Ο Ερντογάν ήρθε, έφυγε και στα επιγενόμενα της επίσκεψης αυτής καλούμαστε να κάνουμε τον απολογισμό της. Να αποτιμήσουμε τα κέρδη και τις ζημιές του σκληρού πόκερ που εκτυλίχθηκε μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Το διπλωματικό αυτό στοίχημα, όμως, φέρνει στην επιφάνεια και μία άλλη πολιτική αρένα που συχνά πυκνά μπαίνει σε δεύτερο ρόλο, σχεδόν διακοσμητικό. Αυτή της αναμέτρησης των πρώτων κυριών που μέσα στα ταγιέρ και στα ασφυκτικά κοκτέιλ φορέματά τους οφείλουν να είναι προσηνείς, αλλά συνάμα απροσπέλαστες, συμπαθείς, χαριτωμένες, ετοιμόλογες, διακριτικές, άνετες και ικανές για small talk. Παρά τις αβρότητες, πάντα οφείλουν να παραμένουν σε θέση ετοιμότητας, ακόμα και να μετατραπούν αν αυτό κριθεί απαραίτητο σε σε υπερ- όπλο πολιτικών τακτικισμών.
Κάτι τέτοιο αποτυπώθηκε ξεκάθαρα και στην περίπτωση της Εμινέ Ερντογάν, κατά τη διάρκεια της 48ωρης παραμονής της στην Ελλάδα. Η θεωρούμενη ως χαμηλοβλεπούσα σύζυγος του Τούρκου προέδρου πρωταγωνίστησε σ΄ ένα σκληρό πολιτικό ροκ. Η δική μας πρώτη κυρία ανταπεξήρθε με νηφαλιότητα και σχετική αποτελεσματικότητα στην κατάσβεση της φωτιάς. Αμέσως μετά την υποδοχή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Προεδρικό Μέγαρο παίχτηκε μια λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο προέδρων, που ακόμα και η διπλωματική αβρότητα του λόγου τους δεν μπορούσε να κρύψει τα «λυμένα ζωνάρια».
Η Εμινέ κλήθηκε να πάρει πάνω της τον χειρισμό της κατάστασης. Η τουρκική αντιπροσωπεία επέλεξε να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της μέσω αυτής. Ως αποτέλεσμα αυτού, ακύρωσε όλες τις προγραμματισμένες εμφανίσεις της, χρησιμοποιώντας μία προσχηματική αδιαθεσία. Οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής, δημιούργησαν μία πρωτοφανή αναστάτωση. Η σύζυγος του προέδρου της δημοκρατίας «έφαγε πόρτα».
Η συνάντησή της ακυρώθηκε, ενώ η Μπέτυ Μπαζιάνα, υποκύπτοντας σ’ ένα μπρα ντε φέρ γένους θηλυκού, αναγκάστηκε να προσέλθει η ίδια στο ξενοδοχείο που φιλοξενούσε την κυρία Ερντογάν. Η παραμονή της εκεί διήρκησε 50 λεπτά. Όταν τελικά η Εμινέ εμφανίστηκε στο επίσημο δείπνο, δεν έμεινε ασχολίαστο πως δεν χάρισε ούτε ένα χαμογελαστό κλικ στους φωτογράφους. Ούτε έστω ένα μειδίαμα, παραμένοντας ανέκφραστη και παγωμένη. Οι σύντροφοι των ηγετών έχουν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι που δεν επέλεξαν. Μία προκρούστεια κλίνη. Η συμμετοχή τους δεν περιορίζεται στο να ανεβάζουν τις μετοχές των συζύγων τους, βελτιώνοντας το δημόσιο προφίλ τους. Ταξιδεύουν, εκπροσωπούν την χώρα τους, ανταλλάσσουν απόψεις και σε κάποιες περιπτώσεις λειτουργούν και ως εκτελεστικοί βραχίονες του εκάστοτε ηγέτη, λειτουργώντας ακόμα και ως σκιώδεις πρωθυπουργοί-πρόεδροι. Όσο, όμως, και να υιοθετούν έναν ρόλο που μπορεί να μην κρίνει το πολιτικό αποτέλεσμα αλλά σίγουρα τις εντυπώσεις- διατηρούν, όμως, τον χαρακτήρα τους, ακόμα και υπό την πίεση ενός ασφυκτικού πλαισίου. Γι’ αυτό και εν τέλει καμία εγχώρια πρώτη κυρία δεν μοιάζει με την άλλη. Έχουμε τόσες: φιλόδοξες, παρεμβατικές, χαμηλών τόνων, παθητικές, αναρχοαυτόνομες και πολλές ακόμα.
