Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η φετινή νικήτρια του 1ου βραβείου γυναικείου ρόλου στα βραβεία κοινού του περιοδικού Αθηνόραμα, για την ερμηνεία της στο έργο «Η Βασίλισσα της Ομορφιάς», μία παράσταση που ανέβηκε πριν από την πρώτη καραντίνα, πρόλαβε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και συνεχίζεται ως σήμερα κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Υποδύεται τη Μωρήν, μια μεσήλικη γυναίκα εγκλωβισμένη σε μια ζωή με την καταπιεστική μητέρα της.
Δύο χρόνια πριν την είχα δει στη «Δύναμη του σκότους» του Λέοντα Τολστόι, συγκλονιστική στο ρόλο μίας μητέρας που έφτανε στα άκρα για να ελέγξει την πορεία της ζωής του γιου της. Τότε ήταν η πρώτη φορά που είχα σκεφτεί ότι δεν ήξερα σχεδόν τίποτα γι αυτή τη θαυμάσια ηθοποιό που είχα δει πολλές φορές σε παραστάσεις στην Επίδαυρο και στο Εθνικό θέατρο.
Γεννήθηκε και μένει στην Αθήνα, δεν έχει ζώα. Πίνει τον καφέ της σκέτο, με λίγο γάλα. Διασκεδάζει με φίλους, αλλά και βλέποντας ταινίες και ντοκιμαντέρ. Διαβάζει πολύ, πράγματα για τη δουλειά της κυρίως. Αυτά είναι μερικά από τα πράγματα που έμαθα μετά από τη συνάντησή μας ένα φθινοπωρινό βράδυ. Και ότι αγαπούσε ανέκαθεν την Ιρλανδία και τους Ιρλανδούς, πολύ πριν συναντηθεί με τη Μωρήν στη Βασίλισσα της ομορφιάς του Μάρτιν Μακ Ντόνα.
Ένας από τους λόγους που κάνει θέατρο είναι η παρηγοριά. «Παρηγορούμε και παρηγοριόμαστε», θα μου πει κάποια στιγμή στην πορεία της κουβέντας μας. «Δεν είναι τυχαίο που στην Επίδαυρο έπαιζαν και για θεραπευτικούς λόγους, έπαιζαν οι ασθενείς. Έχουμε ανάγκη κάποιος να πει την ιστορία και κάποιος να την ακούσει. Και οι δύο βγαίνουν κερδισμένοι στο τέλος».
Ίσως σε ρωτάνε συχνά για το όνομά σου και δεν θα γίνω η εξαίρεση, παρόλο που ένας φίλος από την Καρδίτσα μου εξήγησε την παράδοση γύρω από αυτό. Σου δημιούργησε προβλήματα όταν ήσουν μικρή;
Είναι ένα όνομα που συνηθίζεται στην Θεσσαλία και ναι, δυστυχώς, είναι ένα διαφορετικό όνομα που στα παιδικά αφτιά ηχεί κάπως περίεργα. Στα παιδιά αρέσει να ασχολούνται με το διαφορετικό, τους αρέσει να το πειράζουν, να το διακωμωδούν. Πάντα θα βρουν κάτι, όχι απαραίτητα κακό, για ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που ξεχωρίζει. Με αυτό που ξεχωρίζει δηλαδή από την οικεία τους πραγματικότητα.
Περίεργο δεν είναι; Όταν είμαστε μικροί θέλουμε να μοιάσουμε στους συμμαθητές μας ενώ όταν μεγαλώνουμε θέλουμε να ξεχωρίζουμε.
Είναι μ’ έναν τρόπο… Κάποιες φορές θέλουμε να είμαστε μέρος του συνόλου και κάποιες άλλες όχι. Τώρα το πώς και κάτω από ποιες συνθήκες είναι ένα άλλο ζήτημα… μεγάλη κουβέντα.
Σίγουρα είναι ζητούμενο στη δουλειά του ηθοποιού.
Νομίζω πως ναι, είναι ένα είδος αναγνώρισης να ξεχωρίζεις μέσω της δουλειάς σου.
