Λίγα πράγματα στη ζωή μπορούν να σου δώσουν τη χαρά που σου δίνει η σπουδαία τέχνη. Χαρά, αίσθηση πληρότητας και ευφορίας επειδή παρακολούθησες κάτι σπουδαίο, αποτέλεσμα καλλιτεχνικού οράματος, αλλά και επίπονης, κουραστικής δουλειάς από ανθρώπους που παλεύουν ακόμη και ενάντια σε φυσικούς νόμους τελειοποιώντας τη μηχανή που είναι το ανθρώπινο σώμα, για να μας δώσουν κάτι που πολύ φτωχά θα περιγράψω ως μαγικό.

Αυτή είναι η περίπτωση του χορογράφου Damien Jalet και του σκηνογράφου Kohei Nawa, οι οποίοι, με τη συνδρομή των Tim Hecker στη μουσική και Yukiko Yoshimoto στους φωτισμούς, έφεραν στη σκηνή της Στέγης Ωνάση ένα ονειρικό θέαμα, μία παράσταση χορού που θα μείνει αξέχαστη σε όσους την παρακολούθησαν. Το καλλιτεχνικό όραμα των δύο δημιουργών ζωντάνεψαν 8 εξαιρετικοί χορευτές: Shawn Ahern, Karima El Amrani, Αιμίλιος Αράπογλου, Francesco Ferrari, Vinson Fraley, Thi Mai Nguyen, Astrid Sweeney, Ema Yuasa. Οχτώ πλάνητες, 8 ταξιδευτές σε ένα σύμπαν έτοιμο να γεννήσει και να γεννηθεί:

Μοιρασμένος ανάμεσα στο Βέλγιο και τη Γαλλία, ο χορογράφος Damien Jalet ξεκίνησε να δημιουργεί το έργο στην Ιαπωνία, στον απόηχο του καταστροφικού σεισμού και του τσουνάμι που έπληξε στη συνέχεια τη χώρα το 2011. Ο Jalet ξεκαθαρίζει ότι όταν δίνει στο έργο το όνομα Planet, δεν το παγιδεύει στη βαρύτητα ενός πλανήτη. Αντίθετα στρέφεται στην ετυμολογία της λέξης, από το ελληνικό ρήμα πλανώμαι (περιπλανιέμαι), και διαλέγει ένα άλλο από τα ουσιαστικά που απορρέουν από αυτό: πλάνης. Ο περιπλανώμενος, αυτός που περιφέρεται, μετακινείται. Οι δικοί του πλάνητες γεννιούνται μπροστά στα μάτια του κοινού, αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους, εξελίσσονται, αλλάζουν, μεταμορφώνονται, χορεύουν με τις δυνάμεις της φύσης. Σας άλλοι δερβίσηδες περιστρέφονται γύρω από τον άξονά τους με τα πόδια βουτηγμένα σε ένα έλος από φως και νερό.

Κατά τη διάρκεια της παράστασης δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τον Ησίοδο και τη Θεογονία του κι ας μην είναι θεοί αυτοί που βλέπω να ξεκολλάνε από τη ρευστή άμμο μπροστά στα μάτια μου, αλλά άνθρωποι που πασχίζουν να σταθούν στα πόδια τους, παλεύουν να πατήσουν στη γη, να νικήσουν τον άνεμο, να συγχρονιστούν, να συναντηθούν χωρίς να συγκρουστούν, να πορευτούν μαζί, να αντισταθούν στο βάρος της βροχής που τους οδηγεί πίσω στο χώμα. Όπως στον Ησίοδο, που μας λέει ότι από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η Νύχτα, το έργο ξεκινά στο απόλυτο σκοτάδι. Σιγά-σιγά τη σκηνή φωτίζει μια βροχή από αστερόσκονη, που γίνεται όλο και πιο αισθητή πριν δώσει τη σειρά της στο φως και 8 πλάσματα αναδυθούν από το χώμα -μια παραλία, την επιφάνεια της Γαίας ή ενός μεγάλου γιαπωνέζικου ζεν κήπου;. Φαντάζομαι πως ο καθένας μπορεί να δώσει και άλλη ονομασία σε αυτό το σεληνιακό τοπίο που γεννά τις φιγούρες των χορευτών λες και είναι αρχαίοι δαίμονες ή επισκέπτες από άλλους πλανήτες.

Η ένταση των ήχων, η δύναμη και ο ρυθμός των σωμάτων, το παιχνίδι των κοστουμιών που ασημίζουν καθώς το φως πέφτει πάνω τους, ανασύρουν μνήμες από κάτι αρχέγονο που δεν μπορεί παρά να κρύβεται στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων, μνήμες που μόνο μια performance με τόση εσωτερική δύναμη μπορεί να φέρει στο φως.
Ήταν μια μάχη αυτό που είδαμε; Κι αν ναι, υπήρξε νικητής; Ή μήπως ήταν όντως μια Θεογονία, με τους θεούς να αποδεικνύονται μικρότεροι της φύσης που τους γέννησε, κι αφού καλπάσουν στους ανέμους και δαμάσουν τα κύματα, να παραδίνονται τελικά στην ορμή μιας καταιγίδας και να οπισθοχωρούν προς το χώμα που τους γέννησε;