Στις 26 Μαρτίου, την ημέρα που ανέβηκε το «Unorthodox» στο Netflix, η ζωή μου -υποθέτω όλων μας- είχε έναν δυστοπικό χαρακτήρα, λίγο σαν το εβραϊκό γκέτο της Νέας Υόρκης. Τη στιγμή που εμείς ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι, η πρωταγωνίστρια ήταν εγκλωβισμένη σε έναν παραδοσιακό χασιδικό γάμο από τα 18 της, με έναν άνδρα που είχε δει μόνο μία φορά, με τον οποίο έπρεπε να συνευρεθεί με θρησκευτικό τελετουργικό και να κάνει πολλά παιδιά, όπως όλες οι γυναίκες των υπερορθόδοξων Εβραίων. Μένει στο Γουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν, σε μία γειτονιά με 57.000 Χασιδίμ, από τα συνολικά 2 εκατομμύρια Εβραίων της Νέας Υόρκης. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Μανχάταν υπάρχει ένας κόσμος που ζει στον 19ο αιώνα, μιλάει yiddish (την από τα γερμανικά προερχόμενη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης) και δεν ξέρει τι είναι το Google. Οι άνδρες φορούν μακριά μαύρα σακάκια και τεράστια γούνινα στράιμελ από τα οποία κατεβαίνουν τα στριφογυριστά κοτσίδια τους, όλα στοιχεία προσδιορισμένα από την ανάγνωση της Βίβλου. Ασχολία τους είναι η Γιεσίβα, η ακαδημία όπου μελετάνε το Ταλμούδ (δηλαδή τις διδαχές των ραβίνων από την προχριστιανική εποχή έως τον 5o μ.Χ. αιώνα), στην οποία είτε φοιτούν, είτε διδάσκουν. Οι γυναίκες, που απαγορεύεται να δείχνουν δημόσια τα μαλλιά τους, ξυρίζουν το κεφάλι τους την ημέρα του γάμου τους και φορούν μαντίλα ή σάιτελ (περούκα). Εκείνοι προσεύχονται δύο φορές την ημέρα στη συναγωγή απαγγέλλοντας ψαλμούς (από εκεί βγήκε η έκφραση «Χάβρα των Ιουδαίων») κινώντας το σώμα τους μπρος-πίσω.Εκείνες είναι νοικοκυρές. Κάθε χρόνο στο Γουίλιαμσμπεγκ γίνονται 900 γάμοι ανάμεσα σε νέους 18 έως 21 ετών. Επίσημος μέσος όρος παιδιών ανά οικογένεια: οκτώ. Στη σειρά η πρωταγωνίστρια λέει ότι οι γυναίκες στην κοινότητά της πρέπει να κάνουν πολλά παιδιά για να αποσβέσουν τις απώλειες στη γενοκτονία του Ολοκαυτώματος.Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα.
Μόνο που στην πράξη έχει διάφορους αντίκτυπους. Η περιοχή είναι τόσο πυκνοκατοικημένη ώστε ο κορωνοϊός τη χτύπησε σαν βιβλική πληγή και εκτόξευσε τα ποσοστά θνητότητας ολόκληρης της Νέας Υόρκης. Ένας κάτοικος, ο Σουλίμ Λάιφερ, είπε στους New York Times: «Στην αρχή πέθανε ο θείος μου, μετά η γιαγιά μου, μετά δύο ξαδέρφια μου. Ο κύριος που έμενε δίπλα μας στο πατρικό μου υπέκυψε και μετά ο γείτονας από την άλλη μεριά.Δεν υπάρχει χασιδική οικογένεια που να μη θρηνεί θύματα». Στις 29 Απριλίου, παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, η Bedford Avenue κατακλύστηκε από εκατοντάδες Χασιδίμ, μόνο άνδρες με μαύρα σακάκια, καπέλα, κοτσιδάκια και χειρουργικές μάσκες, που συνόδευαν τη νεκρική πομπή του ραβίνου Τσάιμ Μερτζ, θύμα του COVID-19.Θα μπορούσε να είναι σκηνή από το «Unorthodox», όμως συνέβη στ’ αλήθεια.Ο δήμαρχος Μπιλ ντε Μπλάζιο κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό βλέποντας το συνωστισμό και τις πιθανές επιπτώσεις του στη διασπορά του ιού και έβγαλε έκτακτο διάγγελμα.
