Εδώ και μερικές εβδομάδες παίζεται στο Εθνικό θέατρο μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια παραστάσεις που έχουμε δει στην Ελλάδα: «Η κληρονομιά μας» του πορτορικανικής καταγωγής Αμερικανού Μάθιου Λόπεζ, που βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, με Tony και με Olivier στο Broadway της Νέας Υόρκης και στο West End του Λονδίνου, ξεπερνά τις 6 ώρες.
Στο έργο, που μετέφρασε, διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος, παρακολουθούμε πρόσωπα και καταστάσεις που καθρεφτίζουν όσα συμβαίνουν στα μυθιστορήματα «Howard’s End» και «Maurice» του Ε. Μ. Φόρστερ και «Άγγελοι στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ. Μόνο που αυτή τη φορά οι πρωταγωνιστές είναι ελεύθεροι να είναι ο εαυτός τους -ή έτσι θέλουν να νομίζουν. Μέλη της gay κοινότητας του σύγχρονου Μανχάταν, βλέπουν την αλληλεγγύη που δημιουργούσε η διαφύλαξη μιας κοινής ταυτότητας να φθίνει καθώς οι ίδιοι μπαινοβγαίνουν σε σχέσεις οδηγούμενοι από ανασφάλεια.

Βλέπουμε ανθρώπους να μας περιμένουν μετά την παράσταση κλαίγοντας, για να μας διηγηθούν παρόμοιες ιστορίες
Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα, η ραχοκοκαλιά της «Κληρονομιάς», είναι ο Έρικ, ένας πιστός σύντροφος και φίλος, που θα περάσει από σαράντα κύματα μέχρι να βρει τον πραγματικό εαυτό του και την πολυπόθητη γαλήνη που πάντα επιζητούσε. Τον υποδύεται ο Άγγελος Μπούρας, που θεωρεί την «Κληρονομιά μας» «μία ωδή στην καλοσύνη. Αποδίδει δικαιοσύνη στο τέλος κι αυτό έχει μεγάλη σημασία», λέει χαμογελαστός και συνεχίζει γεμάτος από αγάπη για τον ήρωα που ζωντανεύει πάνω στη σκηνή: «Ο Έρικ είναι αυτός που ενσαρκώνει μία λέξη, της οποίας το νόημα έχει χαθεί λίγο στις μέρες μας. Ενσαρκώνει την ηθική. Ενσαρκώνει την αγάπη και την πίστη για την αξία της gay κοινότητας. Είναι παλαιομοδίτικο αυτό. Κάνει μία διαδρομή από τη σύγχυση και την αβεβαιότητα προς την αυτογνωσία και την αλληλεγγύη για την οποία μιλά η καρδιά του έργου». Η επιτυχία της παράστασης, εμφανής από την πρώτη εβδομάδα, τον γεμίζει χαρά.

«Έχει να κάνει πολύ με τους συμμετέχοντες. Βρεθήκαμε και κοιταχτήκαμε όλοι στα μάτια, με απόλυτη εμπιστοσύνη και γενναιότητα, μιλήσαμε ο καθένας για τις προσωπικές του εμπειρίες, που τελικά δεν έχουν φύλο. Οπωσδήποτε, δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην παράσταση gay, αλλά ανοιχτήκαμε τόσο πολύ ο ένας στον άλλον. Και φυσικά, με τον Γιώργο Χριστοδούλου (σ.σ. υποδύεται τον σύντροφό του) έχουμε μία από τις πιο ουσιαστικές συνεργασίες που είχα ποτέ σε αυτήν τη δουλειά. Τολμάει να έρχεται σε επαφή με το συναίσθημά του με έναν τρόπο που λίγοι ηθοποιοί θα επιχειρούσαν».
