και άλλοι καλλιτέχνες, ήταν από τους πρώτους που μίλησαν ανοιχτά και εξέφρασαν την ουκρανική ταυτότητα, όμως αυτή η πολιτιστική άνοιξη τελείωσε γρήγορα. Λίγο αργότερα φυλακίστηκαν όλοι και πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Σοβιετικών, τα γκουλάγκ. Ηταν όλοι καλοί φίλοι του παππού και της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου, που ήταν γιατρός, έχασε τους καλύτερούς της φίλους τότε.
Η δημοκρατία στην Ουκρανία είναι μόλις 30 ετών, εγώ είμαι 32. Είμαστε η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε ανεξάρτητη Ουκρανία. Είμαστε δημοκράτες, θέλουμε να μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ουκρανία ήταν μια χώρα όπου μπορούσες να βρεις τα πάντα: τέχνη, clubbing, εστιατόρια, είχαμε μια τέλεια ζωή, δεν είχαμε φτώχεια, δεν θέλαμε να περάσουμε τα σύνορα και να γίνουμε πρόσφυγες στην Ευρώπη. Υπάρχουν οι άνθρωποι που σήμερα απολαμβάνουν το προνόμιο του να ζουν σε δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης, όπως και στην Ελλάδα. Αυτό μπορεί να χαθεί πολύ εύκολα. Θα πω ένα τελευταίο και θέλω να το βάλεις στη συνέντευξη. Οι άνθρωποι στην Ουκρανία πολεμούν για τις δικές σας αξίες: τη δημοκρατία, την αυτοδιάθεση. Πολεμάμε για αυτά τα ιδανικά και δεν μας βοηθά κανείς. Γιατί;».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην έντυπη έκδοση του Marie Claire Απριλίου που κυκλοφορεί.