Θρησκευτική πρόσφυγας
Διαβάζοντας κανείς για το «Unorthodox» καταλαβαίνει ότι όχι απλώς είναι πέρα ως πέρα αληθινό, αλλά και ότι αποτυπώνει μόνο ένα κλάσμα από το πόσο μπορεί να καταπιεστεί η προσωπικότητα μιας γυναίκας, προφανώς και ενός άνδρα, μέσα στο πλαίσιο της υπερορθόδοξης κοινότητας των Χασιδίμ. Η Έστι, παιδί ενός αλκοολικού πατέρα και μιας μητέρας που το έσκασε από τη θρησκευτική ομάδα αρνούμενη να συμμορφωθεί με τους κανόνες της, μεγαλώνει με τη γιαγιά και τον παππού της.Δεν πηγαίνει σχολείο, μόνο κρυφά καταφέρνει να παρακολουθήσει μαθήματα πιάνου. Η θεία της κανονίζει να παντρευτεί τον Γιάνκι Σαπίρο, αν και η μητέρα του αντιδρά στην ιδιαίτερη οικογενειακή κατάσταση της νύφης. Ο γάμος γίνεται και παρά τις προσπάθειες του συζύγου επί ένα χρόνο (ο οποίος φοράει την πουκαμίσα ταλίτ στις πιο αμήχανες σκηνές σεξ που έχουν γυριστεί ποτέ), εκείνη δεν μένει έγκυος.Η πεθερά πιέζει συνεχώς για παιδί, ώσπου η Εστι κρύβει ένα πακέτο με τις οικονομίες της μέσα από τα ρούχα της και το σκάει ένα μεσημέρι από το Γουίλιαμσμπεργκ για το Βερολίνο, όπου ζει η μητέρα της.Η τιμή των πεθερικών και της κοινότητας πληγώνεται και ο άνδρας της μαζί με τον ξάδερφό του αρχίζουν να την κυνηγούν.
Η 33χρονη σήμερα Ντέμπορα Φέλντμαν είναι στην πραγματικότητα η Έστι, που κυκλοφόρησε την περιπέτειά της σε βιβλίο το 2012 με τίτλο Unorthodox: The Scandalous Rejection of my Hasidic Roots. Μεγάλωσε στο Γουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν μαζί με τον παππού και τη γιαγιά της, που ήταν επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, καθώς η μητέρα της είχε εκδιωχθεί από την κοινότητα και ο πατέρας της ήταν πνευματικά ανάπηρος. Όπως όλα τα κορίτσια, ανατράφηκε ώστε να είναι θεοσεβούμενη, χωρίς πρόσβαση στην τυπική αμερικάνικη εκπαίδευση, αλλά με βιβλία που έκρυβε κάτω από το κρεβάτι της ώστε να μην υποπτευτούν οι παππούδες την περιέργειά της για τον κόσμο. Παντρεύτηκε από προξενιό στα 17 και έγινε μητέρα στα 19.