Ας θυμηθούμε την Αμαλία Μεγαπάνου – Κανελλοπούλου: κρατάει ακόμα τα σκήπτρα της εθνικής πρώτης κυρίας, κυρίως για το απαράμιλλο στυλ και την φινέτσα της. Ο αμερικανικός τύπος, μάλιστα, μετά από μία επίσκεψή της εκεί την αποκάλεσε «Ζακλίν της Ελλάδας». Η κομψότητά της συγκρίθηκε με εκείνη της Τζάκι Κένεντι. Αυτή ήταν που κέρδισε τον δύσκολο και κατά πολλούς άξεστο Κωνσταντίνο Καραμανλή. Εξάλλου, η Ανιψιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου αποτέλεσε ένα από τα σκαλοπάτια πάνω στα οποία πάτησε ο φιλόδοξος πολιτικός, όσο ακόμη βρισκόταν στην απαρχή της πολιτικής διαδρομής του. Ο δύσκολος χαρακτήρας του, όμως, και η άρνηση της αστής Αμαλίας να παραμείνει δεύτερο βιολί (ποιος μπορεί να ξεχάσει το περίφημο «σκάσε, Αμαλία!» που ξεστόμισε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενώ εκείνη στεκόταν πλάι του στο μπαλκόνι από όπου ο ίδιος θα έβγαζε λόγο) οδήγησαν στον χωρισμό τους.
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου διεκδίκησε έναν πολύ πιο ενεργό πολιτικό ρόλο, κάτι άγνωστο για τα τότε ελληνικά δεδομένα. Κέρδισε το προσωνύμιο «η φεμινίστρια πρώτη κυρία» Ήταν αυτή που όχι μόνο συνόδευε τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε ό,τι αφορά τον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών, μεταξύ αυτών η κατάργηση του θεσμού της προίκας, η θέσπιση του πολιτικού γάμου, η δυνατότητα διατήρησης του επωνύμου των γυναικών μετά το γάμο τους. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ακόμα και σήμερα της καταλογίζουν υπέρμετρη φιλοδοξία, αλλά και αρκετές παρεμβάσεις στα εσωτερικά του ΠΑΣΟΚ.
Η Μαρίκα Μητσοτάκη αν και επέμεινε όλη της την ζωή ότι περιορίστηκε στα παιδιά και στην κουζίνα της. Η περίφημη μαγειρική της, μάλιστα, αποτέλεσε ένα πολιτικό εργαλείο, κερδίζοντας φίλους, ακόμα και πολιτικούς αντιπάλους. Ήταν παρούσα στις σημαντικότερες συναντήσεις του συζύγου τους, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προσέγγιση Μητσοτάκη, Φλωράκη και Κύρκου για το σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη και για το φημολογούμενο χαστούκι στον Σταύρο Δήμα, τότε υπουργό Βιομηχανίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η Δάφνη Σημίτη εμφανιζόταν στο προσκήνιο να περιορίζεται στον ρόλο της συνοδού, επαναφέροντας έναν παλαιότερο τύπο της πρώτης κυρίας, σε αυτόν που ασχολείται με τα του οίκου της και όχι με τα κοινά. Στο παρασκήνιο, όμως, ασκούσε μεγάλη επιρροή στον σύζυγό της και καθόριζε κατά πολύ την επιλογή προσώπων σε καίριες πολιτικές θέσεις.
Η Νατάσσα Καραμανλη γέννησε ελπίδες ότι θα αποτελούσε την ελληνική εκδοχή της Lady D. Κάτι, όμως, που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Η Άντα Παπανδρέου είχε άποψη και παρασκηνιακή δράση, αλλά δημοσίως δεν υπερέβη ποτέ τον ρόλο της. Τη Γεωργία Σαμαρά, σύζυγο του Αντώνη Σαμαρά, δύσκολα θα την αναγνώριζε κανείς στο δρόμο. Και να, που τώρα φτάσαμε στις δύο κυρίες Περιστέρα Μπαζιάνα και Μαρέβα Γκραμπόφσκι, οδηγούμενοι υποχρεωτικά στη σύγκρισή τους. Η νυν και η εν δυνάμει διάδοχός της. Δύο γυναίκες που έχουν ταυτιστεί με την τωρινή πολιτική ζωή της χώρας, χωρίς όμως να συμμετέχουν άμεσα σ’ αυτήν. Αφοσιωμένες στην οικογένειά τους, πάντα στο πλευρό των συζύγων τους και αυτόνομα επιτυχημένες: η μία ακολουθώντας ακαδημαϊκή καριέρα και η άλλη κατακτώντας τον επιχειρηματικό κόσμο. Και οι δύο, όμως, κεκαλυμμένα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, περιμένοντας το επόμενο κέλευσμα.