«Η τολμηρή θεματική του για τα ελληνικά δεδομένα και η μεγάλη διάρκεια του έργου, δεν θα επέτρεπαν, θεωρούσα, να βρει εύκολα το δρόμο για τη σκηνή», αναφέρει ο Γιάννης Μόσχος στο πρόγραμμα της παράστασης. Πιστεύεις ότι είναι τολμηρή αυτή η θεματική το 2025;
Για μένα όχι, ευρύτερα όμως, ναι. Είναι πολύ σημαντικό που ανεβαίνει αυτό το έργο στο Εθνικό θέατρο αυτή τη συγκεκριμένη ειδικά χρονική στιγμή που ο μεσαίωνας καραδοκεί σε αυτό που ονομάζουμε τέχνη. Υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις όταν μαθεύτηκε ότι θα ανέβει στο Εθνικό Θέατρο η συγκεκριμένη παράσταση. Και λες γιατί; Τι είναι τολμηρό, ότι κάποιοι άνδρες αγαπιούνται, μαλώνουν και παντρεύονται; Δεν καταλαβαίνω. Αλλά, ναι, ίσως είναι για μια κατηγορία ανθρώπων. Είναι ακόμα πικάντικο. Κι ας τα έχουμε δει όλα στο θέατρο… Στο κάτω- κάτω είναι ωραίο να μπορούμε να τολμάμε μέσα στη θεατρική σκηνή. Ποια άλλη σκηνή σου δίνει το δικαίωμα να υπάρχεις ελεύθερος; Ξέρεις τι συμβαίνει στο θέατρο; Όλα αλλάζουν με το που μπαίνει ο θεατής. Όλα αυτά που έχεις ετοιμάσει από πριν, εξαφανίζονται. Έλεγε ο Λευτέρης Βογιατζής, θυμάμαι, «το κοινό σήμερα δεν έχει ταλέντο». Είχε δίκιο με έναν τρόπο, γιατί στο θέατρο λειτουργεί η συμμετοχή, πρέπει να θέλει κι ο θεατής να το ζήσει, να έχει έρθει με σκοπό την ψυχαγωγία του. Είναι σαν να λες στον θεατή, “έλα τώρα να μοιραστούμε κάτι μεταξύ μας”». Βλέπουμε ανθρώπους να μας περιμένουν μετά την παράσταση κλαίγοντας, για να μας διηγηθούν παρόμοιες ιστορίες. Το πιο συγκινητικό είναι όταν έρχονται άνθρωποι εκείνης της γενιάς, που έχασαν δικούς τους στην επιδημία του AIDS.

Έμεινε πολύ έντονα στο μυαλό μου μια ατάκα από το έργο που ακούγεται προς το τέλος της παράστασης: «Δεν πρέπει να ζητάς αυτό που δικαιωματικά σου ανήκει». Νομίζω ότι με έναν τρόπο συνοψίζει το έργο. Εσύ πώς νιώθεις, είναι ή δεν είναι κατοχυρωμένο το δικαίωμα να αγαπάς;
Μα δεν είναι τραγικό να διεκδικείς το δικαίωμα στην αγάπη; Δεν θα έπρεπε να είναι αυτονόητο; Να δίνεις και να παίρνεις αγάπη φανερά… Σε ένα σημείο του έργου, λέει ο Έρικ “Θέλω να σταματήσω να αποφεύγω ό,τι με φοβίζει”. Ειδικά όσο μεγαλώνω, δεν θέλω να κρύβομαι από κανέναν και από τίποτα πια.
Στη Θεσσαλονίκη, λίγες μέρες μετά το Pride έγινε ένα Anti-Pride. Βγήκαν διάφοροι άντρες κρατώντας ελληνικές σημαίες και εικόνες της Παναγίας και του Χριστού, μαζί με τα παιδάκια τους, να διαδηλώσουν εναντίον των gay. Κι αυτό ήταν το πιο λυπηρό και το πιο ύποπτο, αυτό μου φέρνει τρόμο, που μια νέα γενιά γαλουχείται μέσα σε αυτό το τοξικό κλίμα
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θυμάσαι να φοβάσαι;
Το να μην είμαι αποδεκτός. Έχοντας ζήσει υπέροχα παιδικά χρόνια, με αποδοχή από την οικογένειά μου, στην ενήλικη ζωή μου τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται λίγο πιο άγρια και εκείνη η ασφάλεια άρχισε να χάνεται. Συνειδητοποίησα ότι θα πρέπει κάπου να ανήκω, θα πρέπει κάπως να κρύβομαι για να μπορέσω να αρέσω στους άλλους, με αποτέλεσμα να μην είμαι ο εαυτός μου… Ευτυχώς έκανα ψυχοθεραπεία και τα έλυσα αυτά. Βλέπεις, είχα και τον ρόλο του καλού παιδιού, που με καταπίεζε. Έτσι είχα μάθει από το σπίτι μου. Έχασα χρόνια για να μην γίνω αυτό που έλεγε ο Μηνάς Χατζησάββας, «πολύ κακός με πολλούς ανθρώπους». Έχασα χρόνια για να το καταλάβω αυτό.