Πότε αισθανθήκατε πως φτάσατε εκεί που θέλατε;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να το πω αυτό. Ενέχει ένα τέλος μέσα της αυτή η φράση που δεν το βρίσκω και πολύ δημιουργικό. Προτιμώ να σκέφτομαι πως αντί να έχω φτάσει κάπου… βρίσκομαι σ’ ένα δρόμο και πορεύομαι πάνω σ’ αυτόν.
Την πρώτη φορά είχατε μεγάλο ρόλο σε παράσταση στην Επίδαυρο πώς νιώσατε;
Η Επίδαυρος είναι ένα ευλογημένο θέατρο και είναι πάρα πολύ όμορφο για έναν ηθοποιό να παίζει εκεί. Αυτό που νιώθω είτε παίζω έναν ρόλο (μεγάλο ή μικρό) είτε παίζω στο χορό είναι χαρά! Σημασία για μένα έχει η δουλειά, η συνεργασία, οι συναντήσεις των ανθρώπων που ήρθαν και έρχονται με τα χρόνια.
Έρχονται και βραβεία και αναγνώριση από το κοινό.
Ευπρόσδεκτα όλα, είμαι ευγνώμων για όλα! Απλώς δεν σημαίνει πως κατακτήθηκε κάτι, δεν κάνω την ταπεινή, το εννοώ, δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο, τόσο απλά.
Μου άρεσε αυτό το ταπεινή, με πάει στην ηρωίδα σας στην Βασίλισσα της Ομορφιάς, την Μωρήν, που δεν έχει καθόλου αυτοπεποίθηση.
Ενδεχομένως να είχε κάποια ψήγματα, ίσως σε νεώτερη ηλικία. Όταν όμως προσπάθησε να αποκτήσει την ανεξαρτησία της, αφήνοντας την γενέτειρά της για την πολύβουη Αγγλία, εκεί για διάφορους λόγους κατέρρευσε. Στην επιστροφή της πια, στο χωριό, αυτό που την περίμενε δεν ήταν ένα χάδι, αλλά η αυταρχική, επικριτική, ναρκισσιστικής ιδιοσυγκρασίας μητέρα της. Να είναι εκεί και σε κάθε ευκαιρία να της στερεί οποιαδήποτε ελπίδα για αγάπη, για ζωή.
Είναι μια από τις χειρότερες μάνες που έχουμε δει στο θέατρο.
Έτσι νομίζω κι εγώ. Μελετώντας, διάβασα πολλά άρθρα και συνεντεύξεις για κόρες που δεν αγαπήθηκαν από τις μητέρες τους. Βέβαια αν είχαμε την δυνατότητα να ρωτήσουμε την “Μαγκ” ίσως να μας έλεγε πως την αγάπησε την κόρη της. Την αγάπησε όπως και όσο μπορούσε ή ότι της έδωσε την αγάπη που κι ίδια είχε δεχθεί.. ποιος ξέρει;
Όλα τα έργα του Μακ Ντόνα τα χαρακτηρίζει η σκληρότητα, αλλά έχουν και πολύ χιούμορ.
Συμφωνώ, είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας. Όντως στα έργα του, όσο σκληρά ή ζοφερά κι αν είναι, υπάρχει χιούμορ. Είναι ένα χαρακτηριστικό που το βρίσκουμε σχεδόν πάντα στα καλογραμμένα έργα. Δεν αντέχεται αλλιώς, τόσο για τον ηθοποιό που καλείται να παίξει αυτούς τους ρόλους όσο και για το κοινό που τους παρακολουθεί. Είναι λίγο σαν την ζωή, δεν υπάρχει μόνο πόνος, θλίψη και δυσκολία, υπάρχει και φως και χιούμορ και ανάταση. Υπάρχει ανάγκη για ανάσα.