Η στιγμή που έφερε τον γιο της στον κόσμο την ταρακούνησε. «Είδα το μέλλον να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου.Τρόμαξα στη συνειδητοποίηση ότι θα μετέφερα όλα αυτά που θεωρούσα καταπίεση σε έναν αθώο άνθρωπο». Έπεισε τον άνδρα της ότι ήθελε να κάνει μαθήματα οργάνωσης για να τον βοηθήσει στα εισοδήματα του σπιτιού και μετακόμισαν έξω από το Γουίλιαμσμπεργκ. Στα κρυφά πήγαινε στο κολέγιο και άρχισε να φοράει τζιν και ψηλά τακούνια. Το 2010 πήρε τον γιο της και το έσκασαν, διακόπτοντας κάθε επικοινωνία με τους Χασιδίμ. Έμεινε για δύο μήνες σε ένα φιλικό σπίτι και προσέλαβε δικηγόρους ώστε να μη χάσει την κηδεμονία του παιδιού. Ξεκίνησε το μπλόγκινγκ και το 2012 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία της, που έγινε αμέσως best seller. Το 2014 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο συνεχίζοντας να εργάζεται ως συγγραφέας στο δεύτερο βιβλίο της με τίτλο Exodus: A memoir. «Φτάνοντας στην Ευρώπη ως θρησκευτική πρόσφυγας και αναζητώντας τη διαδρομή της γιαγιάς μου στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, βρήκα τους μυστηριώδεις δεσμούς που με έδεναν με τη θρησκεία και την οικογένεια, αυτούς που πρέπει κάθε άνθρωπος να σπάσει για να βρει τον αληθινό του εαυτό».
Οι επιζήσαντες
Μια θρησκευτική διδαχή όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζονται μόνο ως εργαλεία αναπαραγωγής είναι η εφιαλτική πραγματικότητα για εκατομμύρια μάνες στους κόλπους των Χασιδίμ στη Νέα Υόρκη και το Ισραήλ, κάτι που αποτυπώνεται και στην εβραϊκή σειρά του Netflix «Οικογένεια Στίσελ», γυρισμένη στην Ιερουσαλήμ. «Το χειρότερο στίγμα σε αυτή την κοινότητα είναι η στειρότητα. Οι γυναίκες που δε μπορούν να γεννήσουν παιδιά υποβιβάζονται στη χαμηλότερη θέση στην κοινωνία και αντιμετωπίζονται ως εντελώς άχρηστες, περιττές, σκουπίδια», λέει η Φέλντμαν. Ωστόσο οι υπερορθόδοξοι κύκλοι αντέδρασαν. «Υπάρχουν στοιχεία στο βιβλίο που οι Χασιδίμ αμφισβητούν», γράφει η Huffington Post. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιος έχει δίκιο. Ένα όμως είναι βέβαιο: οι άνδρες που δεν μπορούν να ζήσουν ισότιμα με τις γυναίκες δεν αξίζουν να ζούμε μαζί τους. Σίγουρα πολλά κορίτσια στο Μπρούκλιν διαβάζουν σήμερα αυτό το βιβλίο και το κρύβουν κάτω από το στρώμα τους. Μπορεί κάποια να σκέφτονται για πρώτη φορά τη δική τους απόδραση».
Το αυτονόητο είναι η ευθύνη να βαραίνει τους θύτες, δηλαδή τους άνδρες, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όταν η Ντέμπορα Φέλντμαν πήρε ένα μάθημα Φεμινιστικής Φιλοσοφίας στο κολέγιο, οι συμφοιτήτριές της την κοίταζαν σαν εξωγήινη και της έλεγαν «ξέφυγες από την πατριαρχία», αυτό δηλαδή που πιστεύουν όλοι για την κοινωνική οργάνωση των Χασιδίμ. «Εγώ τους απαντούσα πως ναι, έμοιαζε πατριαρχία, αλλά χωρίς άνδρες. Οι άνθρωποι που με έβλαψαν περισσότερο στη ζωή μου ήταν η θεία μου, η πεθερά μου, οι δασκάλες μου στο κατηχητικό, οι γυναίκες στη μίκβα (τα λουτρά όπου γίνεται η κάθαρση τις γόνιμες μέρες του μήνα), η δασκάλα του καλάχ (που προετοιμάζει τις νύφες για το γάμο) και η θεραπεύτρια του σεξ (που παρεμβαίνει όταν ένα ζευγάρι δεν τεκνοποιεί). Οι γυναίκες ήταν αυτές που με πόνεσαν περισσότερο και με πρόδωσαν. Είχα τόσο λίγη επικοινωνία με τους άνδρες ώστε δεν μπόρεσα να καταλάβω πολλά, εκτός από το ότι είναι πολύ παθητικοί και κολλημένοι».