Ήταν δάσκαλός σου ο Μηνάς Χατζησάββας;
Όχι, αλλά γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Τον γνώρισα γύρω στο 1995 μέσω της Μαρίας Κωνσταντάρου, που μου έκανε μαθήματα για να περάσω στη σχολή και έπαιζε μαζί του σε μια παράσταση στο Εθνικό. Ο Μηνάς ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους στο θέατρο. Ένας ηθοποιός 100 χρόνια μπροστά. Αναζητούσε συνέχεια το καινούργιο, ήθελε να αυτοσκανάρεται συνεχώς, να μην μένει σε τίποτα παλαιωμένο και παγιωμένο. Κλόνιζε συνέχεια, ρισκάροντας, μία στερεότυπη εικόνα που είχαν οι άλλοι και ο ίδιος για τον εαυτό του, στη ζωή και στο θέατρο. Αυτό θέλω να κάνω κι εγώ.
Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί σου στην υποκριτική;
Στη Σχολή ευτύχησα να έχω τον Λαζάνη, τον Κουγιουμτζή, την Άννυ Κολτσιδοπούλου, που μας έκανε Ιστορία Θεάτρου –ένας μαγικός άνθρωπος. Η ουσιαστική μου συνάντηση με αυτό που λέμε δασκάλους έγινε μέσα στη δουλειά. Για παράδειγμα, όταν συνεργάστηκα με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, το 2010 στην παράσταση «Του Κουτρούλη ο γάμος» στο Εθνικό. Θυμάμαι πράγματα που μου είχε πει, όπως ότι «ένα λάθος που το πιστεύεις, είναι καλύτερο από ένα σωστό που δεν το πιστεύεις». Ήταν μια φράση που μου άνοιξε καινούργιους δρόμους, στη ζωή και στο θέατρο. Ο Βασίλης μου έμαθε επίσης ότι «το ατελές γνωρίζει κάτι που το τέλειο το αγνοεί». Και μόλις κατάλαβα τι σημαίνει αυτό, νομίζω ότι έγινα καλύτερος ηθοποιός. Φυσικά, αυτό έγινε γιατί μεγάλωσα και όπως λέει πάλι ο Βασίλης, «ηθοποιός γίνεσαι μετά τα σαράντα. Γιατί παίζεις με τους τόκους αυτού που έχεις δώσει στο θέατρο».

Νιώθεις ότι όντως έγινες ο εαυτός σου μετά από κάποια ηλικία;
Ε, βέβαια. Τα τελευταία χρόνια είμαι ευγνώμων που έχω βρει τον εαυτό μου και αυτό έχει να κάνει με το ότι δεν φοβάμαι πια. Οι φόβοι με επισκέπτονται, απλώς, τους φιλτράρω και τους τοποθετώ στις θέσεις τους.
Έχω την αίσθηση ότι η δουλειά των ηθοποιών είναι παντρεμένη με το φόβο και την ανασφάλεια. Κάνω λάθος;
Όχι. Όμως τολμάω πλέον να βγαίνω μπροστά στο κοινό εκθέτοντας τον εαυτό μου με τον ίδιο τρόπο που τον εκθέτω στο σπίτι μου. Έχω μιας άλλης ποιότητας δημιουργικό άγχος… Σ’ αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο ερχομός των ανιψιών μου, που είναι σήμερα 6 και τεσσεράμισι, αγόρι και κορίτσι. Έχω πάρα πολύ καλή σχέση μαζί τους. Προσπαθώ να δημιουργήσω ισχυρούς ψυχοσυναισθηματικούς δεσμούς με τα παιδιά. Με έναν τρόπο μετακινήθηκα, και οι προτεραιότητές μου άλλαξαν κι αυτές. Και θέλω να συμβεί αυτό που λέει η παράστασή μας, η «Κληρονομιά»: Αν υπάρχει όντως μία κληρονομιά, θέλω αυτά τα παιδιά να θυμούνται, έναν θείο ατρόμητο, έναν γενναίο άνθρωπο. Γιατί, όσο περνούν τα χρόνια, βλέπω όλο και περισσότερους ανθρώπους με κατεβασμένους ώμους, ανθρώπους με σκυμμένο κεφάλι, που δεν αντιμετωπίζουν τη ζωή με γενναιότητα, αλλά φοβούνται σε πολλά επίπεδα.