Η ιρλανδική οικογένεια που περιγράφει ο Μακ Ντόνα θα μπορούσε να υπάρχει οπουδήποτε, θα μπορούσε να είναι ελληνική;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια διαφορά. Το έργο όπως και η παράστασή μας πραγματεύεται τις ανθρώπινες σχέσεις και αυτές είναι καθολικές. Είτε μιλάμε για την Ιρλανδία, είτε για την Ελλάδα, είτε για οπουδήποτε στον κόσμο, όπου υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή, δυστυχώς, θα υπάρχουν και τοξικές μανάδες, αδιάφοροι πατεράδες, κακοποιημένα παιδιά, ανυπεράσπιστοι έρωτες… Τραυματισμένοι άνθρωποι που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες είναι ικανοί να φτάσουν στα άκρα.
Τι πιστεύεις ότι μας εμποδίζει να φτάσουμε στα άκρα, ποιο είναι το δίχτυ ασφαλείας μας;
Μάλλον είναι μια συνισταμένη πολλών πραγμάτων. Παίζει ρόλο η προσωπικότητα με την οποία γεννιόμαστε, ο τρόπος που μεγαλώσαμε, αν πήραμε αγάπη και αποδοχή. Αν είχαμε όρια στην διαπαιδαγώγησή μας, η παιδεία που έχουμε λάβει, ο τρόπος που ορίζουμε τον εαυτό μας…
Γίνεται μεγάλη κουβέντα για την ενδοοικογενειακή βία σήμερα. Σπάνια όμως φανταζόμαστε γυναίκες στο ρόλο του θύτη. Η παράσταση θέτει ένα τέτοιο ζήτημα.
Στην παράστασή μας βλέπουμε την κακοποιητική συμπεριφορά μιας μητέρας προς την κόρη της. Έχω την εντύπωση ότι δεν έχει καταμετρηθεί ακόμη αυτού του είδους η ενδοοικογενειακή βία ικανοποιητικά. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, πολλές φορές, θεωρούμε φυσιολογική μια τέτοια συμπεριφορά. Αν, για παράδειγμα, μια μητέρα δυσκολεύεται να αποδεχθεί την “άνθηση” της έφηβης κόρης και λειτουργεί επικριτικά απέναντί της. Αν δεν την αποδέχεται όπως είναι, αν την μειώνει, αν της επισημαίνει ότι δεν είναι αρκετά όμορφη ή έξυπνη ή ικανή… Που μπορεί να οδηγήσει όλο αυτό; στην περίπτωσή μας θύτης και θύμα συνεχώς εναλλάσσονται σ’ έναν ατέρμονο κύκλο βίας.
Κάτι άλλο που βαραίνει πολύ την ηρωίδα που υποδύεσαι είναι ότι στο παρελθόν έχει καταρρεύσει ψυχολογικά. Ζούμε δυστυχώς σε κοινωνίες που, αντί να αγκαλιάζουν, συνεχίζουν να φοβούνται την όποια νευρολογική αστάθεια ή ψυχική ασθένεια.
Δεν είμαστε έτοιμοι να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε τους συνανθρώπους μας. Φοβόμαστε το κοινωνικό στίγμα, είμαστε σε αμηχανία για το πώς μπορούμε να το διαχειριστούμε, ίσως δεν το γνωρίζουμε και η άγνοια μας προκαλεί φόβο. Πάντως αν σκεφτούμε πώς λειτουργούσαν οι κοινωνίες πριν από 50 ή 100 χρόνια, στην όποια ψυχική ασθένεια, σε σχέση με το τώρα, υπάρχει εξέλιξη προς το καλύτερο, κι αυτό δεν είναι λίγο.
Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που θίγεται στο έργο είναι η γυναίκα που δεν γνώρισε τον έρωτα, που φτάνει στη μέση ηλικία χωρίς να έχει σαρκικές επαφές.