Η κοινότητα στην οποία μεγάλωσε η Φέλντμαν ιδρύθηκε από επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, κυρίως ουγγρικής καταγωγής. «Πιστεύοντας ότι το Ολοκαύτωμα ήταν η τιμωρία του Θεού για τα παραπτώματα της αφομοίωσης (των Εβραίων από άλλους πληθυσμούς) και του σιωνισμού (του αγώνα για την επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας και τη δημιουργία ισραηλινού κράτους), οι άνθρωποι που βγήκαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιούργησαν ένα δεύτερο γκέτο στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Θεώρησαν ότι για να αποφύγουν μια νέα τιμωρία, ένα δεύτερο Ολοκαύτωμα, έπρεπε να σχεδιάσουν έναν τρόπο ζωής πιο αυστηρό από όλα τα προηγούμενα εβραϊκά πρότυπα. Κάθε κανόνας που θέσπιζαν ήταν μια ακραία ερμηνεία ενός υπάρχοντος εβραϊκού νόμου. Έζησαν και ζουν με αυτή την ερμηνεία, πιστεύοντας ότι έτσι εξευμενίζουν το Θεό και εκείνος θα δείξει τον οίκτο του. Δε μπορώ να θυμηθώ ούτε ένα δευτερόλεπτο της ζωής μου στο οποίο να μην έχω επίγνωση ότι είμαι απόγονος των επιζησάντων του Ολοκαυτώματος. Μεγάλωσα με αυτό το τραύμα και μου φαινόταν φυσιολογικό, νόμιζα ότι όλοι οι άνθρωποι έτσι νιώθουν.
Γνωρίζοντας τι έχουν περάσει οι μεγαλύτεροί μου και πόσο είχαν υποφέρει, σκεφτόμουν ότι αυτά που τραβάω εγώ δεν είναι τίποτα μπροστά στα δικά τους. Μεγάλωσα σε έναν κόσμο όπου όλα κατευθύνονται από φόβο, όλα γίνονται εξαιτίας του φόβου, με την απειλή ότι ο Θεός παραμονεύει παντού για να τιμωρήσει. Αυτό είναι ακόμα πιο σκληρό για τις γυναίκες γιατί από αυτές εξαρτάται η ικανότητα της κοινότητας να επιβιώσει. Στο δικό μου κύκλο οι γυναίκες κάνουν από 10 έως 20 παιδιά. Το γυναικείο σώμα θεωρείται βρώμικο, αηδιαστικό, κακό, γιατί αν αυτό απελευθερωθεί και η γυναίκα βρει ευχαρίστηση στις σωματικές επαφές, τότε θα σταματήσει να κάνει παιδιά και θα απειληθεί το μέλλον της κοινότητας. Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας να το μισούμε, ενώ τώρα πια έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτός είναι ο πυρήνας όλων λίγο-πολύ των ακραίων θρησκευτικών οργανώσεων. Όποιος κι αν είναι ο θεός τους, η επιβίωσή τους βασίζεται στην ενοχοποίηση του γυναικείου σώματος ώστε να χρησιμεύει μόνο για αναπαραγωγή».
Στο Γουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκη, μένουν περίπου 57.000 Χασιδίμ, σε έναν δικό τους κόσμο σταματημένο στον 19ο αιώνα, με αυστηρούς κανόνες για τους άνδρες και καθεστώς υποταγής για τις γυναίκες που υπάρχουν για να τεκνοποιούν μετά από έναν κανονισμένο, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, γάμο. Πριν από την τελετή ξυρίζουν τα μαλλιά της νύφης και στη συνέχεια οι γυναίκες φορούν μαντίλες ή περούκες. Κάθε χρόνο στο Γουίλιαμσμπεργκ τελούνται 900 γάμοι ανάμεσα σε νέους 18 έως 21 ετών. Επίσημος μέσος όρος παιδιών ανά οικογένεια: οκτώ.