Όταν ο Γιάννης Μόσχος σού πρότεινε τον ρόλο του Έρικ, του χαρακτήρα που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της «Κληρονομιάς», τι σκέφτηκες;
Σκέφτηκα από πού πρέπει να ξεκινήσω. Ο Έρικ είναι ένας χαρακτήρας που ενηλικιώνεται μέσα στο έργο. Αρχίζει κάπως, εξωστρεφής κοινωνικά, ανασφαλής συναισθηματικά, με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ώσπου φτάνει στην απόλυτη ωριμότητα, να γίνει ένας σοφός άνθρωπος, με ενσυναίσθηση, πιστός στις προσωπικές του αξίες, που δεν τις είχε αφήσει να ανθίσουν.

Πιστεύεις ότι στην πορεία της παράστασης οι θεατές ξεχνούν ότι έχουν να κάνουν αποκλειστικά με gay ήρωες;
Οι περισσότεροι θεατές μάς λένε ότι στο πρώτο μισάωρο ξεχνάνε ότι βλέπουν gay σχέσεις. Οι σχέσεις των ανθρώπων δεν έχουν φύλο, εμείς βάζουμε συνέχεια μία ταμπέλα. Ο τρόπος που εκφράζουμε τα συναισθήματά μας είναι ο ίδιος. Με τον ίδιο τρόπο μαλώνουμε, χωρίζουμε, ξανασμίγουμε. Η φιλία δεν έχει φύλο, η αγάπη δεν έχει φύλο, αμάν πια μ’ αυτό το να πρέπει να τοποθετούμαστε κάπου για να υπάρχουμε… Η παράσταση είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να μιλάμε στο κοινό, να αφηγούμαστε ουσιαστικά την ιστορία ανάμεσα στη δράση και δεν απευθύνεται μόνο σε gay κοινό. Απευθύνεται στους ανθρώπους που έχουν έρθει στο θέατρο για να τους συμβεί κάτι. Όπως κι εμείς, οι ηθοποιοί είμαστε οι μόνοι επαγγελματίες που πηγαίνουμε στη δουλειά μας για να μας συμβεί κάτι, που εδώ πραγματώνεται. Το βλέπω στα μάτια των ανθρώπων που μας παρακολουθούν και καταλαβαίνουν πόσο επιδραστική μπορεί να είναι μια παράσταση στις ανθρώπινες ψυχές.
Τα τελευταία χρόνια είμαι ευγνώμων που έχω βρει τον εαυτό μου και αυτό έχει να κάνει με το ότι δεν φοβάμαι πια. Οι φόβοι με επισκέπτονται, απλώς, τους φιλτράρω και τους τοποθετώ στις θέσεις τους.
Πώς ήταν αυτή η επί σκηνής εναλλαγή από το παίξιμο στην αφήγηση και πάλι πίσω στη δράση;
Η αφήγηση έχει έναν βαθμό δυσκολίας γιατί πρέπει να κοιτάς τον θεατή στα μάτια και να του λες την ιστορία χωρίς τερτίπια. Πρέπει να ξεγυμνωθείς απέναντι στον εαυτό σου, όχι μόνο στο θεατή. Λειτουργεί και για εμάς πολύ λυτρωτικά αυτό. Στο μονόλογο της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου, το μονόλογο μιας μάνας που έχασε το παιδί της, το οποίο δεν είχε αποδεχτεί, κοιτάζω κατάματα μαμάδες στο κοινό, που, για αδιευκρίνιστο για μένα λόγο, αισθάνονται περίεργα, δακρύζουν και κλαίνε με λυγμούς. Όταν είχε έρθει να δει την παράσταση η μαμά μου με τις φίλες της, τις κοίταζα στα μάτια. Μετά από το τέλος της παράστασης η μαμά μου είπε στην Αλεξάνδρα το καταπληκτικό, «τελικά εμείς οι γονείς δεν ξέρουμε τα πάντα για τα παιδιά μας». Αν καταφέρνουμε μες την παράσταση, να συνδεόμαστε, με αυτόν τον τρόπο με κάποιους ανθρώπους που βιώνουν ή έχουν βιώσει, ενδεχομένως, αυτά που αφηγούμαστε, αξίζει τον κόπο να κάνουμε αυτή τη δουλειά.