Το έργο γράφτηκε το 1996 και αναφέρεται στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Η Μωρήν λοιπόν είναι μια γυναίκα που γεννήθηκε σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της δυτικής Ιρλανδίας στα μέσα της δεκαετίας του ’40. Αυτό, από μόνο του, μας επιτρέπει να καταλάβουμε σε τι συντηρητικό περιβάλλον μεγάλωσε. Είναι μια άλλη εποχή με άλλα ήθη. Ωστόσο έχω την εντύπωση πως αν σήμερα μια γυναίκα 20 – 22 ετών κοινοποιούσε το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα σεξουαλικές εμπειρίες το πιο πιθανό είναι να την κοροϊδέψουν, να την “πειράξουν “. Μας είναι πιο εύκολο να κρίνουμε παρά να κατανοήσουμε.
Κάποιος που δεν έχει ιδέα για το έργο μπορεί να νομίζει οτι στην “Βασίλισσα της ομορφιάς” κεντρική ηρωίδα είναι η νικήτρια κάποιων καλλιστείων.. τι γνώμη έχεις για το θεσμό;
Το λέγαμε στις πρόβες, αν θα μπορούσε δηλαδή η Μωρήν να έχει κερδίσει έναν διαγωνισμό ομορφιάς επειδή έτσι την προσφωνεί ο Πάτο, ένας άντρας καλοσυνάτος γεμάτος από αγάπη (ίσως το πιο φωτεινό και υγιές κομμάτι του έργου). Το πολύ συγκινητικό πάντως για μένα, είναι ότι αυτή η γυναίκα που ο συγγραφέας της δίνει τον χαρακτηρισμό “plain” δηλαδή απλή, συνηθισμένη, στα μάτια του Πάτο είναι η Βασίλισσα της ομορφιάς του χωριού τους. Τώρα, όσο αφορά τον θεσμό των καλλιστείων..δεν έχω συγκεκριμένη άποψη επί του θέματος αν ένας άνθρωπος επιθυμεί να λάβει μέρος, ας το κάνει.
Μου φαίνεται πως με έναν τρόπο συμμετέχουμε όλοι σε καλλιστεία μέσω των social media…
Δεν έχω social media, αλλά φαντάζομαι τι εννοείτε.
Πως γίνεται να μην έχετε;
Δεν είναι και απαραίτητο.. πολλοί άνθρωποι δεν έχουν. Καταλαβαίνω οτι είναι ένα μέσο προβολής και διαφήμισης της δουλειάς μας. Απλώς δεν το επιλέγω.
Η μητέρα σας έχει έρθει να δει την παράσταση;
Όχι ακόμα, είναι κι όλη αυτή η κατάσταση που ζούμε, με τον κορονοϊό. Δεν είναι εύκολο.
Μεγαλώσατε σε μια οικογένεια που αγκάλιασε την απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός;
Δεν ξετρελάθηκαν από τη χαρά τους όταν το ανακοίνωσα, αλλά δεν με εμπόδισαν κιόλας. Είναι μιας άλλης γενιάς και το καταλαβαίνω ότι τους ήταν δύσκολο…
Εδώ και λίγα χρόνια είστε και δασκάλα υποκριτικής. Τι συνειδητοποιήσατε από τη μεριά της δασκάλας;
Είμαι στη δραματική σχολή Αθηνών Γ. Θεοδοσιάδη απ’ όπου αποφοίτησα κιόλας… ένας περίεργα όμορφος κύκλος. Το ήθελα πολύ καιρό κι όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν έγινε. Ήθελα να γίνω η δασκάλα που δεν είχα. Συνειδητοποίησα ότι έχω τεράστια ευθύνη απέναντι στους μαθητές μου τι θα πω, πώς θα το πω, σε ποιόν και πότε. Δεν μπορώ να ξέρω το background τους, πάω ενστικτωδώς και με τις κεραίες μου τεντωμένες για να πιάσω μέσα από μικρολεπτομέρειες την ψυχοσύνθεσή τους. Να προσπαθήσω να τους δείξω έναν δρόμο για να πορευτούν με ανοιχτή καρδιά, με την φαντασία τους ελεύθερη, με εμπιστοσύνη και με αγάπη προς τον εαυτό τους και τους άλλους…