Ακούμε ιστορίες που διαδραματίστηκαν στα 80s, σε μια άλλη κοινωνία. Τι συνέβαινε στη δική μας την ίδια εποχή;
Είχαμε κι εμείς τέτοιες ιστορίες, αλλά ήταν άνδρες επιφανείς, τους τοποθετούσαμε διαφορετικά, δεν τους βάζαμε την ταμπέλα του gay, τους βάζαμε την ταμπέλα της ιδιότητάς τους. Ο μόδιστρος, ο μουσικός, ο καλλιτέχνης. Και της σπουδαιότητάς τους σε σχέση με το έργο τους. Γι’ αυτό και δεν πείραζε που ήταν gay. Πάντα είναι ταξικό το θέμα.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι ήρωες της «Κληρονομιάς» ανήκουν πολιτικά στον προοδευτικό χώρο ή ό,τι τελοσπάντων ορίζεται έτσι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πιστεύεις πως η αποδοχή της διαφορετικότητας συνδέεται παραδοσιακά με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους;
Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι η αποδοχή ή όχι του άλλου συνδέεται με το τι κουβαλάει ο καθένας ξεχωριστά μέσα του. Με ενδιαφέρει πιο πολύ αυτό, παρά το όποιο πολιτικό κομμάτι. Ακούσαμε κάτι δηλώσεις από κάποιους αριστερούς πολιτικούς στην Ελλάδα που έλεγαν ότι εναντιώθηκαν στην τεκνοθεσία από ομοφυλόφιλα ζευγάρια και πέσαμε λίγο απ τα σύννεφα. Έχει να κάνει με το πώς έχει μεγαλώσει ο καθένας. Μπορεί κάποιος να είναι βαθιά συντηρητικός και να είναι πολύ πιο απελευθερωμένος στη ζωή του, από κάποιον ο οποίος ανήκει στη λεγόμενη ελεύθερη αριστερά, στο ανοιχτόμυαλο κομμάτι της αριστεράς. Εγώ πιστεύω στους ανοιχτόμυαλους ανθρώπους. Δεν τους τοποθετώ αριστερά, δεξιά, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Δεν βάζω καμία ταμπέλα στους ανθρώπους, στο που ανήκουν.
Ωστόσο, αναγνωρίζεις, όπως ανέφερες, ένα ταξικό ζήτημα. Θέλω να πω, δεν είναι πιο εύκολο να είσαι ό,τι θέλεις αν ανήκεις στη μεγαλοαστική τάξη;
Ναι, έτσι είναι. Φυσικά, είναι και ταξικό, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής είναι ταξικά τα πράγματα. Και για την gay κοινότητα είναι διαφορετικό να μεγαλώνει ένα παιδί σε ένα χωριό όπου οι άνθρωποι έχουν περιορισμούς στα ερεθίσματα. Και είναι διαφορετικό να μεγαλώνεις στην ανοιχτωσιά του αστικού κέντρου, όπου μπορεί να συναντήσεις και ανθρώπους που θα σου ανοίξουν το μυαλό. Δεν έχω δεχτεί ποτέ bullying, αλλά αυτό είχε να κάνει με το σχολείο που πήγα και την περιοχή που μεγάλωσα. Δεν συμβαίνει το ίδιο σε όλες τις γειτονιές. Υπάρχουν περιοχές που δεν είναι αυτονόητα τα πράγματα.

Αν και το θέατρο και οι τέχνες γενικότερα ήταν ανέκαθεν ένας ασφαλής χώρος για τη διαφορετικότητα, τα τελευταία χρόνια μάθαμε πώς δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Κάποιοι άνθρωποι παίρνοντας εξουσία νομίζουν ότι μπορούν να κακοποιήσουν, να χειραγωγήσουν, να εκμεταλλευτούν, να ασκήσουν πάνω σου κάθε είδους βίας, ακόμη και στο θέατρο. Ευτυχώς που τόλμησαν κάποιοι να μιλήσουν και να βγουν μπροστά, να εκτεθούν. Μπήκε πλέον μία σωστή επαγγελματική βάση, υπάρχουν κάποια όρια που δεν πρέπει να ξεπερνιούνται.
πιστεύω στους ανοιχτόμυαλους ανθρώπους. Δεν τους τοποθετώ αριστερά, δεξιά, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό.
Η παράσταση αναφέρεται στη διαμαρτυρία ορόσημο του Stonewall Inn που αποτελεί σημείο αναφοράς για την απελευθέρωση των gay στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα υπήρξε ποτέ μια τέτοια στιγμή;
Τα τελευταία χρόνια γίνεται αυτό. Πολύ πρόσφατα ασχοληθήκαμε με τα δικαιώματα των gay στην Ελλάδα. Κάποιοι άνθρωποι με δημόσιο λόγο, τόλμησαν και βγήκαν μπροστά. Λέμε ότι έχουμε κάνει τεράστια βήματα, ότι είμαστε πιο απελευθερωμένοι. Μεταξύ μας όμως, στο μικρόκοσμό μας. Εκεί έξω, υπάρχουν άνθρωποι, όπως λέει ο Έρικ, «που μας μισούν με φανατισμό, που ακόμα μας κοιτάνε σαν να έχουμε ουρά και αυτιά ζώου, και που μας θεωρούν καρικατούρες». Έτσι είναι. Και λυπάμαι τρομερά. Κάθε μέρα στην παράσταση, που ο Έρικ αναρωτιέται τι σημαίνει σήμερα να είσαι ένας gay άντρας, προσπαθώ να απαντήσω κι εγώ ο ίδιος. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει τεράστια βήματα, ως προς την αποδοχή και το να τολμάμε να βγούμε έξω και να πούμε «είμαι gay». Στη Θεσσαλονίκη, λίγες μέρες μετά το pride έγινε ένα Anti-Pride. Βγήκαν διάφοροι άντρες κρατώντας ελληνικές σημαίες και εικόνες της Παναγίας και του Χριστού, μαζί με τα παιδάκια τους, να διαδηλώσουν εναντίον των gay. Κι αυτό ήταν το πιο λυπηρό και το πιο ύποπτο, αυτό μου φέρνει τρόμο, που μια νέα γενιά γαλουχείται μέσα σε αυτό το τοξικό κλίμα… Μόνο εδώ, στην Ελλάδα βλέπουμε κάτι στον δρόμο που είναι «διαφορετικό» και γυρίζουμε το κεφάλι μας. Σε καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα δεν συμβαίνει. Μόνο εδώ μας φαίνονται όλα τρομερά. Και λες, καλά, σε ενοχλεί η εμφάνιση ή η συμπεριφορά ενός ανθρώπου και δεν σου φαίνεται τρομερό το έγκλημα στα Τέμπη; Δεν σου φαίνεται τρομερό, ότι ο βιαστής, ο παιδόφιλος είναι έξω από τη φυλακή; Ότι κυκλοφορούν ελεύθεροι κακοποιητές γυναικών; Και ασχολείσαι με το αν κάποιος είναι gay ή όχι!
Θέλω να γεράσω ανάμεσα σε φίλους. Η σχέση με τους φίλους μου είναι η πιο μεγάλη μου επιτυχία.

Η φιλία είναι πολύ ψηλά στο αξιακό σύστημα του ήρωα που υποδύεσαι. Το ίδιο συμβαίνει και σε σένα;
Έχω φίλους από το νηπιαγωγείο. Οι φίλοι μου είναι, πέρα από τη μητέρα, τον αδερφό και τα ανίψια μου, η οικογένειά μου. Είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και επενδύω σε αυτούς καθημερινά.
Υπάρχει ένας τόπος όπου επιστρέφεις συχνά, ο οποίος είναι το καταφύγιό σου;
Πάω στην Καρδαμύλη κάθε χρόνο, είναι το σημείο αναφοράς μου. Πηγαίναμε συχνά εκεί από την Καλαμάτα, τόπο καταγωγής του μπαμπά μου. Είμαι εκεί σχεδόν τριάντα χρόνια. Νοικιάζω ένα σπίτι πάνω στη θάλασσα, είναι το ησυχαστήριό μου, το χωριό μου.
Τι άλλο σου έδωσε αυτό το «χωριό»;
Αγάπη, ανοιχτές αγκαλιές από ανθρώπους, που δεν εκδηλώνονται εύκολα, όπως είναι οι Μανιάτες, και έχω χτίσει εκεί μια σχέση με τους ανθρώπους που δεν μένει στα όρια των καλοκαιρινών διακοπών, αλλά είναι μέσα στη ζωή μου.

Από ποιες πρώτες ύλες φτιάχνεις σχέσεις που αντέχουν στο χρόνο;
Η ζωή δεν έχει καμία σημασία εάν δεν μπορείς να την μοιράζεσαι. Δεν αντέχω να μην μοιράζομαι τις χαρές, τις στεναχώριες μου με τους άλλους. Όταν μοιράζομαι τη χαρά, είναι διπλάσια. Όταν μοιράζομαι τη λύπη, μειώνεται στο μισό. Οι φίλοι μου είναι ο καθρέφτης μου. Είμαι απόλυτα αληθινός και τους έχω επιλέξει και μένουν δίπλα μου ακριβώς γι’ αυτό. Ξέρουν για μένα τα πάντα και δεν έχω κρυφτεί ποτέ από αυτούς. Μπορεί να έχω κρυφτεί από τον εαυτό μου, από αυτούς όμως δεν έχω κρυφτεί ποτέ. Και φυσικά, δεν αφήνω αυτό που έχουμε φτιάξει μεταξύ μας να ξηλωθεί. Με το που θα δω ότι κάτι πάει να χαλάσει, θα επέμβω την ίδια στιγμή και θα το φτιάξω. Θέλω να γεράσω ανάμεσα σε φίλους. Η σχέση με τους φίλους μου είναι η πιο μεγάλη μου επιτυχία.
Στο θέατρο, ποια είναι μια τέτοια μεγάλη επιτυχία, ένας ρόλος, μία παράσταση;
Είμαι τυχερός, έκανα ρόλους που ήθελα πολύ να κάνω. Η μία δουλειά έφερνε την άλλη και ευτυχώς γιατί θα ήμουν φρικτός σε οντισιόν, δεν είμαι καθόλου ανταγωνιστικός. Ευτυχώς, επίσης, είχα την τύχη να δουλέψω με σκηνοθέτες που θαύμαζα. Είμαι τυχερός και ευγνώμων. Έχω δουλέψει με τον Παπαβασιλείου, τον Βογιατζή, τον Τσιάνο, τον Μπέζο, τον Ευαγγελάτο… Είμαι πλήρης, ως νέος ηθοποιός είχε η ματιά μου να ακουμπήσει κάπου. Αν ξεχώριζα έναν ρόλο, αυτός θα ήταν ο κομπέρ στην «Όπερα της πεντάρας» με τον Γιάννη Μπέζο σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη.
Ας κλείσουμε με μια φανταστική ερώτηση. Πού θα πήγαινες τον Έρικ στην Αθήνα, σήμερα;
Θα τον πήγαινα μία πολύ μεγάλη βόλτα στο κέντρο της Αθήνας, που μου αρέσει τρομερά, για να δει την Ακρόπολη. Στο τέλος θα τον καλούσα στη βεράντα μου να του μαγειρέψω κάτι. Γιατί για μένα η έννοια της φιλοξενίας έχει να κάνει με το σπίτι. Θα του μαγείρευα κάτι με πάρα πολύ αγάπη. Όπως ο Έρικ έχει ένα ανοιχτό σπίτι για όλους, έτσι κι εγώ θέλω το σπίτι μου να είναι ανοιχτό, ένα καταφύγιο θαλπωρής και αγάπης.
Η “Κληρονομιά μας” θα παίζεται στο Εθνικό Θέατρο -σκηνή Νίκος Κούρκουλος έως την 1η Ιουνίου.
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη έως Σάββατο στις 20.00 (Τετάρτη & Παρασκευή Α’ Μέρος/ Πέμπτη & Σάββατο Β’ Μέρος)
Κυριακή στις 17.00 (Α’ & Β’ Μέρος σε ενιαία παράσταση).